Εάν κάτι έγινε πασιφανές από την παρούσα ενεργειακή κρίση είναι ο στρατηγικός ρόλος που διαδραματίζει το φυσικό αέριο και η τεράστια επίπτωση του στην διαμόρφωση των τιμών ηλεκτρισμού. Με αποτέλεσμα όταν παρατηρούνται υψηλές τιμές αερίου όπως σήμερα - που παρά το γεγονός ότι αυτές έχουν αποκλιμακωθεί στα €100/ΜWh εξακολουθούν να είναι επτά με οκτώ φορές ποιο ακριβές από το Α Τρίμηνο του 2021- οι χονδροεμπορικές τιμές του ηλεκτρισμού να εκτοξεύονται και αυτές αργά η γρήγορα να επηρεάζουν τον καθορισμό των λιανικών τιμών

Με αποτέλεσμα τόσο η Ελληνική όσο και άλλες Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις με κίνδυνο στρέβλωσης της αγοράς να επεμβαίνουν στην λειτουργία της με τεράστιες επιδοτήσεις (επιβαρύνοντας τον κρατικό προϋπολογισμό) ώστε να προστατεύσουν τους καταναλωτές και να αποφύγουν κοινωνική εξέγερση.

Στην δε οργάνωση και δομή της αγοράς φυσικού αερίου, όπως έγινε οδυνηρά αντιληπτό στην τρέχουσα συγκυρία, πολύ μεγάλο ρόλο παίζουν οι υπόγειες αποθήκες φυσικού αερίου αφού προσφέρουν ασφάλεια και ευελιξία στην λειτουργία του όλου συστήματος. Με τις αποθήκες να γεμίζουν παραδοσιακά κατά την διάρκεια του θέρους, και έτσι όταν έρχεται ο χειμώνας, όποτε υπάρχουν αυξημένες ανάγκες κατανάλωσης, αυτές προσφέρουν ένα μαξιλάρι στη τροφοδοσία σε περίπτωση διακοπής της ροής ( όπως συχνά συμβαίνει λόγω καιρικών συνθηκών) και εξασφαλίζουν την ασφαλή και απρόσκοπτη λειτουργία του όλου συστήματος τροφοδοσίας.

Η Ελλάδα είναι από τις ελάχιστες χώρες στην ΕΕ που δεν έχει υπόγειες αποθήκες αερίου παρά το γεγονός ότι διαθέτει πλέον ένα εκτεταμένο σύστημα κυρίως αγωγών, κλάδων και δικτύων αερίου (υπολογίζεται σε περισσότερα από 5000 χλμ) και έχει αυξημένη κατανάλωση που το 2021 έφθασε τα 7,0 δισεκ. κυβ. μέτρα. Και ενώ η ανάγκη για την δημιουργία υπόγειων αποθηκευτικών χώρων για την φύλαξη αερίου είχε διαπιστωθεί ήδη από το 2008/2010 διαδοχικές κυβερνήσεις δεν έπραξαν απολύτως τίποτε δια την διασφάλιση της ορθής λειτουργίας του εθνικού συστήματος φυσικού αερίου. Με αποτέλεσμα η χώρα να κινδυνεύσει σε αρκετές περιπτώσεις να μείνει από αέριο λόγω αυξημένων αναγκών η έκτακτων καιρικών συνθηκών.

Ενώ η αδυναμία δια-εποχιακής αποθήκευσης αερίου συμβάλλει στην δημιουργία ανοδικών τάσεων στις τιμές.

Και ενώ την περίοδο 2011/2012 υπήρξε στο τραπέζι μια ολοκληρωμένη και πλήρως χρηματοδοτούμενη από ιδιωτικά κεφάλαια πρόταση της παραχωρησιούχου εταιρείας του κοιτάσματος στον Πρίνο και Νότια Καβάλα, της Energean, η κυβέρνηση κατά παρέκκλιση και αθέτηση της συμφωνίας εκμετάλλευσης, αλλά υπό την αφόρητη πίεση της τότε τρόικας οικονομικής κατοχής, αναγκάσθηκε ( μπορούσε για λόγους εθνικού συμφέροντος να είχε αρνηθεί) να μεταφέρει την κυριότητα του εξαντληθέντος κοιτάσματος αερίου της Νότιας Καβάλας ( που αποτελεί ιδεώδη χώρο για την δημιουργία μόνιμης υπόγειας αποθήκης αερίου) στο ΤΑΙΠΕΔ. Με τον εν λόγω οργανισμό, μη διαθέτοντας την απαραίτητη τεχνογνωσία και δρώντας πολλές φορές ενάντια στο εθνικό συμφέρον ( αφού ουσιαστικά ελέγχεται από ξένα κέντρα εξουσίας), να μην έχει το παραμικρό ενδιαφέρον να προχωρήσει στην αξιοποίηση του στρατηγικού αυτού έργου.

