Όπως έγινε γνωστό την περασμένη εβδομάδα, η ΔΕΗ θα χρειαστεί  να έχει σε λειτουργία μέχρι το 2025 το σύνολο των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων και ενισχυμένο μάλιστα με τα 660 MW της νέας μονάδας «Πτολεμαΐδα 5», για να συμβάλει στην επάρκεια του συστήματος καθώς δεν διαφαίνεται νωρίτερα έξοδος από την ενεργειακή κρίση. 

Το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) με μία νέα απόφασή του, που υπογράφει ο γενικός διευθυντής Κωνσταντίνος Δημόπουλος, παρατείνει τη λειτουργία του ΑΗΣ Μελίτη και των μονάδων 3 και 4 του Αγίου Δημητρίου έως τις 31/12/2025. Οι τρεις αυτές μονάδες δεν είχαν συμπεριληφθεί στην προηγούμενη απόφαση του ΥΠΕΝ το 2021 και θα έπρεπε να αποσυρθούν το αργότερο έως το 2023. Να θυμίσουμε ότι το 2021 με απόφασή του το ΥΠΕΝ είχε εγκρίνει παράταση λειτουργίας έως το 2025 των λιγνιτικών μονάδων Μεγαλόπολη IV, Αγιος Δημήτριος I, II και V, καθώς και των τριών μονάδων του πετρελαϊκού σταθμού ΑΗΣ Αθερινόλακκου στην Κρήτη.

Για τον ΑΗΣ Μελίτη η απόφαση προβλέπει 30.832 ώρες λειτουργίας που ξεκινούν να υπολογίζονται από την 1η Αυγούστου 2021 έως και τις 31/12/2025. Για το ίδιο διάστημα οι δύο μονάδες του Αγ. Δημητρίου (3 και 5) θα έχουν 32.707 ώρες λειτουργίας. Εκτός από την υποστήριξη του Εθνικού Συστήματος, η απόφαση προβλέπει ότι οι συγκεκριμένες λιγνιτικές μονάδες μπορούν να τεθούν και σε στρατηγική εφεδρεία. Η απόφαση επιβάλλει, επίσης, οριακές τιμές εκπομπών ρύπων, σύμφωνα με τις οποίες εξασφαλίζεται, όπως αναφέρεται, το υφιστάμενο επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος.

Ουσιαστικά, η απόφαση δίνει τη δυνατότητα πλήρους αξιοποίησης του λιγνιτικού δυναμικού της ΔΕΗ για να μην αντιμετωπίσει προβλήματα το ηλεκτρικό σύστημα της χώρας σε περίπτωση ανάγκης, αφού ως γνωστό οι λιγνιτικές μονάδες παρέχουν το μεγαλύτερο μέρος του φορτίου βάσης, το οποίο είναι απαραίτητο για να λειτουργήσουν οι μεταβλητές ΑΠΕ.  Ως γνωστό η κυβέρνηση έχει ήδη δώσει οδηγίες στη διοίκηση της ΔΕΗ από τον περασμένο Απρίλιο για διπλασιασμό της λιγνιτικής παραγωγής με στόχο και τη συγκράτηση των τιμών, αφού η κρίση έχει καταστήσει το φυσικό αέριο ακριβότερο καύσιμο από τον λιγνίτη. Όμως παράγοντες της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, μιλώντας στο energia.gr, αμφισβητούν ευθέως την δυνατότητα της Επιχείρησης να αυξήσει άνω του 20-25% την παραγωγή λιγνίτη σε πρώτο στάδιο, καθότι η διοίκηση της ΔΕΗ δεν έχει προχωρήσει σε νέες προσλήψεις , ενώ ο χώρος των μεταλλείων έχει απαξιωθεί με την αποχώρηση χιλιάδων εργαζομένων τα τελευταία 3 χρόνια.

Έτσι οι μεν υφιστάμενες μονάδες έλαβαν «συγχωροχάρτι» παράτασης για τρία ακόμη χρόνια, αλλά το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Επιχείρηση είναι η αύξηση της  λιγνιτικής παραγωγής η οποία δεν πρόκειται να συμβεί από τη μία μέρα στην άλλη εάν δεν υπάρξει μία γενικότερη κινητοποίηση εντός και εκτός ΔΕΗ. Όμως κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται ακόμα.

Σε κάθε περίπτωση, το ηλεκτρικό σύστημα της χώρας αναμένεται να ενισχυθεί περαιτέρω και με την ένταξη σε δοκιμαστική λειτουργία της νέας λιγνιτικής μονάδας Πτολεμαΐδα 5, η οποία μέχρι και το πολύ πρόσφατο παρελθόν αποτελούσε πονοκέφαλο για τις διοικήσεις της ΔΕΗ, αφού η λειτουργία της σε κανονικές συνθήκες θα ήταν ζημιογόνος. Η διοίκηση του κ. Γιώργου Στάσση μάλιστα είχε σχεδιάσει τη «ταχυδακτυλουργική» μετατροπή της το 2025 με καύσιμο φυσικό αέριο. Διέξοδο στο πρόβλημα «Πτολεμαΐδα 5» έδωσε η ενεργειακή κρίση που τη μετέτρεψε από ζημιόγονο σε επικερδή για τη ΔΕΗ. Η μονάδα έχει μπει ήδη σε δοκιμαστική λειτουργία και θα παραμείνει για όλη τη χειμερινή περίοδο, στηρίζοντας το σύστημα όταν υπάρχει ανάγκη μέχρι να ξεκινήσει η εμπορική λειτουργία της κάπου μέσα στο δεύτερο τρίμηνο του 2023.

Παρά τα όσα ισχυρίζεται η διοίκηση της ΔΕΗ ότι η παράταση της λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων δεν ανατρέπει τον σχεδιασμό της Επιχείρησης για απολιγνιτοποίηση και ελάχιστα επηρεάζει την ανάπτυξη των έργων ΑΠΕ της εταιρείας στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, ενεργειακοί αναλυτές εκτιμούν ότι εκ των πραγμάτων η ΔΕΗ θα αναγκαστεί να παρατείνει την χρήση του μεγαλύτερου μέρους του λιγνιτικού ηλεκτροπαραγωγικού της δυναμικού τουλάχιστον μέχρι το 2030, προκειμένου το ηλεκτρικό σύστημα της χώρας να μπορέσει να ανταποκριθεί στο ολοένα και αυξανόμενο φορτίο των ΑΠΕ.