των χρηστών στο πραγματικό κόστος σύνδεσης, τα τελευταία χρόνια. Η πρόταση εστάλη εγγράφως από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο του ΔΕΔΔΗΕ, Τάσο Μάνο, προς την Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ).
Στην επιστολή επισημαίνεται πως ο ισχύων τιμοκατάλογος για τις συνδέσεις καταναλωτών παραμένει αμετάβλητος από το 2007, παρά το γεγονός ότι ο Κώδικας Διαχείρισης του Δικτύου προβλέπει τη δυνατότητα για ετήσια αναπροσαρμογή του. Ο ΔΕΔΔΗΕ υποστηρίζει ότι η μη αναθεώρηση έχει οδηγήσει σε αυξανόμενη επιβάρυνση του συνόλου των καταναλωτών, μέσω των τελών χρήσης του δικτύου, προκειμένου να καλυφθεί το κόστος των νέων συνδέσεων.

Όπως δείχνουν τα απολογιστικά στοιχεία της περιόδου 2022–2024, η ανάκτηση του κόστους σύνδεσης μέσω της συμμετοχής των καταναλωτών βαίνει διαρκώς μειούμενη. Συγκεκριμένα, από 84% το 2022, σε 78% το 2023 και μόλις 67% το 2024, με τη συνολική μείωση να αγγίζει το 17% από το 2023.
Οι μεγαλύτερες απώλειες εντοπίζονται σε αστικές περιοχές με υπόγεια δίκτυα, αλλά και στην επαρχία, όπου το κόστος κατασκευής είναι υψηλότερο. Ο ΔΕΔΔΗΕ αποδίδει τη διαφορά κόστους-χρεώσεων κυρίως στην αύξηση του εργολαβικού κόστους και των υλικών, οι τιμές των οποίων έχουν προσδιοριστεί μέσω δημόσιων διαγωνισμών.
Με στόχο την αποκατάσταση των οικονομικών ισορροπιών, ο Διαχειριστής προτείνει την υιοθέτηση αναθεωρημένων χρεώσεων που, όπως αναφέρει, δεν θα καλύπτουν το σύνολο του κόστους σύνδεσης, αλλά θα επιτρέπουν την ανάκτηση του 90% από τους καταναλωτές.
Ο νέος αναλυτικός τιμοκατάλογος συνοδεύει την επιστολή και προβλέπει αυξήσεις τόσο για τις συνδέσεις Χαμηλής όσο και για τις συνδέσεις Μέσης Τάσης.
Σε ό,τι αφορά τις συνδέσεις Μέσης Τάσης, ο ΔΕΔΔΗΕ τονίζει την ανάγκη αναθεώρησης της μεθοδολογίας υπολογισμού των τελών. Όπως επισημαίνει, η σύνθετη φύση των παραμέτρων που επηρεάζουν το τελικό κόστος καθιστά απαραίτητη την εκπόνηση νέου συστήματος επιμερισμού, το οποίο θα υποβληθεί στη ΡΑΑΕΥ προς έγκριση εντός εννέα μηνών. Έως τότε, ο Διαχειριστής προτείνει ως μεταβατική λύση, οι καταναλωτές Μέσης Τάσης να καταβάλλουν το 50% του κόστους σύνδεσης, βάσει του ισχύοντος συστήματος συμμετοχών και του επικαιροποιημένου τιμοκαταλόγου, με εξαίρεση του κόστους μετρητή, που θα καλύπτεται στο σύνολό του από τον καταναλωτή.