Όπως παρατηρούσαμε σε πρόσφατο άρθρο μας στο πόρταλ (εδώ), μετά την διεθνή διάσκεψη COP28 τον περασμένο Δεκέμβριο στο Ντουμπάϊ, διαμορφώνεται πλέον μια συναντίληψη σε παγκόσμιο επίπεδο ότι χωρίς τους υδρογονάνθρακες, που θα εξακολουθήσουν για αρκετά χρόνια ακόμα να καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος των ενεργειακών αναγκών του πλανήτη, δεν μπορεί να υπάρξει ενεργειακή μετάβαση. Και αυτό γιατί η «μετάβαση» που θα στηριχθεί κυρίως σε ΑΠΕ, απαιτεί τον πλήρη εξηλεκτρισμό του ενεργειακού συστήματος

και αυτό θα πάρει μερικές δεκαετίες. Και ασφαλώς δεν αναφερόμαστε μόνο στην Ευρώπη και την Β. Αμερική που είναι εξηλεκτρισμένες αλλά με παλαιά δίκτυα που χρειάζονται εκσυγχρονισμό και αναβάθμιση για να δημιουργήσουν τον απαραίτητο νέο ηλεκτρικό χώρο. Η Αφρική, η Λατινική Αμερική και η Ασία έχουν σοβαρό πρόβλημα με τα ηλεκτρικά τους δίκτυα, όπου σε πολλές περιπτώσεις είναι ανύπαρκτα. Εκεί είναι το πρόβλημα και αυτό δεν πρόκειται να λυθεί σε μια ή δυο δεκαετίες αφού οι πλούσιες χώρες της Δύσης δεν δείχνουν πρόθυμες να επωμιστούν το βάρος της «πράσινης μετάβασης» για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες του Νότου, ενώ οι διαρκώς αυξανόμενες ενεργειακές τους ανάγκες θα καλυφθούν με εύκολα διαθέσιμο πετρέλαιο και φ. αέριο.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι υδρογονάνθρακες, παρά την απόλυτη δέσμευση της κυβέρνησης στην πράσινη ατζέντα και τις σοβαρές επενδύσεις που έχουν γίνει στις ΑΠΕ τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα αυτές να συνεισφέρουν πλέον σταθερά άνω του 45% της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας το 2023 (σύμφωνα με στοιχεία του ΑΔΜΗΕ), το μεγαλύτερο μέρος της ενεργειακής κατανάλωσης της χώρας καλύπτεται από εισαγόμενους υδρογονάνθρακες (πετρέλαιο και φυσικό αέριο) που μεταξύ τους είναι υπεύθυνοι για το 76% της ενέργειας (στοιχεία 2022, σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση 2023 του ΙΕΝΕ για τον Ελληνικό Ενεργειακό Τομέα – εδώ).

Σε ό,τι αφορά δε το φυσικό αέριο, αυτό κάλυψε το 25% των συνολικών ενεργειακών αναγκών της χώρας το 2023, με το μεγαλύτερο μέρος να χρησιμοποιείται στην παραγωγή ηλεκτρισμού και στην βιομηχανία. Ενώ καθώς θα αυξάνονται τα δίκτυα φ. αερίου σε πόλεις και περιφέρεια (εδώ), ένα μέρος της κατανάλωσης θα μετατοπίζεται στον οικιακό-εμπορικό τομέα. Στην περίπτωση της χώρας μας, η αναγκαιότητα του φυσικού αερίου ως βασικού συστατικού του ενεργειακού ισοζυγίου είναι αδιαπραγμάτευτη καθώς έρχεται να καλύψει βασικές ανάγκες της οικονομίας και κυρίως να αντικαταστήσει τον λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή, κάτι που ήδη το έχει επιτύχει.

