Οι εκλογές του Ιουνίου πιθανότατα να ξεκαθαρίσουν γρήγορα το πολιτικό τοπίο στη χώρα. Οποια και να είναι όμως η σύνθεση της επόμενης κυβέρνησης, η ελληνική διπλωματία θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει αλλάξει δραματικά τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ και της Ε.Ε.

Η ρωσική εισβολή έχει αναβαθμίσει τον ρόλο της Ελλάδας στην περιοχή, διπλωματικά και στρατιωτικά. Η Αθήνα δύναται να έχει λόγο πλέον για τη νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο. Το μεγάλο ερώτημα είναι τι θα γίνει με την Τουρκία και τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες της.

Αν σκοπός μας είναι η πλήρης και οριστική επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, οι προσδοκίες κινδυνεύουν να διαψευστούν οικτρά. Η τουρκική εξωτερική πολιτική αντανακλά βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις. Δεν είναι υπόθεση ενός ανδρός, ακόμη και αν είναι παντοδύναμος. Από την άλλη, η μείωση της έντασης στο Αιγαίο έχει μια μικρή δυναμική που δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Η σταδιακή εξομάλυνση των διμερών σχέσεων είναι μια ρεαλιστική επιδίωξη υπό δύο προϋποθέσεις. Η πρώτη είναι η ενεργή εμπλοκή της Ε.Ε. που μπορεί να προσφέρει την προοπτική μιας καλά δομημένης σχέσης συνεργασίας με την Τουρκία. Η άλλη πλευρά πρέπει να έχει αρκετά σημαντικά κίνητρα για να επαναπροσδιορίσει τη στάση της έναντι της Αθήνας. Αντιθέτως, η διαμεσολάβηση της Ουάσιγκτον ίσως περιπλέξει την κατάσταση επειδή οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις βαρύνονται από άλλες διαφορές (π.χ. S-400).

Η δεύτερη προϋπόθεση είναι η έμφαση να δοθεί σχεδόν αποκλειστικά στον διαμοιρασμό της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Η συμφωνία Ισραήλ – Λιβάνου έδειξε ότι ακόμη και εχθρικές χώρες μπορούν να βρουν αμοιβαία επωφελείς λύσεις σε ζητήματα που δεν άπτονται της κρατικής κυριαρχίας.

Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν ορίζεται αποκλειστικά από την προβληματική μας σχέση με την Τουρκία. Η ελληνική υποψηφιότητα για τη θέση του μη μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, την περίοδο 2025-26, μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική αναβάθμιση της χώρας σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο. Σωστά η Αθήνα έχει θέσει ως προτεραιότητες την ειρηνική επίλυση διαφορών, την κλιματική κρίση και τη θαλάσσια ασφάλεια.

Αν επιτευχθεί ο εθνικός στόχος της εκλογής στο Συμβούλιο Ασφαλείας, η ελληνική πλευρά θα κληθεί να αναπτύξει θέσεις για ζητήματα που ξεφεύγουν συχνά της προσοχής της. Η λίστα πιθανόν να περιλαμβάνει την ένταση στα στενά της Ταϊβάν, την αστάθεια στην Κεντρική Ασία μετά την επιστροφή των Ταλιμπάν και τους εμφύλιους πολέμους στην Υποσαχάρια Αφρική.

Επίσης, η Αθήνα χρειάζεται να διαχειριστεί και μια σειρά από επείγοντα ζητήματα που δημιουργούν αστάθεια στα Δυτικά Βαλκάνια. Η υπόθεση Μπελέρη πρέπει να οδηγήσει σε αναθεώρηση της ήπιας στάσης της Αθήνας έναντι της κυβέρνησης Ράμα. Σε αντίθετη περίπτωση, η ελληνική μειονότητα θα υποστεί μεγαλύτερες διώξεις και αποκλεισμούς. Επιπρόσθετα, η ελληνική διπλωματία θα έχει το δύσκολο έργο να ασχοληθεί με το ζήτημα της αναγνώρισης του Κοσόβου, τις αποσχιστικές τάσεις που υπάρχουν στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και την αντιπαράθεση ανάμεσα σε Σόφια και Σκόπια.

Ταυτόχρονα υπάρχουν νέοι κίνδυνοι και ευκαιρίες νοτίως της Ελλάδας. Η ντε φάκτο διάλυση της Λιβύης αποσταθεροποιεί την Κεντρική Μεσόγειο λόγω της παρουσίας μεγάλων δικτύων διακίνησης ανθρώπων και ισλαμιστικών οργανώσεων. Από τη στιγμή που το δυτικό τμήμα της χώρας έχει εξελιχθεί σε δορυφόρο της Αγκυρας, η ελληνική πλευρά νομιμοποιείται να συνεχίσει να αναπτύσσει τις σχέσεις της με τις Αρχές της Βεγγάζης χωρίς αμφιθυμία. Η περαιτέρω ενδυνάμωση της αμυντικής σχέσης με το Ισραήλ πρέπει να παραμείνει βασικός στόχος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Νέα ώθηση αξίζει να δοθεί στην ενεργειακή συνεργασία με την Αίγυπτο, το Κατάρ και τη Σαουδική Αραβία. Ετσι η Ελλάδα θα είναι παρούσα στις μεγάλες ενεργειακές εξελίξεις που δρομολογούνται μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Τα τελευταία χρόνια έγινε μια προσπάθεια να αναπτυχθούν οι σχέσεις της Ελλάδας με την Ινδία. Πρόκειται για χώρα-πυλώνα στη νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στην περιοχή του Ινδικού-Ειρηνικού. Η Αθήνα μπορεί ακόμη να προσεγγίσει την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα που παραμένουν μεγάλες οικονομικές και τεχνολογικές δυνάμεις. Τέλος, η Αθήνα χρειάζεται να ενισχύσει τις σχέσεις της με χώρες της Αφρικής που λειτουργούν ως περιφερειακές δυνάμεις (π.χ. Αιθιοπία, Νότια Αφρική).

Η Ελλάδα οφείλει να ασκεί μια «έξυπνη» διπλωματία που να αυξάνει συνεχώς την επιρροή της στο διεθνές και περιφερειακό σύστημα. Το μέλλον της Ελλάδας είναι στην εξωστρέφεια και την οικουμενικότητα.

*Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Reader in International Security στο King’s College London. Το βιβλίο του «Αποτροπή και Αμυνα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")