Το χθεσινό ναυάγιο της συνάντησης των υπουργών ενέργειας στις Βρυξέλλες όπου για μια ακόμα φορά δεν υπήρξε συμφωνία για τον μηχανισμό καθορισμού ανώτατης τιμής στο φυσικό αέριο, είναι ενδεικτικό του νοσηρού κλίματος που επικρατεί τους τελευταίους μήνες στην Κομισιόν. Ένα περιβάλλον κάθε άλλο από υποστηρικτικό για την εξεύρεση μιας λύσης έτσι που να μπορεί να υπάρξει μια τιθάσευση στις τιμές αερίου που όπως έδειξαν οι τελευταίοι μήνες μπορεί εύκολα να εκτοξευθούν σε πολύ υψηλά επίπεδα. Να θυμίσουμε ότι τον περασμένο Αύγουστο, υπό την πίεση των εξελίξεων στην αγορά ιδίως μετά την παύση λειτουργίας του αγωγού Nord Stream, η τιμή

φυσικού αερίου στο μηνιαίο συμβόλαιο στο Ολλανδικό TTF, που αποτελεί το σημείο αναφοράς της ευρωπαϊκής αγοράς, εκτοξεύθηκε στα € 349,87 / MWh ενώ σήμερα αυτό διαπραγματεύεται στο επίπεδο των € 125 -€ 130 ευρώ την μεγαβατώρα.

Η Ελλάδα και 14 άλλες χώρες της ΕΕ επιθυμούν διακαώς να επιβληθεί ένα ανώτατο όριο στις πλατφόρμες διαπραγμάτευσης φυσικού αερίου, τα γνωστά gas trading hubs (πέρα του TTF λειτουργούν σήμερα δέκα τέτοιες πλατφόρμες σε όλη την Ευρώπη) έτσι ώστε να μπει ένας φραγμός σε κερδοσκοπικές κινήσεις που ωθούν τις τιμές στα ύψη. Όμως για λόγους που έχουμε με λεπτομέρεια εξηγήσει μέσα από αρθρογραφία μας στο Energia.gr και αλλού (εδώ) η επιβολή πλαφόν δεν είναι πρακτικώς εφικτή γιατί μπορεί να επιφέρει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα ενισχύοντας τις ανοδικές πιέσεις και απειλώντας την ίδια της ασφάλεια προμήθειας.

Αφού εάν οι τιμές καθορισθούν σε χαμηλά επίπεδα υπάρχει ο κίνδυνος τα φορτία LNG, που παίζουν ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο στην ενεργειακή τροφοδοσία της Ευρώπης, να κατευθυνθούν προς άλλους προορισμούς, κυρίως στην Ασία, όπου θα εξασφαλίσουν υψηλότερες τιμές. Δημιουργώντας έτσι κενό στην ενεργειακή προμήθεια και οδηγώντας μοιραία σε ελλείψεις στην αγορά. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που προβάλλουν Γερμανία και Ολλανδία που αντιδρούν σφόδρα στην επιβολή πλαφόν.

Όπως παρατηρούσαν γνωστοί παράγοντες της αγοράς φ.αερίου, που συμμετείχαν στο πρόσφατο ετήσιο συνέδριο του ΙΕΝΕ στην Αθήνα (εδώ), η επιδίωξη και η στρατηγική για τον έλεγχο των τιμών στο φυσικό αέριο, μέσω της εισαγωγής πλαφόν στην Ευρωπαϊκή αγορά, κινείται σε λάθος κατεύθυνση και θα πρέπει να αναζητηθούν άλλοι εξ ίσου αποτελεσματικοί τρόποι.

Εξάλλου οι κίνδυνοι από την επιβολή πλαφόν θα έχουν τεράστιο αρνητικό οικονομικό αντίκτυπο σε πολλές εταιρείες που συμμετέχουν στη αγορά όπως προειδοποιεί το ICE(εδώ), ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης και διαχειριστής των πλατφορμών διαπραγμάτευσης, ο οποίος υπολογίζει ότι οι εταιρείες θα χρειαστεί να εξασφαλίσουν επιπλέον χρηματοδότηση της τάξης των € 33 δισεκ.προκειμένου να καλύψουν τα αυξημένα περιθώρια (margins) διαπραγμάτευσης και που είναι υποχρεωμένες να καταθέσουν ως εγγύηση (collateral) Μια τέτοια προοπτική είναι λογικό να δημιουργήσει τεράστια αναστάτωση στην αγορά και να οδηγήσει σε χρηματοπιστωτικό στρίμωγμα.

Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που αντιδρούν οι εταιρείες στην επιβολή ενός αυθαίρετου πλαφόν.

Όμως μια πλέον αποτελεσματική προσέγγιση στο ακανθώδες θέμα ελέγχου των τιμών, παρατηρούν οι ανωτέρω παράγοντες, θα ήταν η επέμβαση στην ίδια την αγορά μέσω της εισαγωγής δικλείδων ασφαλείας.Δηλαδή, η δημιουργία μηχανισμού που θα παρακολουθεί συνεχώς την διαπραγμάτευση και θα μπορεί να την σταματήσει προσωρινά εάν διαπιστώσει μεγάλες αποκλίσεις (λχ 15% η 20% και άνω) που θα έχουν προκαθοριστεί βάσει της μέχρι σήμερα εμπειρίας και βάσει ενός κοινά αποδεκτού μαθηματικού τύπου. Έτσι θα δινόταν ένα μήνυμα στους παίκτες οι οποίοι θα υποχρεωνόντουσαν να επανεξετάσουν τις θέσεις τους. Με την αγορά να επιστρέφει σε χαμηλότερα επίπεδα,κοινώς να «κουλάρει».

Μέχρι την επόμενη συνάντηση των υπουργών ενέργειας της ΕΕ, που έχει οριστεί για τις 13/12, η Κομισιόν έχει τον απαραίτητο χρόνο να ετοιμάσει εναλλακτικές, και πλέον ρεαλιστικές, προτάσεις επί των οποίων θα πρέπει να τοποθετηθούν οι κυβερνήσεις των κρατών μελών. Μέχρι τότε η μάχη του «πλαφόν» θα συνεχίζεται.