Οι νέες κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας που τέθηκαν σε ισχύ από την προηγούμενη εβδομάδα κυριαρχούν στην επικαιρότητα και απασχολούν τόσο τις διεθνείς αγορές πετρελαίου, όσο και τους αναλυτές

Η επιβολή πλαφόν στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου και η απαγόρευη μεταφοράς του δια θαλάσσης που είχαν αποφάσισαν Ε.Ε και G7 και αποσκοπούν να θέσουν «κόφτη» στο μηχανισμό άντλησης εσόδων της Μόσχας από τις εξαγωγές αργού, δημιούργησε ένα νέο γύρο διαταραχών στον εφοδιασμό. Το μποτιλιάρισμα δεκάδων τάνκερς στα Στενά του Βοσπόρου είναι μία από αυτές. Όπως έχει επισημάνει με σχετική αρθρογραφία του το energia.gr, όλο το προηγούμενο διάστημα, αυτή η εξέλιξη θα έπρεπε, κανονικά, να πυροδοτήσει ένα νέο άλμα των τιμών του αργού μόλις λίγες εβδομάδες αφότου το καρτέλ Opec+ αιφνιδίασε την αγορά όταν ανακοίνωσε μια πρωτοφανή μείωση της προσφοράς του κατά 2 εκατ. βαρέλια ημερησίως έως το 2023, ποσότητα που ισοδυναμεί με μείωση ύψους 2%.

Παρά ταύτα,  η τιμή του συμβολαίου Brent, του διεθνούς benchmark, για παραδόσεις Ιανουαρίου διαμορφώνεται από το πρωί στα 76,53 δολάρια ανά βαρέλι, που αποτελεί νέο χαμηλό για το 2022.

Τί μπορεί να έχει συμβεί;

Όπως αναφέρουν σε άρθρο τους οι Financial Times, αφενός, η ρωσική προσφορά παραμένει ισχυρή,  τόσο υψηλή όσο ποτέ άλλοτε στη διάρκεια του έτους, σύμφωνα με εκτιμήσεις της OilX, εταιρεία που παρακολουθεί τις κινήσεις στις αγορές πετρελαίου, σε παγκόσμιο επίπεδο. Όπως εξηγεί κορυφαίος αναλυτής της, οποιαδήποτε μείωση της προσφοράς θα γίνει ορατή μόνο μετά το πρώτο τρίμηνο του 2023.

Αφετέρου, η αρχική αίσθηση ότι οι περικοπές της παραγωγής του Opec+ θα είχαν πραγματικό αντίκτυπο στην αγορά, δεν επιβεβαιώθηκε. Όταν ανακοινώθηκε η αιφνιδιαστική απόφαση του διεθνούς καρτέλ, ο Λευκός Οίκος υπονόησε ότι η Σαουδική Αραβία είχε συμμαχήσει με την Ρωσία σε έναν παγκόσμιο ενεργειακό πόλεμο και ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας  (ΙΕΑ) κατηγόρησε τον OPEC+ ότι θέτει σε κίνδυνο την παγκόσμια οικονομία.

Όμως, ενώ ο πληθωρισμός που οφείλεται στην ενέργεια εξακολουθεί να αποτελεί πρόβλημα στις δυτικές οικονομίες, οι τελευταίες πέντε εβδομάδες δείχνουν ότι η κίνηση της ομάδας Opec+ αποδείχτηκε, τελικά, μια πολύ έξυπνη κίνηση.

(Καμπύλη μείωσης τιμών πετρελαίου το 2022. Πηγή: FT.com) 

Οι τιμές του πετρελαίου όχι μόνο δεν πήραν την ανιούσα αλλά περιήλθαν σε ένα πτωτικό σπιράλ, έτσι ώστε να επιβεβαιώνοντας σε μγάλο βαθμό το επιχείρημα του Σαουδάραβα υπουργού Ενέργειας, πρίγκιπα Αμπντουλαζίζ μπιν Σαλμάν, ότι προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος μιας γενικής επιβράδυνσης των ρυθμών ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας, απαιτούνται προληπτικές περικοπές της παραγωγής πετρελαίου για να ανακοπεί η απότομη πτώση της αγοράς. Η απόφαση για διατήρηση της παραγωγής του  Opec+ στα ίδια επίπεδα, που ελήφθη την περασμένη Κυριακή, εντάσσεται ακριβώς στην ίδια πολιτική κατεύθυνση.

