Η νέα πολιτική πραγματικότητα στις ΗΠΑ φαίνεται να λειτουργεί επιταχυντικά προς αυτήν την κατεύθυνση.
Οι πρώτες ενδείξεις μείωσης του επενδυτικού ενδιαφέροντος παρατηρήθηκαν στον τομέα των μεγάλων υπεράκτιων αιολικών πάρκων, με την τάση να επεκτείνεται σταδιακά και σε μικρότερα έργα. Οι λόγοι είναι πολλαπλοί και εντοπίζονται τόσο σε χρηματοοικονομικό όσο και σε τεχνικό επίπεδο. Η άνοδος του κόστους των υλικών, η αβεβαιότητα γύρω από τα επιτόκια, τα προβλήματα στις αλυσίδες εφοδιασμού, αλλά και η δυσκολία απορρόφησης της παραγόμενης ενέργειας από κορεσμένα δίκτυα, αποτελούν κρίσιμους ανασταλτικούς παράγοντες.
Μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες όπως η Shell, η BP,η TotalEnergies κα, οι οποίες επιχείρησαν να διαφοροποιήσουν τα χαρτοφυλάκιά τους επενδύοντας σοβαρά ποσά σε έργα ΑΠΕ, υποχρεώθηκαν –υπό την πίεση των μετόχων τους– να αναθεωρήσουν την στρατηγική τους. Οι αποδόσεις αυτών των επενδύσεων δεν συγκρίνονται με τα ιστορικά υψηλά κέρδη των υδρογονανθράκων, ενώ η πολυδιαφημισμένη μετάβαση στην «πράσινη ενέργεια» δεν απέδωσε αντίστοιχα οφέλη στον περιορισμό των εκπομπών CO₂.
Ως αποτέλεσμα, οι ανωτέρω εταιρείες αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο περιβαλλοντικής αλλά και οικονομικής απαξίωσης. Παράλληλα συνεχίζεται η παγκόσμια αύξηση της ζήτησης πετρελαίου και φ.αερίου,με τις εταιρείες να έχουν στρέψει πάλι το ενδιαφέρον στην έρευνα και παραγωγή όπου και αναμένουν υψηλότερα έσοδα και κέρδη.
Κατά τους τελευταίους 12 μήνες, οι ίδιες αυτές εταιρείες διατήρησαν ένα μικρό ποσοστό συμμετοχής σε ΑΠΕ, ενώ προχώρησαν σε μαζικές αποεπενδύσεις, ξεφορτώνοντας σταδιακά το μεγαλύτερο μέρος των έργων τους στον χώρο. Την ίδια στιγμή, άλλοι μεγάλοι ενεργειακοί παίκτες με πολυετείς επενδύσεις σε υπεράκτια αιολικά άρχισαν να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα κόστους. Η περίπτωση της Orsted, της δανέζικης εταιρείας-ηγέτη στον τομέα, είναι χαρακτηριστική: η εταιρεία αναγκάστηκε να ακυρώσει σειρά έργων σε Ευρώπη και ΗΠΑ. Πιο πρόσφατο παράδειγμα, η ματαίωση του εμβληματικού παράκτιου αιολικού πάρκου στην Βρετανία, το Hornsea 4, ισχύος 2,4 GW.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η τάση αυτή αποτυπώνεται με σαφήνεια στα στοιχεία της Bloomberg NEF. Το 2024 επενδύθηκαν σε ΑΠΕ συνολικά περίπου $2 τρισεκατομμύρια, καταγράφοντας αύξηση μόλις 10,7% σε σύγκριση με το 2023. Αν και φαινομενικά θετική, αυτή η αύξηση είναι σχεδόν η μισή του μέσου ετήσιου ρυθμού αύξησης που καταγράφεται από το 2020, ο οποίος έφθανε το 20%. Η Κίνα εξακολουθεί να είναι η εξαίρεση στον κανόνα, επενδύοντας 20% περισσότερα από το προηγούμενο έτος (επιπλέον $134 δισ. από τα $202 δισ. παγκόσμια αύξηση), ωστόσο στον υπόλοιπο κόσμο η μείωση είναι αισθητή.
Στην Ευρώπη, ένας από τους βασικούς φραγμούς στην περαιτέρω ανάπτυξη των ΑΠΕ εντοπίζεται στις υποδομές των ηλεκτρικών δικτύων. Η περιορισμένη διαθεσιμότητα «ηλεκτρικού χώρου» λόγω ανεπάρκειας στα δίκτυα μεταφοράς και τις διεθνείς διασυνδέσεις προκαλεί ολοένα και περισσότερα φαινόμενα curtailments — δηλαδή απορρίψεις φορτίου. Κατά το Α εξάμηνο του 2025, στην Ελλάδα το ποσοστό της απορριπτόμενης ενέργειας από ΑΠΕ ημερησίως κυμάνθηκε κατά μέσο όρο στο 10-15% .