Οι δε άναρθρες κραυγές ορισμένων περιβαλλοντολόγων (άρθρο Θεοδωρή Γεωργακοπούλου στην εφημερίδα Καθημερινή της 30/3 με τίτλο «Ποιοι θέλουν να μας πνίξουν στο Φυσικό Αέριο» - εδώ) ότι οι προγραμματισμένες επενδύσεις εταιρειών σε δίκτυα πόλεων και νέες υποδομές (λχ. FSRUs, υπόγεια αποθήκη φυσικού αερίου στο εξαντληθέν κοίτασμα της Ν. Καβάλας), υποσκάπτουν τους στόχους του ΕΣΕΚ και του οράματος της ΕΕ για περιθωριοποίηση των υδρογονανθράκων μέχρι το 2050, παραβλέπουν τις επιτακτικές ανάγκες της χώρας σε επενδύσεις και εκσυγχρονισμό των ενεργειακών της υποδομών.

Η ίδια λογική ισχύει και για τις έρευνες υδρογονανθράκων νότια της Κρήτης και αλλού τις οποίες καταδικάζει συλλήβδην ο εν λόγω αρθρογράφος της Καθημερινής, αφού, όπως υποστηρίζει, θα συμβάλλουν στην άνοδο των εκπομπών του θερμοκηπίου και άρα στην έλευση του αναπόφευκτου οικολογικού Αρμαγεδδώνα λόγω της ήδη προεξοφληθείσας ανόδου της θερμοκρασίας του πλανήτη (μόνο που πρόσφατα στοιχεία και αναλύσεις έγκριτων επιστημόνων δείχνουν ότι η άνοδος του CO2 δεν επηρεάζει την ελάχιστη αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη, αφού τελευταία στοιχεία έχουν δείξει ότι η αύξηση της θερμοκρασίας συνήθως έπεται αυτής του CO2, σύμφωνα με τους Κουτσογιάννη et al. - βλέπε εδώ).

Στην δε περίπτωση των εν εξελίξει ερευνών τόσο στην Κρήτη όσο και σε άλλες τοποθεσίες στην Δυτική Ελλάδα, η ανακάλυψη εμπορικά εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων αερίου θα συμβάλλουν στην ενεργειακή ασφάλεια της χώρας αλλά και της Ευρώπης. Δεν είναι δε μόνο η Ελλάδα που αυτή την περίοδο διεξάγει έρευνες για υδρογονάνθρακες, αλλά χώρες όπως η Βρετανία, η Ολλανδία, η Νορβηγία, η Κροατία, η Ιταλία, η Ρουμανία, η Αλβανία, κλπ. Σε ό,τι αφορά την χώρα μας, οι εκτιμήσεις είναι ότι θα υπάρξει αρκετό αέριο όχι μόνο να καλύψει 100% των εγχώριων αναγκών αλλά να υπάρξουν και εξαγωγές, συμβάλλοντας αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση του διαχρονικού προβλήματος της Ελλάδας με το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών της. Πράγματα που ασφαλώς δεν απασχολούν καθόλου όσους καταφέρονται κατά των ερευνών και του φυσικού αερίου γενικότερα, αφού το θέμα της οικονομικής ανάπτυξης του τόπου αποτελεί για αυτούς ανάθεμα.

Τέλος, να σημειώσουμε, κάτι που επίσης επιλέγουν να αποσιωπούν οι όψιμοι προστάτες του, έτσι και αλλιώς καταπατημένου και αγρίως βιασθέντος, ελληνικού τοπίου και περιβάλλοντος, είναι ότι η προώθηση του φυσικού αερίου (μαζί με την πυρηνική ενέργεια) αποτελεί Ευρωπαϊκή πολιτική μετά την αναθεώρηση του περίφημου EU Taxonomy τον Ιούλιο 2022. Έτσι, που η χρήση φυσικού αερίου, μαζί με αυτή της πυρηνικής ενέργειας, να προωθούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο στο πλαίσιο της προσπάθειας μείωσης των εκπομπών. Με το φυσικό αέριο να εκπέμπει +50% λιγότερες εκπομπές σε σύγκριση με τον άνθρακα και την πυρηνική ενέργεια στην ηλεκτροπαραγωγή να έχει μηδενικές εκπομπές.