Αν συνυπολογίσει  κανείς ότι οι πραγματικές περικοπές της παραγωγής ήταν μικρότερες από τα 2 εκατ. βαρέλια ημερησίως, εν μέρει επειδή ορισμένοι παραγωγοί, όπως η Αγκόλα και η Νιγηρία, πασχίζουν να πετύχουν τις ποσοστώσεις τους, τότε η πραγματική περικοπή φθάνει στο 1 εκατ. βαρέλια ημερησίως, ήτοι, σημαντική μεν, αλλά όχι σε βαθμό που να κάνει την επιθυμητή διαφορά.

Τέλος, οι ανησυχίες για τη ζήτηση υπερβαίνουν τους φόβους που επικρατούν για την προσφορά. Ύστερα από μήνες ανησυχίας για τις διαταραχές στην προσφορά, οι traders επικεντρώνονται τώρα στους φόβους για παγκόσμια ύφεση, καθώς οι επιπτώσεις από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση διαχεόνται σε ένα ολοένα και πιο ευρύτερο φάσμα οικονομικών δραστηριοτήτων και οι κεντρικές τράπεζες επιλέγουν την αύξηση του κόστους του χρήματος ως εργαλείο για να ελέγξουν τις πληθωριστικές πιέσεις.

Η προσοχή έχει στραφεί στην Κίνα και τις ΗΠΑ, δηλαδή, τους δύο μεγαλύτερους καταναλωτές ενέργειας στον κόσμο. Η πολιτική μηδενικής κατανάλωσης της Κίνας και η αποδυνάμωση της οικονομίας της, σημαίνουν ότι η συνολική κατανάλωση πετρελαίου στην ασιατική χώρα θα είναι φέτος, χαμηλότερη από το 2021, σύμφωνα με τον ΙΕΑ, και θα είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι παρόμοιο αυτόν τον αιώνα.

Αλλά και στις ΗΠΑ όπου η ύφεση φαίνεται πως μπορεί, τελικά, να αποφευχθεί, η ζήτηση για πετρέλαιο είναι υποτονική. Είναι χαρακτηριστικό ότι η κατανάλωση υγρών καυσίμων, για αυτή την εποχή του έτους,  έχει να βρεθεί τόσο χαμηλά όσο φέτος, μόνο μία φορά τις τελευταίες δύο δεκαετίες: το 2020 όταν ξέσπασε η πανδημία του Covid-19. Είναι χαρακτηριστικό ότι η συνολική ζήτηση πετρελαίου στις ΗΠΑ δεν έχει φθάσει ακόμη στην προ-Covid εποχή.

Εν τούτοις, οι προβλέψεις για το προς τα πού θα κατευθυνεί η αγορά πετρελαίου το επόμενο έτος δεν είναι ολωσδιόλου απαισιόδοξες. Οι τιμές θα μπορούσαν, πάντα, να ανακάμψουν. Σε αυτό συνηγορεί η επικείμενη άνοδος της ζήτησης στην Κίνα, η επιστροφή από την πολυετή υποεπένδυση της προσφοράς, ακόμη και ο τερματισμός της πολιτικής πωλήσεων από τα στρατηγικά αποθέματα των ΗΠΑ - εφόσον τα futures του WTI υποχωρήσουν κάτω από τα 70 δολάρια ανά βαρέλι (σήμερα, Δευτέρα, 12 Δεκεμβρίου 2022, κινούνται στην περιοχή των 71,59 δολαρίων ανά βαρέλι).

Το παρελθόν υποδηλώνει ότι μας περιμένει ένα έτος υψηλότερων τιμών στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, συμπεραίνουν οι αναλυτές.

(Δείτε σχετικό video των Financial Times στον ακόλουθο σύνδεσμο: https://next-media-api.ft.com/renditions/16699142126830/1280x720.mp4)