Η Ευρώπη ξέχασε πολύ εύκολα τις συνέπειες της ενεργειακής εξάρτησής της από το πετρέλαιο, τη δεκαετία του ’70. Βέβαια, σήμερα είναι το φυσικό αέριο που κυριαρχεί στο τοπίο της ηλεκτροπαραγωγής και της θέρμανσης αλλά δεν παύει να αποτελεί εξίσου ολιγοπωλιακή αγορά, όπως ακριβώς και εκείνη του αργού πριν από σχεδόν πενήντα χρόνια. Ο εφησυχασμός

και η αμετροέπεια της ευρωπαϊκής πολιτικής ελίτ είναι αυτή που εκτίναξαν στην τροπόσφαιρα τις τιμές της ενέργειας, γονατίζουν τους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών και απειλούν την οικονομία της Ε.Ε. με μακροχρόνιο στασιμοπληθωρισμό. Τα τελευταία στοιχεία έφεραν τις τιμές της ενέργειας να έχουν αυξηθεί ακόμη και πάνω από 500% από το μέσο όρο τους της τελευταίας δεκαετίας, όταν οι πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του '70 δεν τις είχαν αυξήσει ποτέ πάνω από τα επίπεδα του 100%. 

Αρκούσε όμως και μια τόσο «ταπεινή» αύξηση για να ξεχαρβαλώσει τα οικονομικά συστήματα της Γηραιάς ηπείρου. Θυμίζουμε ότι στην πετρελαϊκή κρίση εκείνης της περιόδου, η τιμή του πετρελαίου τετραπλασιάστηκε στο πρώτο τρίμηνο μετά την επιβολή του εμπάργκο του OPEC κατά των ΗΠΑ για την υποστήριξη που παρείχαν στο Ισραήλ μετά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, το 1973. Η Ουάσιγκτον θεώρησε, τότε, ότι το χαμένο μερίδιο αγοράς θα έπληττε οικονομικά τους παραγωγούς πετρελαίου. Οι τελευταίοι όμως επέλεξαν να αντισταθμίσουν την απώλεια του μεριδίου τους στην αγορά, αυξά νοντας κατακόρυφα τις τιμές τους.

Σήμερα, το κόστος αντιμετώπισης της πολυδιάστασης κρίσης, που εδράζεται στη βασική πηγή ενέργειας που καταναλώνει η Ευρώπη, το φυσικό αέριο, εκτιμάται ότι θα είναι πολλαπλάσιο εκείνου που αντιμετώπισαν οι ευρωπαϊκές οικονομίες, φυσικά και η ελληνική, εκείνη την εποχή. Θα είναι δε πολλαπλάσιο πέραν των θεμελιωδών χαρακτηριστικών της κρόισης και για ένα άλλο λόγο. Επειδή, η χαλαρή, σε σημείο αβελτηρίας, αντιμετώπιση της κατάστασης εν τη γενέσει της, εκτός από την παντελή λήψη πρόνοιας για την πρόληψή της, οδήγησε τους πολλούς να συμπεράνουν, ήδη από τις αρχές του περασμένου φθινοπώρου, ότι η κρίση είναι παροδική και συγκυριακή και πως θα αντιμετωπιζόταν εύκολα με την απλή άσκηση επιδοματικής πολιτικής στα τιμολόγια της ενέργειας.

Μερικούς μήνες αργότερα, η τακτική του τζίτζικα έχει τιμωρηθεί με πολύ σκληρό τρόπο. Οι αναλυτές που συνείσφεραν στο να κρατήσουν υπνωτισμένη την Ευρώπη «ξύπνησαν» και τώρα αναθεωρούν τάχιστα τις εκτιμήσεις τους. Μαζί τους ξυπνά δειλά και η πολιτική τάξη. Οι πρωτοβουλίες ορισμένων Ευρωπαίων ηγετών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, για να συγκρατήσουν αρχικά, τις συνέπειες της κρίσης και σε δεύτερο στάδιο να προτείνουν πολιτικές που θα εξασφαλίζουν την ενεργειακή αυτάρκεια της ηπείρου κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση και αποτελούν ένα είδος σιωπωρής παραδοχής των ευθυνών τους.

