Μπορεί οι πρόσφατες εκτιμήσεις του Δ.Ν.Τ από την Ουάσινγκτον να μην είναι οι πλέον αισιόδοξες για την εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας τα επόμενα δύο με τρία χρόνια προβλέποντας μια μάλλον χαλαρή ανάπτυξη σχεδόν στο 2.8% για εφέτος και 3.0% για το 2024

δηλαδή αρκετά κάτω από παλαιότερες πλέον ανοδικές προβλέψεις, (δηλ.3.4% ανάπτυξη για την παγκόσμιο οικονομία που ήταν η περυσινή εκτίμηση του IMF) όμως δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η οικονομία του πλανήτη εισέρχεται σε ύφεση. Κάθε άλλο αφού οι μεγάλες οικονομίες εκτός Ο.Ο.Σ.Α, ιδίως η Κίνα και η Ινδία, θα συνεχίσουν απτόητες την οικονομική τους ανάπτυξη πλην όμως με χαμηλότερους ρυθμούς.

Την διαφοροποίηση αυτή την βλέπουμε καθαρότερα εάν εξετάσουμε τα δεδομένα για την διεθνή αγορά πετρελαίου. Σύμφωνα με την τελευταία μηνιαία έκθεση του ΙΕΑ (Απρίλιος 2023) η παγκόσμια ζήτηση για αργό το 2023 θα αυξηθεί κατά 2.0 εκατ. βαρέλια/ ημέρα, δηλαδή + 2.0%, σπρώχνοντας την συνολική παγκόσμια παραγωγή στα 101.9 εκατ. βαρ/ημέρα και οδηγώντας την αγορά σε παγκόσμιο ιστορικό υψηλό. Ναι μεν η αυξητική τάση σε σύγκριση με το 2022 είναι ελαφρώς χαμηλότερη αφού τον περασμένο χρόνο είχαμε + 2.3%, όμως κατά την διάρκεια του 2022 η παγκόσμιος οικονομία αναπτύσσετο στους post covid ρυθμούς με αυτή να έχει επανέλθει σε πλέον ομαλή πορεία το Α εξάμηνο του 2023. Ισχυρός ανασταλτικός παράγων στην αναπτυξιακή δυναμική αναδεικνύεται ο μεγάλος πληθωρισμός με αυτόν μεν να υποχωρεί σε διεθνές επίπεδο στο 7.0%, από το υψηλό 8.7% του 2022, σύμφωνα με στοιχεία του IMF, αλλά να εξακολουθεί να κινείται σε υψηλά επίπεδα.

Παρά τα ανωτέρω ενθαρρυντικά στοιχεία για την παγκόσμια πετρελαϊκή ζήτηση, οι αγορές εξακολουθούν να ανησυχούν για την πορεία της οικονομίας η οποία εν μέσω έντονων γεωπολιτικών αναταράξεων (βλέπε πόλεμο στην Ουκρανία που έχει εισέλθει στο 2 έτος, εμφύλιος στο Σουδάν και στην Σομαλία, έντονη τρομοκρατική δραστηριότητα στην Δυτική Αφρική και Ιράκ-Συρία με επανεμφάνιση του ISIS) και της συνεχιζόμενης τραπεζικής κρίσης στις ΗΠΑ κάθε άλλο παρά στέλνει ενθαρρυντικά σήματα περί απρόσκοπτης ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας και του εμπορίου. Στα ανωτέρω θα πρέπει να προσθέσουμε και την αυξανόμενη αντιπαλότητα μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας τόσο σε πολιτικό όσο και σε αμυντικό επίπεδο. Με σημείο τριβής την Ταιβάν και τις μόνιμες βλέψεις του Πεκίνου περί απόλυτου ελέγχου της Κινεζικής αυτής επαρχίας, είναι εξαιρετικά δύσκολο ότι τελικά θα μπορέσει να αποφευχθεί μελλοντικά μια νέα πολεμική αναμέτρηση. Κάτι που θα περιπλέξει ακόμα περισσότερο το παγκόσμιο γεωπολιτικό περιβάλλον.

