κυρίως λόγω των σοβαρών επιπτώσεων στην προμήθεια αερίου με συνεπακόλουθο τις ιδιαίτερα υψηλές τιμές, που ως γνωστό κορυφώθηκαν τον Αύγουστο του 2022 (με το TTF να εκτοξεύεται στα €345/ MWh).
Οι συμπληγάδες μέσα από τις οποίες πέρασε η ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας το τελευταίο διάστημα ήταν φυσικό να εγείρουν μια σειρά από καίρια ερωτήματα και διλήμματα ως προς την μελλοντική πορεία της βιομηχανίας φυσικού αερίου. Κοινός παρονομαστής του προβληματισμού είναι ο στρατηγικός ρόλος που καλείται να παίξει το φυσικό αέριο ως προς την ενεργειακή ασφάλεια, αφού αποτελεί καθοριστικό στοιχείο του ενεργειακού μείγματος τόσο στην ηλεκτροπαραγωγή όσο και στην συνολική ενεργειακή ζήτηση, και ταυτόχρονα την σύμπλευση του με τους στόχους της ενεργειακής μετάβασης όπως αυτοί έχουν τεθεί από την Συμφωνία των Παρισίων ( 2015) και έχουν εξειδικευθεί από την ΕΕ.
Με τους εκπροσώπους της βιομηχανίας να υποστηρίζουν ότι το φυσικό αέριο, λόγω των πολύ χαμηλών εκπομπών του και των δυνατοτήτων ενταφιασμού των (βλέπε τεχνολογία CCUS), πρέπει να θεωρείται όχι μόνο ένα καύσιμο μετάβασης αλλά απαραίτητο ως βασικό καύσιμο που μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά (καλύπτοντας φορτία βάσης στην ηλεκτροπαραγωγή και πρώτη ύλη στην βιομηχανία) στην επίτευξη του NetZero. Με αλλά λόγια μέσω της κατάλληλης προσαρμογής των υποδομών το φυσικό αέριο θα μπορεί να συνεχίσει να χρησιμοποιείται ως βασικό καύσιμο μέχρι το 2050 μειώνοντας παράλληλα το ανθρακικό του αποτύπωμα.
Αυτό μπορεί να επιτευχθεί αφ´ενός μέσω της μεταφοράς υδρογόνου μέσα από τα δίκτυα αερίου και, αφ’ ετέρου μέσω της μεγαλύτερης χρήσης LNG αφού υπάρχουν πλέον οι τεχνικές δυνατότητες για σημαντική μείωση των εκπομπών τόσο στην παραγωγή του (δηλ. στο liquefaction) όσο και στην μεταφορά και αεριοποίηση του. Με την αγορά LNG να εκτιμάται ότι μέχρι το 2030 θα έχει υπερσκελίσει αυτή των αγωγών. Ήδη η παγκόσμια παραγωγή LNG το 2022 ήταν αρκετά αυξημένη σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια ( + 600 bcma πέρυσι σε σύγκριση με 516 bcma το 2021) ενώ ήδη διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση των τιμών σε Ευρώπη και Ασία. Εξακολουθεί όμως να καλύπτει ένα μικρό σχετικά ποσοστό (υπολογίζεται στο 15%) του συνολικά διακινούμενου παγκοσμίως αερίου.
Καταληκτικά, οι περισσότεροι παράγοντες της βιομηχανίας αερίου συμφωνούν ότι τέσσερις (4) είναι σήμερα οι παράγοντες που οδηγούν (main drivers) την Ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου.
- Η συνεχιζόμενη πολιτική πίεση για αποδέσμευση της ευρωπαϊκής αγοράς από εισαγωγές Ρωσικού αερίου. Και ενώ δεν υπάρχει σχετική απαγόρευση (όπως ισχύει στην περίπτωση του πετρελαίου και του άνθρακα) εν τούτοις υπάρχει Ευρωπαϊκός στόχος για μηδενισμό των εισαγωγών μέχρι το 2030, ενώ το 2022 οι εισαγωγές από την Gazprom μειώθηκαν σημαντικά και εκτιμάται ότι κάλυψαν λιγότερο από το 20% των Ευρωπαϊκών αναγκών, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια που ήσαν 40%. Ο λόγος για τις συνεχιζόμενες εισαγωγές είναι ότι τρέχουν ακόμα αρκετά μακροπρόθεσμα συμβόλαιο με Ευρωπαϊκές εταιρείες με αρκετά από αυτά να λήγουν την περίοδο 2025-2028
- Ο αυξανόμενος ρόλος του LNG που το χρόνο που πέρασε κάλυψε σχεδόν το 45% της συνολικής ζήτησης αερίου στην Ευρώπη ,σε σύγκριση με προηγούμενα χρόνια που είναι ζήτημα εάν συμμετείχε με ένα 20% Εν όψει μάλιστα της σημαντικής επέκτασης και αναβάθμισης των υποδομών αποθήκευσης και αεριοποίησης LNG στην Ευρώπη το τελευταίο διάστημα, το καύσιμο αυτό αναμένεται ότι πολύ σύντομα θα καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος προμήθειας αερίου.
- Η συνεχιζόμενη προσπάθεια για απανθρακοποίηση (decarbonisation) του ενεργειακού συστήματος στην Ευρώπη με έμφαση τις ΑΠΕ βάσει των γνωστών υπέρ φιλόδοξων στόχων της ΕΕ. Εδώ υπάρχει σαφές πρόβλημα αφού καταβάλλεται συστηματική προσπάθεια από συγκεκριμένους κύκλους και κέντρα ( πολιτικής) εξουσίας για την υποβάθμιση και ει δυνατόν περιθωριοποίηση του φ.αερίου ως βασικού καυσίμου.
- Η προσπάθεια για αντικατάσταση ενός σοβαρού ποσοστού του χρησιμοποιούμενου σήμερα αερίου με εναλλακτικά καύσιμα όπως το υδρογόνο και το βιομεθάνιο. Με το τελευταίο να μπορεί με αξιώσεις να αντικαταστήσει το αέριο σε πολλές περιπτώσεις λόγω του σοβαρού περιθωρίου που υπάρχει σήμερα στην Ευρώπη για εγχώρια παραγωγή. Σύμφωνα με τους στόχους του REPowerEU θα πρέπει μέχρι το 2030 να παράγονται 35 bcma βιομεθανίου πράγμα που θα δώσει μια σημαντική ώθηση στην βιομηχανία φ.αερίου σχεδόν σε όλες τις χώρες της ΕΕ, ιδίως όπως η Ελλάδα που εξακολουθεί να έχει αξιόλογη αγροτική παραγωγή.