Με τις καθοριστικές εκλογές του Ιουνίου να πλησιάζουν, οι κοινοτικοί θεσμοί συνεχίζουν να προτάσσουν τους κλιματικούς στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρά τις φιλόδοξες νομοθετικές πρωτοβουλίες των Βρυξελλών, όμως, η πραγματική πράσινη μετάβαση προχωρά με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς. Και αυτό ενώ η Ευρώπη υπερθερμαίνεται δύο φορές ταχύτερα από τον παγκόσμιο μέσο όρο.

Παράλληλα, η διστακτικότητα του ιδιωτικού τομέα να υιοθετήσει τις τεχνολογίες χαμηλού αποτυπώματος άνθρακα και η απογοήτευση των πολιτών- ψηφοφόρων από τα μέτρα αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής ανησυχεί τους ευρωπαίους αξιωματούχους.

Για αρκετά χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρείτο πρωτοπόρος στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Η θεσμοθέτηση του European GreenDeal το 2020 έγινε δεκτή ως πολιτικός θρίαμβος για την τότε νεοεκλεγείσα ηγεσία της ΕΕ, υπό την Πρόεδρο φον ντερ Λάιεν. Δυστυχώς, η αρχική αισιοδοξία δεν διήρκησε πολύ καθώς μία σειρά διαδοχικών κρίσεων, όπως η πανδημία και η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, έθεταν υπό συνεχή αμφισβήτηση τους κλιματικούς στόχους των Βρυξελλών. Η ανησυχία εντείνεται καθώς οι επερχόμενες Ευρωεκλογές είναι πολύ πιθανό να υπονομεύσουν δραματικά τη δυναμική των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων.

Η μία όψη του ζητήματος αφορά τον ιδιωτικό τομέα, ειδικά τις μεγαλύτερες Ευρωπαϊκές βιομηχανίες. Υπό την πίεση των επιπτώσεων της πανδημίας και του Ρωσο-Ουκρανικού πολέμου, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις επιδεικνύουν διστακτικότητα έναντι της πράσινης μετάβασης. Για παράδειγμα, ο κλάδος των ΑΠΕ υπολείπεται πλέον της Κίνας, ενώ ενδέχεται να απειληθεί και από τα νέα σχετικά πακέτα ενισχύσεων και κινήτρων των ΗΠΑ. Παρά το γεγονός ότι η ΕΕ κατάφερε να εγκαταστήσει 56 GW νέας εγκατεστημένης ισχύος στην ηλιακή ενέργεια το 2023 - μία αύξηση άνω του 36% σε σχέση με το 2022 - οι υπάρχουσες υποδομές αδυνατούν να καλύψουν τη ζήτηση. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς, απαιτείται μία ετήσια αύξηση της τάξεως του 15% στην αιολική ενέργεια. Παρά τον αυξανόμενο ανταγωνισμό, οι αναλυτές τονίζουν πως η ΕΕ δεν πρέπει να στραφεί στον προστατευτισμό, αλλά να στοχεύσει στην αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των κοινοτικών επιδοτήσεων, καθώς δυσκολεύεται να ανταγωνιστεί οικονομικά την Ουάσιγκτον και το Πεκίνο.

Η άλλη όψη αφορά τους πολίτες- ψηφοφόρους. Έχει γραφεί πολλές φορές ότι η ακροδεξιά βρίσκεται σε συνεχή άνοδο εντός της ΕΕ, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα σε διάφορα κράτη- μέλη.Η αμφισβήτηση των μέτρων αντιμετώπισης, αλλά συχνά και της ίδιας της κλιματικής αλλαγής, αποτελεί πλέον ένα δημοφιλές ρητορικό εργαλείο μεταξύ των ακροδεξιών και λαϊκιστικών κομμάτων. Πέρα όμως από το πολιτικό κομμάτι, παρατηρούνται και αρκετές αρνητικές αντιδράσεις από τη βάση των ευρωπαϊκών κοινωνιών, όπως οι πολύμηνες διαμαρτυρίες των αγροτών εναντίον της προτεινόμενης Κοινής Αγροτικής Πολιτικής.Μετά από εβδομάδες πανευρωπαϊκών κινητοποιήσεων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγκάστηκε να προτείνει χαλάρωση των μέτρων της νέας ΚΑΠ, με σκοπό να εξευμενίσει μία από τις πιο δυναμικές ομάδες ψηφοφόρων.

Με τις εντάσεις να παραμένουν και το αίσθημα απογοήτευσης να πλανάται παντού, η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται πως θα αναγκαστεί να παραδεχθεί μία κρίσιμη ήττα έναντι της κλιματικής αλλαγής. Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Περιβάλλοντος υπολογίζει ότι η ΕΕ πιθανότατα θα μειώσει κατά 48% τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2030. Το ποσοστό αυτό είναι αισθητά χαμηλότερο από το 51% του προσαρμοσμένου στόχου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και σαφώς υπολείπεται του 55% που ήταν ο αρχικός στόχος. Παρά τις αισιόδοξες δηλώσεις των ευρωπαίων αξιωματούχων, αλλά και τις δεσμεύσεις των εθνικών κυβερνήσεων, το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών του Ιουνίου θα στείλει σίγουρα ένα μήνυμα προς τις ευρωπαϊκές ηγεσίες. Εντέλει, το μέλλον της πράσινης μετάβασης θα κριθεί στις κάλπες.