Η άσκηση της γεωργικής δραστηριότητας στην Ελλάδα στοχεύει στην επίτευξη ικανοποιητικού γεωργικού οικογενειακού εισοδήματος, αφού σχεδόν το σύνολο των εγχώριων γεωργικών εκμεταλλεύσεων είναι οικογενειακής μορφής

Τρεις είναι οι προσδιοριστικοί παράγοντες που διαμορφώνουν το γεωργικό οικογενειακό εισόδημα κάθε εκμετάλλευσης: α) οι ενισχύσεις (με εξαίρεση τις ενισχύσεις επί των επενδύσεων), β) η ακαθάριστη αξία παραγωγής (ποσότητα παραγωγής επί τιμή πώλησης) και γ) οι εμφανείς δαπάνες (καταβαλλόμενες δαπάνες και αποσβέσεις). Οι δυο πρώτοι παράγοντες συμβάλλουν προσθετικά και ο τρίτος αφαιρετικά στη διαμόρφωση του εισοδήματος.

Χρησιμοποιώντας τα πλέον πρόσφατα μικροοικονομικά στοιχεία του τηρούμενου δείγματος εκμεταλλεύσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, για τη διετία 2020 και 2021, οι ενισχύσεις της Κοινής Αγροτική Πολιτικής εμφανίζονται να διαμορφώνουν, κατά μέσον όρο, περί το 55% του εισοδήματος των εκμεταλλεύσεων της χώρας. Βέβαια, το ποσοστό αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την παραγωγική εξειδίκευση των εκμεταλλεύσεων. Σε ορισμένες φαίνεται ότι, εάν καταργούνταν οι ευρωπαϊκές ενισχύσεις θα παρουσιαζόταν παύση παραγωγικής δραστηριότητας σε κλάδους όπως οι καλλιέργειες δημητριακών, βαμβακιού, λοιπών αροτραίων καλλιεργειών και εκτροφής βοοειδών κρεοπαραγωγής, αφού οι ενισχύσεις κατά μέσον όρο διαμορφώνουν σχεδόν αποκλειστικά το σύνολο του επιτυγχανόμενου εισοδήματος.

Αντίθετα, παρουσιάζεται μικρή συμμετοχή στη διαμόρφωση του εισοδήματος από τις ευρωπαϊκές ενισχύσεις στις εκμεταλλεύσεις των κλάδων χοιροτροφίας και ορνιθοτροφίας, κηπευτικών, δενδρωδών καλλιεργειών (πλην ελαιοκαλλιέργειας) και αμπελοκαλλιέργειας οινοπαραγωγής. Στους κλάδους αυτούς το εισόδημα διαμορφώνεται κυρίως από την ακαθάριστη αξία παραγωγής, δηλαδή από την αγορά.

Η πρόσθετη βελτίωση του εισοδήματος μέσω της ανόδου της ακαθάριστης αξίας παραγωγής μπορεί να επιτευχθεί μέσω της αύξησης της συμμετοχής των γεωργών σε συλλογικές οργανώσεις, που θα αναλάβουν τη μεταποίηση και εμπορία των γεωργικών προϊόντων. Η επιπλέον προστιθέμενη αξία παραγωγής που θα δημιουργηθεί θα συμβάλει στην αύξηση της τιμής του προϊόντος.

Οι δαπάνες ενέργειας τη διετία 2020 και 2021 αντιστοιχούν περίπου στο 20%-25% του εισοδήματος.

Οσον αφορά τις εμφανείς δαπάνες (που μειώνουν το εισόδημα), κύριος παράγοντας διαμόρφωσής τους είναι η ενέργεια (καύσιμα και ηλεκτρισμός) και οι δαπάνες ζωοτροφών. Οι δαπάνες ενέργειας τη διετία 2020 και 2021 αντιστοιχούν περίπου στο 20%-25% του επιτυγχανόμενου εισοδήματος, κατά μέσον όρο στο σύνολο των εκμεταλλεύσεων της χώρας. Μάλιστα οι τιμές της ενέργειας γνώρισαν την τελευταία τριετία πολύ μεγάλη άνοδο (άνω του 50% μεταξύ Νοεμβρίου 2020 και Νοεμβρίου 2023 – ΕΛΣΤΑΤ). Ακολουθούν σε σημασία οι δαπάνες προμήθειας λιπασμάτων, με ανάλογη αύξηση τιμών κατά την πρόσφατη τριετία.

Ομως, για όλες αυτές τις εισροές που αφορούν την ενδιάμεση κατανάλωση έχει μετρηθεί ότι η τεχνική τους αποτελεσματικότητα ανέρχεται κατά μέσον όρο στις εκμεταλλεύσεις σε περίπου 75%. Δηλαδή προκύπτει σπατάλη κατά μέσον όρο 25% των χρησιμοποιούμενων εισροών, που εάν αντιμετωπιζόταν με την ίδρυση και λειτουργία συστήματος γεωργικών συμβουλών (που δραστηριοποιούνταν στο υπουργείο Γεωργίας πριν από το 1980 ως Υπηρεσία Γεωργικών Εφαρμογών), θα δημιουργούσε συνθήκες σημαντικής μείωσης των δαπανών και αύξησης του εισοδήματος.

*Ο κ. Κωνσταντίνος Τσιμπούκας είναι καθηγητής Γεωργικής Οικονομίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")