Το πρόβλημα εντείνεται από το γεγονός ότι, προς το παρόν, οι παραγωγοί δεν αποζημιώνονται για την ενέργεια που απορρίπτεται, με αποτέλεσμα την υπονόμευση της βιωσιμότητας των έργων τους. Οι χρηματοδοτικοί σχεδιασμοί των επενδυτών καταρρέουν, δημιουργώντας ένα ισχυρό αντικίνητρο για νέες επενδύσεις. Η κατάσταση αυτή ενδέχεται να επιδεινωθεί τα επόμενα χρόνια καθώς προστίθεται συνεχώς νέα ισχύς ΑΠΕ χωρίς αντίστοιχες επενδύσεις σε αποθήκευση ή ενίσχυση των δικτύων μεταφοράς και διανομής.
Η αγορά έχει πλέον κατανοήσει ότι η ανάπτυξη των ΑΠΕ χωρίς ταυτόχρονες επενδύσεις σε υποδομές αποθήκευσης (όπως αντλησιοταμίευση ή μπαταρίες) και η έλλειψη εξηλεκτρισμού του ευρύτερου ενεργειακού συστήματος, υπονομεύει τον στόχο της απανθρακοποίησης. Χωρίς σημαντική πρόοδο στον εξηλεκτρισμό της ζήτησης –κυρίως σε θέρμανση, μεταφορές και βιομηχανία–, οι ΑΠΕ δεν μπορούν από μόνες τους να λειτουργήσουν ως βιώσιμη εναλλακτική πηγή ενέργειας.
Τα στοιχεία του Statistical Review of World Energy 2024,που κυκλοφόρησε πρόσφατα από το Energy Institute του Λονδίνου το επιβεβαιώνουν: η παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας αυξήθηκε το 2024 κατά 2%, φτάνοντας τα 592 EJ. Η παραγωγή από ηλιακή και αιολική ενέργεια αυξήθηκε κατά 14%, όμως οι ΑΠΕ στο σύνολό τους ( που περιλαμβάνουν βιομάζα, ηλιακή και αιολική ενέργεια, γεωθερμία) εξακολουθούν να καλύπτουν μόλις το 5,5% της παγκόσμιας ζήτησης. Το συμπέρασμα είναι πως, παρά τη ραγδαία τεχνολογική πρόοδο, οι ΑΠΕ από μόνες τους δεν αρκούν για την ενεργειακή μετάβαση.
Η πολιτική διάσταση είναι εξίσου καθοριστική. Η επανεκλογή Τραμπ και η αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία των Παρισίων ενίσχυσαν ένα κλίμα αναδίπλωσης. Πολλές μεγάλες αμερικανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες απομακρύνθηκαν από τη στρατηγική Net Zero 50. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του Net Zero Banking Alliance, από το οποίο αποχώρησαν πολλές τράπεζες, δηλώνοντας πως δεν δεσμεύονται πλέον από πολιτικές μηδενικών εκπομπών που δεν συνεισφέρουν οικονομικό όφελος. Παράλληλα, η εκροή κεφαλαίων από τα «πράσινα» επενδυτικά ταμεία και αμοιβαία κεφάλαια συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό.
Επιπλέον, αυξάνεται η αίσθηση πως χωρίς μια πιο ευέλικτη ρυθμιστική πολιτική, σαφές επενδυτικό πλαίσιο και νέα χρηματοδοτικά εργαλεία, οι ΑΠΕ κινδυνεύουν να περιέλθουν σε φάση στασιμότητας. Η πρόκληση για την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο είναι να εξασφαλίσουν πως η μετάβαση δεν θα ανακοπεί, αλλά θα συνεχιστεί στη βάση ρεαλιστικών όρων που ενσωματώνουν και την οικονομική βιωσιμότητα.
Εν κατακλείδι, η παγκόσμια αγορά των ΑΠΕ βρίσκεται σε κομβικό σημείο. Παρότι η ανάγκη για καθαρές μορφές ενέργειας παραμένει επείγουσα, τα εμπόδια είναι πλέον σοβαρά και πολυδιάστατα – τεχνικά, οικονομικά και πολιτικά. Το «κύμα από επένδυσης» που βρίσκεται σε εξέλιξη μπορεί να οδηγήσει είτε σε επανατοποθέτηση της αγοράς με νέους όρους, είτε σε μια νέα φάση αδράνειας. Το επόμενο διάστημα θα είναι κρίσιμο για να διαφανεί ποια πορεία τελικά θα επικρατήσει.
(To άρθρο δημοσιεύτηκε στις 20/7/2025 στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)