Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις 20 Ιουλίου να προτείνει στα κράτη μέλη να μειώσουν από την 1η Αυγούστου την κατανάλωση φυσικού αερίου κατά 15% στο πλαίσιο αντιμετώπισης της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης, πέραν του ότι πρόκειται να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην ηλεκτροδότηση και στην βιομηχανία- και ήδη έχουν υπάρξει σοβαρές αντιδράσεις από πολλές χώρες συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας- είναι ενδεικτική του πανικού που έχει καταλάβει την ανώτατη ιεραρχία της Κομισιόν. Και ασφαλώς δεν είναι το μόνο δύσκολο να εφαρμοστεί μέτρο από αυτά που έχει θέσει σε εφαρμογή 

και συμπεριλαμβάνονται στα επτά πακέτα κυρώσεων που έχει επιβάλει μέχρι σήμερα η ΕΕ κατά της Ρωσίας, μετά την εισβολή της τελευταίας στην Ουκρανία.

Απώτερος στόχος ο στραγγαλισμός της Ρωσικής οικονομίας με την στέρηση εσόδων από ενεργειακές εξαγωγές προς την Ευρώπη, αφού αυτή εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την Ρωσία για την ενέργεια που καταναλώνει (40% από φ. αέριο σε ετήσια βάση, 25% από πετρέλαιο και 40% από άνθρακα). Η λογική της ΕΕ είναι ότι η πλήρης ενεργειακή ανεξαρτητοποίηση από την Ρωσική ενέργεια θα επιφέρει ένα βαρύ οικονομικό πλήγμα στην Μόσχα υποχρεώνοντας τον Πρόεδρο Πούτιν να υποχωρήσει άτακτα στο θέμα της Ουκρανίας.

Όμως η ανωτέρω λογική και στόχευση στερείται ρεαλισμού αφού δεν λαμβάνεται καθόλου υπ’ όψη η ότι η Ρωσία παραμένει βασικός ενεργειακός παραγωγός σε πλανητικό επίπεδο, προμηθεύοντας το 28% της παγκόσμιας ενεργειακής κατανάλωσης, και, άρα, δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα να εξεύρει εναλλακτικές αγορές όσο και εάν αυτό τής δημιουργεί προσωρινά κάποια προβλήματα. Επιπλέον, με τα παράλογα χρονικά περιθώρια που έχει θεσμοθετήσει η ΕΕ για αντικατάσταση του Ρωσικού αερίου (λ. χ. 100 δισεκ. κυβ. μέτρα μέχρι το τέλος του 2022) καταφεύγοντας σε αθρόες εισαγωγές υγροποιημένου φ. αερίου (LNG), σχεδόν +75 % σε σχέση με το 2021, οδηγεί τις τιμές στα ύψη και, ουσιαστικά, ανταλλάσσει μια μορφή εξάρτησης με μια άλλη, αφού το μεγαλύτερο μέρος των επιπλέον ποσοτήτων LNG οι οποίες έχουν κατευθυνθεί στις διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες προέρχονται από τις ΗΠΑ.

Παρά το γεγονός ότι αρκετές χώρες έχουν ήδη αποκοπεί, οικειοθελώς ή μη, από το Ρωσικό αέριο (πχ. Πολωνία, Βουλγαρία, Φινλανδία κ. ά.) ενώ άλλες, όπως η Ελλάδα, έχουν μειώσει αισθητά τις εισαγωγές τους, η Ρωσία θα εξακολουθήσει να καλύπτει τις ανάγκες των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών έτσι που μέχρι το τέλος του έτους εκτιμάται ότι η Gazprom θα προμηθεύσει την Ευρώπη με περίπου 75 δισεκ. κυβ. μ. από τα 153 δισεκ. κυβ. μ. που την προμήθευσε το 2021.

Είναι λογικό και επόμενο, στο πλαίσιο της παρούσας διένεξης μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας, το Κρεμλίνο να μετέρχεται κάθε θεμιτού και μη μέσου με στόχο την οικονομική και πολιτική αποσταθεροποίηση της Ευρώπης. Και ασφαλώς η ενέργεια σε όλες της τις μορφές έχει εργαλειοποιηθεί πλήρως όπως είδαμε ξεκάθαρα τις τελευταίες εβδομάδες με την περίπτωση του αγωγού Nord Stream 1 και την τεράστια αβεβαιότητα που δημιούργησε η επαναλειτουργία του ή μη, ωθώντας τις τιμές σε πρωτόγνωρα ύψη.

