- μια αναπροσαρμογή που θα μπορούσε τελικά να εδραιώσει την υπεροχή της Κίνας τόσο στον ενεργειακό όσο και στον τεχνολογικό τομέα.
Στην καρδιά της νέας συμφωνίας βρίσκεται το ζήτημα των σπάνιων γαιών και των κρίσιμων πρώτων υλών (CRM) –απαραίτητες για τα βασικά υλικά που είναι απαραίτητα για τα ηλεκτρικά οχήματα, τις μπαταρίες, την αυτοκινητοβιομηχανία, τις τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και προηγμένα αμυντικά συστήματα. Η Κίνα ελέγχει σχεδόν το 80% της παγκόσμιας παραγωγής και ικανότητας επεξεργασίας σπάνιων γαιών, και οι πρόσφατοι περιορισμοί στις εξαγωγές της είχαν προκαλέσει σοκ στις δυτικές βιομηχανίες. Σύμφωνα με πολιτικούς σχολιαστές η απόφαση να αναβληθούν αυτοί οι περιορισμοί για ένα έτος αντιπροσωπεύει μια τακτική παύση, και όχι μια παραχώρηση από πλευράς Κίνας. Το Πεκίνο έχει επιδείξει αποτελεσματικά την μόχλευσή του στην πιο στρατηγική αλυσίδα εφοδιασμού στον κόσμο, υπενθυμίζοντας στην Ουάσινγκτον και τις Βρυξέλλες ότι οι παγκόσμιες πράσινες και ψηφιακές μεταβάσεις εξακολουθούν να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τα κινεζικά ορυκτά και την ικανότητα επεξεργασίας.
Εξίσου σημαντική ήταν η συζήτηση γύρω από τους ημιαγωγούς, τη ραχοκοκαλιά της σύγχρονης τεχνολογίας. Ενώ ο Τραμπ ανακοίνωσε ότι η εταιρεία κολοσσός Nvidia θα επαναλάβει τις συνομιλίες με την Κίνα σχετικά με τις εξαγωγές τσιπ, η συμφωνία δεν φαίνεται να περιλαμβάνει προηγμένες τεχνολογίες ημιαγωγών, αυτές που χρησιμοποιούνται στην τεχνητή νοημοσύνη και στους υπερυπολογιστές. Αυτό υποδηλώνει ότι ενώ οι ΗΠΑ μπορεί να χαλαρώσουν ορισμένους εμπορικούς περιορισμούς, παραμένουν επιφυλακτικές ως προς την ενδυνάμωση των στρατιωτικών και των φιλοδοξιών της Κίνας στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης. Ωστόσο, η οπτική της συνεργασίας ευνοεί το Πεκίνο. Εμφανιζόμενη ανοιχτή και διαλλακτική, η Κίνα τοποθετείται ως ένας πραγματιστής παίκτης που επιδιώκει σταθερότητα, ενώ οι ΗΠΑ φαίνονται αντιδραστικές και επιφυλακτικές.
Ο τόνος της συνάντησης ήταν ιδιαίτερα εγκάρδιος. Ο Τραμπ επιβεβαίωσε ότι θα επισκεφθεί την Κίνα τον Απρίλιο του 2026, με τον Σι να αναμένεται να πραγματοποιήσει μια αμοιβαία επίσκεψη αργότερα εκείνο το έτος. Ενώ και οι δύο πλευρές απέφυγαν να αναφέρουν την Ταϊβάν, μια αξιοσημείωτη παράλειψη, ήταν σαφές ότι η ατζέντα του Πεκίνου διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό τον διάλογο. Η People’s Daily, το επίσημο φερέφωνο του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, χαιρέτισε τη σύνοδο κορυφής ως ένα «ιστορικό βήμα προς τη σταθερότητα», προτρέποντας και τις δύο πλευρές να «επιτύχουν απτά αποτελέσματα». Αντίθετα, ο Πρόεδρος Τραμπ, με ανάρτησή του στο Truth Social, τόνισε μια πιθανή «συναλλαγή μεγάλης κλίμακας που θα περιλαμβάνει πετρέλαιο και φυσικό αέριο από την Αλάσκα», προσφέροντας λίγες λεπτομέρειες, αλλά υπαινισσόμενος ότι η ενεργειακή συνεργασία θα μπορούσε να γίνει το επόμενο μεγάλο πεδίο συνεργασίας των δύο χωρών.
