Ουάσιγκτον και Πεκίνο εμφανίζονται έτοιμοι να επανέλθουν στην κανονικότητα μετά την ιστορική συνάντηση των Ντόναλντ Τραμπ και Σι Ζινπίνγκ στη Σεούλ. Καθώς οι δύο Πρόεδροι συμφώνησαν στην αποκλιμάκωση της έντασης σε μία σειρά τομέων, ιδιαίτερο ενδιαφέρον υπάρχει για το ζήτημα της ενέργειας. Οι ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαίου και LNG, ενώ η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας των καυσίμων, γεγονός που υπό κανονικές συνθήκες θα συνεπαγόταν τη μεταξύ τους συνεργασία. Εντούτοις, οι εντεινόμενοι περιορισμοί των ΗΠΑ έχουν αναγκάσει την Κίνα να μειώσει δραματικά την έκθεσή της στους αμερικανικούς υδρογονάνθρακες και να αναζητήσει εναλλακτικούς προμηθευτές.
Εντός αυτού του πλαισίου, η σημερινή συμφωνία Τραμπ και Σι μπορεί να επιφέρει μικρές αλλαγές, ωστόσο δύσκολα θα αλλάξει τις ισορροπίες. Όπως ανέφερε στη μακροσκελή ανάρτησή του στο Truth Social ο Πρόεδρος Τραμπ: «Η Κίνα συμφώνησε, επίσης, να ξεκινήσει τη διαδικασία αγοράς αμερικανικής ενέργειας. Μάλιστα, μία πολύ μεγάλη συναλλαγή θα υλοποιηθεί πιθανώς για την αγορά πετρελαίου και [φυσικού] αερίου από τη σπουδαία πολιτεία της Αλάσκα. Οι Κρις Ράιτ, Νταγκ Μπέργκαμ, και οι αντίστοιχες ομάδες ενέργειας θα συναντηθούν ώστε να δουν αν μία τέτοια ενεργειακή συμφωνία μπορεί να διαμορφωθεί.»
Λίγες ώρες αργότερα, ο Υπουργός Ενέργειας των ΗΠΑ, Κρις Ράιτ, επιβεβαίωσε τα λεγόμενα του Τραμπ σε τηλεοπτική του συνέντευξη, εξηγώντας πως η αμερικανική βιομηχανία υδρογονανθράκων είναι έτοιμη να καλύψει το κενό που θα δημιουργήσουν οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας στις προμήθειες της Κίνας. Παράλληλα, ο Ράιτ δήλωσε πως αναμένει τις οδηγίες του Λευκού Οίκου ώστε να ταξιδέψει στην Κίνα και να οριστικοποιήσει τις σχετικές συμφωνίες εντός των επόμενων εβδομάδων.
Η συνέντευξη του Αμερικανού Υπουργού Ενέργειας των ΗΠΑ, Κρις Ράιτ, στο κανάλι του Bloomberg:
Παρά το θετικό κλίμα που κυριαρχεί σήμερα κατόπιν της εν πολλοίς επιτυχημένης συνάντησης, οι αναλυτές εκτιμούν πως η Κίνα δεν έχει ιδιαίτερα κίνητρα να αλλάξει ριζικά την ενεργειακή πολιτική της. Τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα παραμένουν φθηνότερα των αμερικανικών, κυρίως χάρη στις κυρώσεις των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Παράλληλα, το Πεκίνο δεν χρειάζεται να ανταγωνιστεί άλλες μεγάλες αγορές για αυτές τις προμήθειες, ειδικά αν η Ινδία συμφωνήσει να περιορίσει τις δικές της εισαγωγές ρωσικών υδρογονανθράκων. Επιπροσθέτως, η μεταφορά των φορτίων μεταξύ Ρωσίας και Κίνας είναι πολύ πιο άμεση και ασφαλής, καθώς μπορεί να πραγματοποιηθεί τόσο μέσω των χερσαίων αγωγών, όσο και του θαλάσσιου εμπορίου.
Πέραν αυτών, η ενεργειακή στρατηγική της Κίνας βασίζεται στο δόγμα της αυτάρκειας και της απεξάρτησης από έναν συγκεκριμένο προμηθευτή. Δυστυχώς για την Ουάσιγκτον, οι ΗΠΑ έχουν πολλάκις αποδείξει την αναξιοπιστία τους ως εταίρος, ενώ η έλλειψη προβλεψιμότητας κατά την τρέχουσα διακυβέρνηση Τραμπ αποτελεί ένα μεγάλο μειονέκτημα όσον αφορά το Πεκίνο. Εξάλλου, ο ίδιος ο Αμερικανός Πρόεδρος συχνά δηλώνει πως η Κίνα είναι η μεγαλύτερη απειλή για τις ΗΠΑ, μία προσέγγιση που ενστερνίζονται πολλοί Αμερικανοί πολιτικοί και από τα δύο κόμματα. Ως εκ τούτου, είναι εξαιρετικά απίθανο πως η κινεζική κυβέρνηση θα διακινδυνεύσει τις ενεργειακές προμήθειές της υπογράφοντας μεγάλες συμφωνίες για την αγορά ορυκτών καυσίμων από τις αμερικανικές εταιρείες. Αντιθέτως, το πιο πιθανό είναι η εισαγωγή ορισμένων “συμβολικών ποσοτήτων”, ώστε να κατευναστεί μεσοπρόθεσμα ο Τραμπ.