Επιτέλους και μετά από πολλές προσπάθειες εδόθη το 2018 ξεκάθαρη εντολή στο ΤΑΙΠΕΔ, μετά επτά χρόνια αδιαφορίας, να προχωρήσει σε διαγωνισμό για την αξιοποίηση της υπόγειας γεωλογικής δομής στην Νότια Καβάλα και την μετατροπή της σε μόνιμη υπόγεια δεξαμενή αερίου. Με την επένδυση τότε να εκτιμάται στα € 400 εκατ. ευρώ. Μετά από μια οδύσσεια γραφειοκρατικών εμπλοκών ο διαγωνισμός προκηρύχθηκε επιτέλους το 2020 με την ΡΑΕ παράλληλα να ολοκληρώνει τον κανονισμό λειτουργίας και τιμολόγησης της υπόγειας αποθήκης. Σήμερα, το έργο καρκινοβατεί κυριολεκτικά, παρά το γεγονός ότι έχουν προκύψει δυο σοβαρά επενδυτικά σχήματα ( Energean και η κοινοπραξία ΔΕΣΦΑ-ΤΕΡΝΑ) με συνεχείς παρατάσεις να δίδονται για την ημερομηνία κατάθεσης δεσμευτικών προσφορών.

Το σχέδιο της δημιουργίας Υπόγειας Αποθήκης Φυσικού Αερίου, Πηγή φωτογραφίας: energean.com


Εν τω μεταξύ το κόστος της επένδυσης εκτιμάται από τις εταιρείες ότι έχει ξεπεράσει το € 1,0 δισεκ. αφού ένα μεγάλο μέρος αυτής αναλογεί στο κόστος για τον μόνιμο όγκο αερίου (το γνωστό cushion gas) που απαιτείται να υπάρχει αποθηκευμένο ανα πάσα στιγμή. Με τις επικρατούσες πλέον υψηλές τιμές του αερίου έχει επιβαρυνθεί σημαντικά το επενδυτικό κόστος και άρα τα χρηματο-οικονομικά δεδομένα και οι όροι αποπληρωμής της επένδυσης έχουν αλλάξει άρδην. Για αυτό η προτεινόμενη από την ΡΑΕ ανάκτηση κόστους μόνο κατά 50%, από τις υπηρεσίες αποθήκευσης και διαχείρισης της αποθήκης, βρίσκουν κάθετα αντίθετους τους επενδυτές οι οποίοι και δηλώνουν πλέον αδυναμία να αναλάβουν ένα πολυδάπανο έργο στο οποίο κινδυνεύουν να βρεθούν οικονομικά εγκλωβισμένοι. Με την ΡΑΕ να προτάσσει το κοινωνικό συμφέρον με στόχο να αποφευχθεί μία υπέρμετρη χρέωση των καταναλωτών η μόνη λύση που απομένει είναι η κυβερνητική παρέμβαση για την εξασφάλιση Ευρωπαϊκών κονδυλίων ώστε ένα μέρος της επένδυσης ( της τάξης των € 400 με € 500 εκατ.) να καλυφθεί από κρατική επιδότηση. Πράγμα απαραίτητο αφού στην ουσία αφορά μια βασική ενεργειακή υποδομή εθνικής ( και ευρωπαϊκής) σημασίας.

Το ερώτημα όμως παραμένει κατά ποσό η σημερινή κυβέρνηση, που έχει άμεση και καθημερινή επαφή με τα Ευρωπαϊκά κέντρα εξουσίας,έχει αντιληφθεί την τεράστια εθνική σημασία της ύπαρξης και λειτουργίας υπόγειας αποθήκης αερίου και θα κινηθεί ανάλογα και με την απαιτούμενη ταχύτητα ώστε να εξασφαλιστεί η αναγκαία οικονομική υποστήριξη από την ΕΕ και να μπορέσει να υλοποιηθεί επιτέλους το έργο. Σήμερα είναι ιδεώδης χρόνος για την προώθηση του έργου αφού, εν μέσω ενεργειακής κρίσης, έχει ανοίξει η ευρωπαϊκή κάνουλα χρηματοδοτήσεων και επιδοτήσεων προς κάθε κατεύθυνση με στόχο την ενίσχυση των ενεργειακών υποδομών σε όλες τις χώρες. Η κυβέρνηση οφείλει να εκμεταλλευθεί την σημερινή θετική συγκυρία.