Για να ανταποκριθεί η αμερικανική οικονομία στις σύγχρονες ανάγκες και εξελίξεις θα πρέπει με κάθε τρόπο να ενισχυθεί ο τομέας της πυρηνικής ενέργειας, καθώς οι ΗΠΑ πρέπει να ικανοποιήσουν τόσο την αύξηση της ζήτησης για ενέργεια όσο και τον στόχο για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Ο τετραπλασιασμός της παραγωγής πυρηνικής ενέργειας προϋποθέτει την οικοδόμηση μεγάλου αριθμού πυρηνικών αντιδραστήρων σε τεράστια κλίμακα σε ολόκληρη την αμερικανική επικράτεια, και σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα πρόσφατης μελέτης που δημοσιεύτηκε στον αμερικανικό Τύπο, είναι απαραίτητο να οικοδομηθούν τουλάχιστον 95 νέοι πυρηνικοί αντιδραστήρες κάθε δεκαετία ως το 2050. Οι προκλήσεις στον τομέα της ενέργειας είναι μεγάλες, όχι μόνον για τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και για τουλάχιστον 30 ακόμη χώρες, οι οποίες έχουν θέσει στόχο για τριπλασιασμό της παραγωγής πυρηνικής ενέργειας ως το 2050 σε συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η αμερικανική κυβέρνηση αναπτύσσει συγκεκριμένη στρατηγική για την διασφάλιση της παγκόσμιας ηγεσίας στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας, σε συνεργασία με άλλες συμμαχικές χώρες για πυρηνικά καύσιμα, για την κατασκευή και οικοδόμηση πυρηνικών αντιδραστήρων, αλλά και για την ομαλή χρηματοδότηση των στρατηγικών αυτών σχεδίων, συνεργασία η οποία μπορεί να μετατρέψει τους διακηρυγμένους στόχους σε πραγματικότητα.
Το μεγαλύτερο στρατηγικό πλεονέκτημα των Ηνωμένων Πολιτειών κατά την εποχή που διανύουμε είναι ο καινοτόμος ιδιωτικός τομέας που διαθέτει και είναι πραγματικά στην κορυφή της παγκόσμιας διαβάθμισης βιομηχανικής και τεχνολογικής ηγεσίας. Ακόμη όμως και αν οι γίγαντες της τεχνολογίας και της βιομηχανίας υπόσχονται μεγάλες επενδύσεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να επικεντρώσουν το ενδιαφέρον τους σε δημόσιες και ιδιωτικές πηγές επενδύσεων, ώστε οι ιδιωτικές εταιρείες να έχουν τα εργαλεία για να επιτύχουν τους στόχους τους. Το αμερικανικό Κογκρέσο έχει ήδη εκφράσει την υποστήριξη του στα στρατηγικά σχέδια για την πυρηνική ενέργεια, εγκρίνοντας διακομματικά, οικονομικά κίνητρα για την ενίσχυση του πυρηνικού ενεργειακού τομέα, ο οποίος αυτό που χρειάζεται περισσότερο λένε οι οικονομικοί αναλυτές, είναι η μείωση του επιχειρηματικού ρίσκου στις νέες επενδύσεις, και ειδικά για τις εταιρείες που συγκεντρώνουν μεγάλα κεφάλαια για το σκοπό αυτό.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται αξιόπιστη συνεργασία με τους συμμάχους στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας. Ο Καναδάς για παράδειγμα διαθέτει μεγάλα αποθέματα σε ουράνιο, ενώ η Ιαπωνία διαθέτει την απαραίτητη και αξιόπιστη τεχνολογία για την επεξεργασία και αποθήκευση πυρηνικών αποβλήτων, ενώ τόσο η Ιαπωνία όσο και η Νότια Κορέα διαθέτουν επιστήμονες αλλά και εταιρείες με την απαραίτητη τεχνογνωσία αλλά και την επιχειρηματική κουλτούρα για την ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας. Επιπλέον, Ηνωμένες Πολιτείες και Βρετανία υπέγραψαν πρόσφατα συμφωνία για διμερή συνεργασία στον τομέα της παραγωγής πυρηνικής ενέργειας αλλά και στην οικονομική και επενδυτική εκμετάλλευση της. Υπάρχουν και άλλες χώρες όπως η Πολωνία και η Ρουμανία, οι οποίες αναζητούν εναλλακτικές πηγές ενέργειας και τεχνογνωσίας, άλλες από της ρωσικές, κάτι που αυξάνει τις ευκαιρίες των αμερικανικών εταιρειών και υπηρεσιών για διεθνή συνεργασία σε αυτό τον τομέα. Οι συνεργασίες αυτές θεωρούνται άκρως απαραίτητες καθώς ο διεθνής ανταγωνισμός στην πυρηνική ενέργεια εντείνεται και εμβαθύνεται, καθώς η Κίνα και η Ρωσία κυριαρχούν σε αυτόν τον τομέα, η παγκόσμια ζήτησε ως το 2050 αναμένεται να αυξηθεί κατά 75%, κάτι που θα ενισχύσει και τον ανταγωνισμό, ενώ η σημαντικότερη γεωπολιτική συνέπεια θα είναι ότι ελεγχόμενες ενεργειακά χώρες θα είναι και εξαρτώμενες πολιτικά και γεωπολιτικά.