Σύμφωνα με αναλυτές, η Κίνα αναδείχθηκε ο κύριος ωφελημένος από αυτή την διπλωματική απόψυξη. Εξασφαλίζοντας την αναγνώριση από τις ΗΠΑ του κυρίαρχου ρόλου της στις σπάνιες γαίες και τις πράσινες τεχνολογίες, το Πεκίνο έχει εδραιώσει την επιρροή του σε δύο από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες βιομηχανίες στον κόσμο: τις ΑΠΕ και την προηγμένη μεταποίηση. Η χαλάρωση των εμπορικών τριβών ανοίγει επίσης την πόρτα στην Κίνα για μεγαλύτερες γεωργικές και βιομηχανικές εισαγωγές από τις ΗΠΑ, μια κίνηση που θα μπορούσε να ενισχύσει τις εγχώριες αλυσίδες εφοδιασμού της , ενώ παράλληλα θα καθησυχάσει τη μεσαία τάξη της με σταθερές τιμές. Το πιο σημαντικό είναι ότι, παρακάμπτοντας εντελώς το ζήτημα της Ταϊβάν, ο Σi Τζινπίνγκ απέδειξε ότι το Πεκίνο μπορεί να θέτει τους το πλαίσιο και τους όρους συνεργασίας με την Ουάσιγκτον και μάλιστα με ευνοϊκό για αυτό χρονοδιάγραμμα.
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, τα βραχυπρόθεσμα οφέλη, οι μειωμένοι δασμοί, η αποκατάσταση των εμπορικών ροών και οι πιο ήρεμες χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν στρατηγικό κόστος. Η αναβολή των ελέγχων των εξαγωγών ουσιαστικά δίνει στην Κίνα έναν ακόμη χρόνο για να εδραιώσει το τεχνολογικό και βιομηχανικό της πλεονέκτημα. Την τελευταία δεκαετία, το Πεκίνο έχει ακολουθήσει ένα κρατικό μοντέλο καινοτομίας, επενδύοντας δισεκατομμύρια στην καθαρή ενέργεια, την ηλεκτροκίνηση , την παραγωγή μπαταριών και την τεχνητή νοημοσύνη. Η τρέχουσα ύφεση του επιτρέπει να εδραιώσει αυτά τα κέρδη κάτω από ένα προσωπείο συνεργασίας. Όπως το έθεσε ένας Ευρωπαίος αναλυτής, «Η Κίνα δεν αποκλιμακώνει την κατάσταση, απλώς αγοράζει χρόνο για να κερδίσει το μακροπρόθεσμο παιχνίδι».
Αυτή η μετατόπιση θα έχει εκτεταμένες επιπτώσεις στο παγκόσμιο εμπόριο, την ενεργειακή ασφάλεια και τη γεωπολιτική ισορροπία. Η σύγκλιση της τεχνολογίας και της ενέργειας, αυτό που ορισμένοι αποκαλούν «δίδυμη μετάβαση», αναδεικνύεται ως ένας καθοριστικός παράγοντας ισχύος τον 21ο αιώνα. Ο έλεγχος της προμήθειας CRM, ημιαγωγών και υποδομών καθαρής ενέργειας καθορίζει όχι μόνο την βιομηχανική ανταγωνιστικότητα αλλά και την πολιτική επιρροή. Εάν η Κίνα συνεχίσει να κυριαρχεί σε αυτούς τους τομείς, θα μπορούσε να αναδιαμορφώσει τους κανόνες του παγκόσμιου εμπορίου, τοποθετώντας τον εαυτό της ως τον απαραίτητο εταίρο τόσο για τις ανεπτυγμένες όσο και για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες.