Τελικά οι βιαστικά ληφθείσες και πρόχειρα σχεδιασθείσες από την ΕΕ κυρώσεις πλήττουν περισσότερο την οικονομία της Ευρώπης και πολύ λιγότερο την Ρωσία αφού, με την αύξηση των τιμών, τα έσοδα της δεύτερης από ενεργειακές εξαγωγές έχουν αυξηθεί υπέρμετρα ενώ το ρούβλι έχει ισχυροποιηθεί παγκοσμίως. Με όπλο την ενέργεια, ο Πρόεδρος Πούτιν, άριστος γνωστής του γεωπολιτικού γίγνεσθαι και έχοντας κυριολεκτικά αναστήσει την καταρρέουσα επί Γιέλτσιν ενεργειακή βιομηχανία, φαίνεται τελικά ότι επιβάλλει τους δικούς του όρους μέσω της αύξησης των διεθνών τιμών ενεργειακών πρώτων υλών οδηγώντας την ευρωζώνη - και όχι μόνο - σε ύφεση και το δυτικό πολιτικό σύστημα σε αποσταθεροποίηση, έτσι ώστε αργά ή γρήγορα να σύρει την κυβέρνηση του Κιέβου σε διαπραγματεύσεις υπό τους δικούς του όρους.

Η Ευρώπη, έχοντας μειώσει την εγχώρια παραγωγή αερίου κατά 88% τα τελευταία 40 χρόνια, και απόλυτα εξαρτώμενη από εισαγωγές πετρελαίου (κατά 95%) με παράλληλη μείωση της δίκης της παραγωγής άνθρακα, είναι ενεργειακά γυμνή. Γι’ αυτό και επηρεάζεται τόσο άμεσα από τις υψηλές διεθνείς τιμές ενέργειας αδυνατώντας να χαράξει την δική της ενεργειακή πολιτική με στόχο την ασφαλή και ανταγωνιστική σε τιμές καταναλωτή ενέργεια. Η στόχευση για μεγιστοποίηση της εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ και η πανάκριβη εισαγωγή υδρογόνου στο ενεργειακό σύστημα δεν πρόκειται ως δια μαγείας να λύσουν το ενεργειακό πρόβλημα της Ευρώπης ούτε να εγγυηθούν συνεχή ροή και χαμηλού κόστους ενέργεια.

Εναπόκειται στην πολιτική ηγεσία της ΕΕ, αφού πρώτα απαλλαγεί από τις πράσινες προκαταλήψεις της και τα μεσσιανικά οράματα της περί δημιουργίας ηπείρου με μηδενικούς ρύπους μέχρι το 2050 (την στιγμή που ο υπόλοιπος πλανήτης θα εξακολουθεί να καταναλώνει σε μεγάλο βαθμό ορυκτά καύσιμα), να διαμορφώσει ένα ρεαλιστικό πλαίσιο για την μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της Γηραιάς Ηπείρου, που σήμερα ξεπερνά το 60%. Σήμερα προέχει η ενδυνάμωση της Ευρωπαϊκής ενεργειακής ασφάλειας μέσω της αξιοποίησης όλων ανεξαιρέτως των πηγών ενέργειας, συμβατικών και μη (δηλ. ορυκτά καύσιμα, ΑΠΕ, πυρηνικά και ενεργειακή αποδοτικότητα). Με την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας να λαμβάνει άμεση προτεραιότητα έναντι της αντιμετώπισης της Κλιματικής Αλλαγής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα πρέπει να εγκαταλειφθούν οι μέχρι σήμερα προσπάθειες. Σε κάθε περίπτωση, οι ΑΠΕ αποτελούν ένα απόλυτα χρήσιμο κεφάλαιο συνεισφέροντας ήδη το 16 % της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης της ΕΕ (στοιχείa Eurostat 2021).