Στελέχη της αμερικανικής κυβέρνησης εκτιμούν, ότι υπό αυτές τις συνθήκες, απειλούνται τόσο τα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα όσο και οι αμερικανικές αξίες, καθώς ο ανταγωνισμός για τις αμερικανικές εταιρείες είναι ιδιαίτερα δύσκολος. Για παράδειγμα όταν η Κίνα πουλά έναν πυρηνικό αντιδραστήρα στη Ρωσία, η πώληση υλοποιείται μέσω της γενναίας χρηματοδότησης από ρωσικές και κινεζικές κρατικές τράπεζες. Η Ρωσία επίσης χορήγησε με 25 δις δολάρια την Αίγυπτο για την πώληση και κατασκευή πυρηνικού αντιδραστήρα, κάλυψε δηλαδή το 85% του συνολικού κόστους, ενώ η Κίνα χορήγησε 4,8 δισ δολάρια στο Πακιστάν για την πλήρη χρηματοδότηση τους κόστους κατασκευής νέων πυρηνικών αντιδραστήρων. Οι επενδύσεις στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας ουσιαστικά επηρεάζουν μακροπρόθεσμα τις εταιρικές και επιχειρηματικές σχέσεις των χωρών που συνεργάζονται, και δημιουργούν σχέσεις εξάρτησης ειδικά στους τομείς των πυρηνικών καυσίμων, της συντήρησης των αντιδραστήρων, αλλά και σε τεχνική βοήθεια απαραίτητη για το κλείσιμο των αντιδραστήρων αργότερα. Για τους λόγους αυτούς οι Ηνωμένες Πολιτείες επανεξετάζουν την νομοθεσία και αναζητούν τρόπους ενίσχυσης των αμερικανικών εταιρειών από το κράτος, επαναπροσεγγίζοντας το ζήτημα ολιστικά και μακροπρόθεσμα. Η διεθνής χρηματοδότηση που παρέχει η Κίνα σε ενεργειακά project είναι δεκαπλάσια από αυτή που χορηγούν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Γι αυτό και η αμερικανική κυβέρνηση επιχειρεί μέσω διεθνών συμφωνιών και μέτρων με διακομματική στήριξη στο Κογκρέσο να προασπίσει τα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα. Κύριο μέλημα του αμερικανικού Κογκρέσου είναι να ενισχύσει τη θέση των αμερικανικών εταιρειών στο διεθνή ανταγωνισμό.
Αναλυτές εκτιμούν ότι η κυριαρχία στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας εξαρτάται κυρίως από την τεχνολογική καινοτομία στις μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες, αλλά και ότι η αμερικανική οικονομία και το αμερικανικό έθνος μπορούν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις του μέλλοντος και να τετραπλασιάσουν την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας ως το 2050. Οι Ηνωμένες Πολιτείες εργάζονται ήδη από κοινού με συμμαχικές χώρες για να διασφαλίσουν τόσο την πρόοδο της τεχνολογικής καινοτομίας όσο και τα συμμαχικά εμπορικά συμφέροντα και συμφέροντα ασφαλείας. Η αμερικανική στρατηγική είναι συνεργατική και ευθυγραμμισμένη με τα συμμαχικά συμφέροντα, χρειάζεται όμως ιδιαίτερα σκληρή δουλεία για να επιτευχθούν οι στόχοι της αμερικανικής κυβέρνησης και των συμμάχων.
(από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ")