Ως γνωστό ο ενεργειακός τομέας αποτελεί  βασικό μοχλό της οικονομίας λόγω του στρατηγικού του ρόλου, και η νέα κυβέρνηση θα βρεθεί αντιμέτωπη με μια σειρά από κρίσιμες επιλογές που θα καθορίσουν τις εξελίξεις για την επόμενη 10ετια. Στην Ευρώπη, και σε λιγότερο βαθμό στην Ελλάδα, η άνευ όρων υιοθέτηση της πράσινης ατζέντας και η σχεδόν καθολική στροφή προς τις ΑΠΕ και τις καθαρές μορφές ενέργειας ήδη αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα τόσο σε επίπεδο πολιτικής όσο και από τεχνικής πλευράς

Σε επίπεδο πολιτικής υπάρχει μια υπόγεια αλλά πολύ σοβαρή διαμάχη με το φυσικό αέριο, και τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε αυτόν τον χώρο, ως προς το μερίδιο που αυτό θα καλύπτει στην τελική ενεργειακή κατανάλωση με άξονα αναφοράς το 2030. 

Σε τεχνικό επίπεδο η υψηλή διείσδυση των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή, όπου το 2022 κάλυψαν σχεδόν το 40%, ενώ έχει συμβεί για ορισμένες ώρες να καλύπτουν το 100% των αναγκών, δημιουργεί προβλήματα συμφόρησης και αστάθειας στο δίκτυο, υποχρεώνοντας τον Διαχειριστή να θέτει εκτός δικτύου ένα μέρος τους προκειμένου να εξασφαλίσει την ομαλή λειτουργία και να αποφύγει black out. Αυτό είναι απαραίτητο προκειμένου οι θερμικές μονάδες να μπορούν να δουλεύουν τουλάχιστον εντός ενός ελάχιστου τεχνικού ορίου καθώς καλύπτουν φορτία βάσης και είναι υπεύθυνες για την ομαλή λειτουργία του συστήματος σε 24ωρη βάση. 

Τα ανωτέρω είναι λίαν ανησυχητικές εξελίξεις και αναδεικνύουν τα ουσιαστικά εμπόδια που έχουν αρχίσει να εμφανίζονται απειλητικά πλέον και, αναπόφευκτα, θα επηρεάσουν αρνητικά την περαιτέρω ανάπτυξη των ΑΠΕ. 

Σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) ένα αρχικό κείμενο του οποίου ανακοινώθηκε τον περασμένο Ιανουάριο από το ΥΠΕΝ, αλλά δεν τέθηκε ακόμα σε δημόσια διαβούλευση μετά από τις αντιδράσεις των εταιρειών. Σύμφωνα με το ανωτέρω σχέδιο του ΕΣΕΚ- το οποίο αποτελεί Ευρωπαϊκή υποχρέωση και συντάσσεται απ' όλα τα κράτη μέλη βάσει προδιαγραφών της ΕΕ - ο στόχος για το ενεργειακό μίγμα για το 2030 προβλέπει γιγάντωση της συμμετοχής των ΑΠΕ με κάλυψη 61%- 65% του ενεργειακού ισοζυγίου και 80% της ηλεκτροπαραγωγής. Μια τέτοια προοπτική αυτόματα περιορίζει αισθητά τον ρόλο του φυσικού αερίου του οποίου η συμμετοχή στην τελική ενεργειακή κατανάλωση αλλά και στην ηλεκτροπαραγωγή μοιραία συρρικνώνεται κάτω από το 5% και 17% αντίστοιχα.

Οι εταιρείες φυσικού αερίου αρνούνται να δεχθούν μια τέτοια εξέλιξη και κάνουν λόγο για εμπαιγμό τους από την κυβέρνηση την στιγμή που σε συνεννόηση με το ΥΠΕΝ έχουν δρομολογήσει σοβαρές επενδύσεις αφού μέσα στην επόμενη πενταετία τρέχουν έργα υποδομών συνολικής αξίας € 5 δισ. (βλέπε FSRU τέρμιναλς, επέκταση και αναβάθμιση δικτύων, νέοι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής, νέοι διασυνοριακοί αγωγοί, υπόγεια αποθήκη στην Ν. Καβάλα κ.λπ.) Έτσι το θέμα της αναθεώρησης του ΕΣΕΚ έχει αναδειχθεί σε μείζον θέμα πολιτικής με την νέα κυβέρνηση να καλείται να ανακαλύψει την χρυσή τομή ανάμεσα στις ΑΠΕ και το φυσικό αέριο. Αρά επείγει να βρεθεί μια αξιόπιστη συμβιβαστική λύση, με πρόβλεψη πρόσθετων επενδύσεων σε υδρογόνο και βιοαέριο/ βιομεθάνιο και μετά να τεθεί το ΕΣΕΚ σε δημόσια διαβούλευση.

Επίσης, επείγει η ολοκλήρωση του ειδικού χωροταξικού σχεδίου με σαφείς προβλέψεις για την οριοθέτηση χώρων για εγκαταστάσεις μονάδων ΑΠΕ, ταυτόχρονα με την αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό του ηλεκτρικού δικτύου, με εισαγωγή power electronics, ώστε να μπορεί να διαχειριστεί την αυξημένη παραγωγή από ΑΠΕ. Χωρίς τη ριζική βελτίωση του ηλεκτρικού δικτύου θα είναι αδύνατη η αύξηση διείσδυσης των ΑΠΕ τόσο στο ηλεκτροπαραγωγικό μείγμα όσο και στο συνολικό ενεργειακό ισοζύγιο. Με περισσότερα από 10,3 GW εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ σήμερα, εξαιρουμένων των μεγάλων υδροηλεκτρικών, χωρίς τον εκσυγχρονισμό του ηλεκτρικού δικτύου που θα επιτρέψει και την εισαγωγή και διαχείριση συστημάτων αποθήκευσης (από αντλησιοταμίευση και μπαταρίες), δεν υπάρχει περίπτωση αυτή να διπλασιαστεί μέχρι το 2030, όπως οραματίζεται η κυβέρνηση και επιθυμούν οι εταιρείες. 

Ακόμα χειρότερη είναι η κατάσταση στον ΔΕΔΔΗΕ αφού ο μέσο- μακροπρόθεσμος σχεδιασμός του συστήματος και η αναβάθμιση του χωλαίνει χωρίς την συλλογή και ανάλυση στοιχείων που μόνο οι έξυπνοι μετρητές μπορούν να προσφέρουν. Η εγκατάσταση των οποίων όμως είναι προς το παρόν αδύνατη με το σίριαλ των αποτυχημένων διαγωνισμών να συνεχίζεται

Μία ακόμα προτεραιότητα, ιδίως για τους βιομηχανικούς καταναλωτές, είναι η προώθηση διμερών συμβολαίων πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας, τα οποία θεωρούνται πλέον απαραίτητο εργαλείο για την αντιστάθμιση κινδύνου των καταναλωτών, καθώς εγγυώνται μια σταθερή τιμή ηλεκτρικής ενέργειας που επιτρέπει τον κατάλληλο προγραμματισμό των λειτουργικών εξόδων μιας επιχείρησης. 

Επίσης, η κυβέρνηση, στο πλαίσιο της στρατηγικής για την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας, θα πρέπει να επανεξετάσει την παράταση λειτουργίας της λιγνιτικής μονάδας «Πτολεμαΐδα V» έως το 2040, με εφαρμογή συστημάτων CCUS, όπως ακριβώς πράττει η Γερμανία. Η συνέχιση της λειτουργίας της, πέρα από το προβλεπόμενο σήμερα 2028, θα αποτρέψει την απαξίωση μιας μεγάλης επένδυσης, θα εξασφαλίσει τη συνέχιση της λειτουργίας τμήματος των ορυχείων και άρα τη διατήρηση του λιγνίτη ως εφεδρικού καυσίμου.

Τέλος, η επιτάχυνση των ερευνών υδρογονανθράκων θα αναδειχθεί σε μείζον διακύβευμα εν όψει της επερχόμενης παγκόσμιας «στενότητας» στην προμήθεια αργού και φυσικού αερίου και του νέου διεθνούς περιβάλλοντος υψηλών τιμών που προμηνύεται. Τα χρονικά περιθώρια για την ολοκλήρωση των ερευνών στις παραχωρήσεις σε Ιόνιο και πέριξ της Κρήτης έχουν στενέψει επικίνδυνα και η κυβέρνηση θα πρέπει να πιέσει τις εταιρείες με στόχο την έναρξη του γεωτρητικού προγράμματος εντός του 2024. Η πιθανή ανακάλυψη σημαντικών ποσοτήτων αερίου στην Ελληνική ΑΟΖ θα δώσει νέα ώθηση στην οικονομία, θα ενισχύσει σοβαρά την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας αλλά και θα αναβαθμίσει το γεωπολιτικό της εκτόπισμα.