(Εισαγόμενα κόστη ενέργειας 1970-2005, σε όρους δολαρίου ανά βαρέλι πετρελαίου)

Θα απαιτηθούν απείρως πιο «γενναία» μέτρα. Προφανώς, η σύνδεση των τιμών του αερίου με την ηλεκτρική ενέργεια, η εκτίναξη των χονδρεμπορικών τιμών αερίου και ρεύματος και το άλμα στις τιμές του άνθρακα λόγω της συμμετοχής του ορυκτού στο χρηματιστήριο ρύπων είναι προβλήματα που απαιτούν επανασχεδιασμό και εκλογίκευση. Διότι δεν γίνεται να παίζεται κορώνα-γράμματα το μέλλον της Ενεργειακής Μετάβασης και της διασφάλισης της ενεργειακής αυτάρκειας των ευρωπαϊκών λαών, επειδή τα ενεργειακά αγαθά έχουν γίνει αντικείμενο κερδοσκοπίας από τα διάφορα funds.  Ούτε μπορεί να επιλυθεί το πρόβλημα με τις ολιγοπωλιακές πολιτικές στο αέριο που έχει ευνοήσει η Ε.Ε. με στόχο, υποτίθεται, τη δημιουργία συνθηκών μηδενικού αποτυπώματος άνθρακα έως το 2050, όταν οι ανάγκες της σε ηλεκτρική ενέργεια ξεπερνούν μακράν την όποια παραγωγή μπορεί να φέρουν τα ευάλωτα συστήματα ανανεώσιμης ενέργειας.  Μόνο η ηλεκτροκίνηση, θα αυξήσει σε δυσθεώρητα ύψη τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας, υπολογίζουν οι ειδικοί. Με την δεδομένη απουσία αποθήκευσης ενέργειας, τίποτε δεν παραπέμπει σε ένα happy ending στο ορατό μέλλον.

Η ενεργειακή κρίση των ημερών, επηρρεάζει, επίσης, και την αγροτική παραγωγή, καθώς υπάρχουν κατηγορίες προϊόντων που απαιτούν υψηλές ποσότητες ενέργειας για να παραχθούν.  

Η απελευθέρωση επιπλέον ποσοτήτων πετρελαίου από τα στρατηγικά αποθέματα των ΗΠΑ και προσφάτως και των χωρών-μελών του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ) ήτοι, 180 εκατ. βαρέλια από τις πρώτες και 60 εκατ. βαρέλια από τον ΙΕΑ, για το προσεχές εξάμηνο είναι καθαρά εμβαλωματικής λύση, αποσκοπεί σε μια πρόσκαιρη συγκράτηση των διεθνών τιμών του αργού και δεν απαντά στα καίρια προτάγματα των καιρών.

Το γεγονός ότι η ενεργειακή έλλειψη του σήμερα αφορά σε όλα τα ορυκτά καύσιμα και όχι μόνο στο πετρέλαιο, αποτελεί και το λόγο για τον οποίο πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι η υφιστάμενη κρίση θα ξεπεράσει σε συνέπειες την κρίση της δεκαετίας του ΄70. Όπως επισημαίνουν, η παγκόσμια αγορά φυσικού αερίου είναι ήδη αρκετά στενή και δεν υπάρχει χώρα που να μπορεί να αντικαταστήσει το ρωσικό αέριο σε περίπτωση που σταματήσει να ρέει στους αγωγούς. Κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν μάλιστα ότι η κατάσταση είναι πολύ οριακή καθώς οι ΗΠΑ δεν διαθέτουν τα φυσικά μέσα για να εκπληρώσουν την υπόσχεση που έδωσε ο πρόεδρος Μπάιντεν στους Ευρωπαίους ηγέτες, για την παροχή επιπλέον 15 bcm υγροποιημένου φυσικού αερίου, πέραν των όποιων εγγενών προβλημάτων αντιμετωπίζει η Ε.Ε. με τα ελλείμματα επαρκών υποδομών αερίου και τερματικών σταθμών επαναεριοποίησης LNG, χώρια το έλλειμα σε δεξαμενόπλοια μεταφοράς αερίου που προτιμούν κυρίως ασιατικούς προορισμούς…