Ο αντίκτυπος στη Νοτιοανατολική Ευρώπη
Η Νοτιοανατολική Ευρώπη πρόκειται να διαδραματίσει έναν ιδιαίτερα ενδιαφέρον ρόλο σε αυτό το εξελισσόμενο τοπίο. Την τελευταία δεκαετία, η Κίνα έχει επεκτείνει σταθερά την παρουσία της στην περιοχή, χρηματοδοτώντας και κατασκευάζοντας μεγάλα έργα υποδομής, λιμάνια, σταθμούς παραγωγής ενέργειας, βιομηχανικές ζώνες και μονάδες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, στην Ελλάδα, τη Ρουμανία, τη Σερβία, την Αλβανία, την Ουγγαρία, την Τουρκία κα. Μέσω της Πρωτοβουλίας «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» (BRI), το Πεκίνο έχει συνδυάσει τις επενδύσεις με βάση τη στρατηγική επιρροή, ενσωματώνοντάς το βαθιά στις τοπικές οικονομίες. Εάν η νέα κατανόηση ΗΠΑ-Κίνας οδηγήσει σε μια περίοδο χαμηλότερης γεωπολιτικής έντασης, οι κινεζικές εταιρείες θα μπορούσαν να επιταχύνουν την επέκτασή τους στους ενεργειακούς και βιομηχανικούς τομείς της ΝΑ Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας, του πράσινου υδρογόνου και της κατασκευής μπαταριών.
Για τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, αυτό παρουσιάζει τόσο ευκαιρίες όσο και κινδύνους. Αφενός, η κινεζική χρηματοδότηση θα μπορούσε να βοηθήσει στη γεφύρωση των επενδυτικών κενών σε έργα υποδομών και ενεργειακής μετάβασης, ιδίως εκεί όπου τα κεφάλαια της ΕΕ ή τα ιδιωτικά κεφάλαια είναι περιορισμένα. Αφετέρου, η εξάρτηση από το κινεζικό κεφάλαιο και την τεχνολογία θα μπορούσε να δημιουργήσει νέες ευπάθειες, ειδικά εάν οι γεωπολιτικές εντάσεις επανεμφανιστούν ή εάν ο συντονισμός πολιτικής ΗΠΑ-ΕΕ μπορέσει και εναρμονιστεί έναντι του Πεκίνου. Συνεπώς, η επόμενη χρονιά θα είναι κρίσιμη για να φανεί εάν η απόψυξη των σχέσεων Τραμπ-Σι θα μεταφραστεί σε διαρκή συνεργασία ή θα παραμείνει μια τακτική παύση πριν από μια ανανεωμένη αντιπαλότητα.
Τελικά, η προσέγγιση Τραμπ-Ξι δεν αφορά τόσο τη συμφιλίωση όσο την αναδιάταξη των διπλωματικών και εμπορικών σχέσεων των δύο χωρών. Είναι γεγονός ότι από την συνάντηση και οι δύο ηγέτες κερδίζουν πολιτικά: Ο Τραμπ εξασφαλίζει μια «νίκη» στην εξωτερική πολιτική ενόψει μιας κρίσιμης εκλογικής χρονιάς, ενώ ο Σι επιδεικνύει διεθνή νομιμότητα και έλεγχο. Αλλά στρατηγικά, η Κίνα φαίνεται να έχει παίξει το πιο μακροχρόνιο και πιο έξυπνο παιχνίδι. Μετατρέποντας την αντιπαράθεση σε διαχειριζόμενο ανταγωνισμό, το Πεκίνο διασφαλίζει συνεχή πρόσβαση σε πόρους, αγορές και τεχνολογίες που στηρίζουν τη φιλοδοξία του για παγκόσμια ηγεσία τόσο στην ενέργεια όσο και στην τεχνολογία.
Εάν η ύφεση στις σχέσεις Κίνα -ΗΠΑ επικρατήσει, το 2026 θα μπορούσε να σηματοδοτήσει την έναρξη μιας νέας φάσης στην οποία η Κίνα όχι μόνο κυριαρχεί στις αλυσίδες εφοδιασμού, αλλά και θέτει παγκόσμια πρότυπα και επεκτείνει και εδραιώνει την παρουσία της σε ορισμένες γεωγραφικές περιοχές. Για την Ευρώπη και ιδιαίτερα τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, η προσαρμογή σε αυτήν την πραγματικότητα, η εξισορρόπηση των επενδυτικών ευκαιριών με τη στρατηγική αυτονομία, θα είναι μια από τις βασικές προκλήσεις της επόμενης δεκαετίας.