Στον μάλλον διπολικό κόσμο που γρήγορα οδηγούμεθα, με την γεωπολιτικά κοντή Ευρώπη να αδυνατεί να ορθώσει ανάστημα, και την Ρωσία να εισέρχεται άκων άκουσα στο Κινεζικό οικονομικό και αμυντικό άρμα, η τροφοδοσία της παγκόσμιας οικονομίας με ενεργειακές πρώτες ύλες αποκτά νέα σημασία. Με τα ορυκτά ενεργειακά καύσιμα να καλύπτουν το 82% της παγκόσμιας ενεργειακής κατανάλωσης (στοιχεία 2021 από το BP statistical review) είναι προφανές ότι το παιχνίδι για την εξασφάλιση πρώτων υλών αφορά κυρίως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο αλλά και τις σπάνιες γαίες λόγω του κρίσιμου ρόλου τους στον ενεργειακό μετασχηματισμό που παρατηρείται (αύξηση της συμμετοχής καθαρών πηγών ενέργειας στο παγκόσμιο ισοζύγιο, διείσδυση ηλεκτροκίνησης στις μεταφορές κλπ).

Η ανέλπιστη προσέγγιση τον περασμένο μήνα μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας, με την διαμεσολάβηση του Πεκίνου, είναι ενδεικτική των νέων ισορροπιών και συμμαχιών που θα προκύψουν στον παγκόσμιο γεωπολιτικό χάρτη υπό την πίεση των εξελίξεων. Με κοινό παρονομαστή την αυξανόμενη δυσπιστία τους, εάν όχι απόλυτη απογοήτευση τους, έναντι της ακολουθούμενης πολιτικής των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή και ευρύτερα, σήμερα χώρες όπως το Ιράν και η Σ. Αραβία και αύριο άλλες ( λχ Ιράκ, Κατάρ, Νιγηρία, Αλγερία κλπ) σπεύδουν να επανατοποθετηθούν διαβλέποντας ένα μάλλον δυστοπικό παγκόσμιο περιβάλλον. Πρωταρχική τους μέριμνα η ενίσχυση του ρόλου τους ως βασικών προμηθευτών πετρελαίου και φ. αερίου.

Στο ανωτέρω πλαίσιο τοποθετείται και η απόφαση του OPEC+ στις 2/4 για σημαντική μείωση της παραγωγής (κατά 1.6 εκατ. βαρ/ημέρα) η οποία όμως έτυχε λανθασμένης ανάγνωσης από την Ουάσινγκτον. Με το καρτέλ να υποστηρίζει ότι η μείωση της παραγωγής ήτο απαραίτητη για λόγους εξισορρόπησης της αγοράς και τον πρόεδρο Τζο Μπάντεν να κατηγορεί την Σαουδική Αραβία και τους συμμάχους της για κερδοσκοπικά παιχνίδια.

Την στιγμή που υπό την πίεση της « ενεργειακής μετάβασης» και της αποκομιδής κερδών (profit taking) κυρίως από τις δυτικές πετρελαϊκές, οι επενδύσεις για την έρευνα και ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων την τελευταία 6ετια ( 2016-20121) υποχώρησαν σημαντικά (- 40%) σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο ( 2010-2015) υπάρχει θέμα ως προς την βιωσιμότητα του παγκόσμιου παραγωγικού συστήματος τα επόμενα χρόνια. Ένα ακόμα σημείο ανησυχίας και προβληματισμού καθώς οι μικρότερες επενδύσεις σε αυτόν τον τομέα μοιραία οδηγούν σε χαμηλότερη παραγωγή τα επόμενα χρόνια και άρα μπορεί να οδηγήσουν σε ακόμα μεγαλύτερη πίεση την παγκόσμιο αγορά υδρογονανθράκων με παρακινδυνευμένη οποιαδήποτε πρόβλεψη για το ποσό υψηλά μπορεί τελικά να οδηγηθούν οι τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.