Ευκαιρία για την Ελληνική Ενεργειακή Διπλωματία

Ευκαιρία για την Ελληνική Ενεργειακή Διπλωματία
Του Κωνσταντίνου Φίλη*
Δευ, 28 Μαρτίου 2022 - 10:53

Ο πόλεμος στην Ουκρανία αλλάζει τον κόσμο πολυεπίπεδα. Μεταξύ άλλων, επαναφέρει την ανησυχία στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. (με διαφορετική πάντως διαβάθμιση) ότι δεν μπορούν πλέον να εξαρτώνται από τους υδρογονάνθρακες μιας χώρας με αναθεωρητική ηγεσία και επιθετικές βλέψεις, που ενίοτε εργαλειοποιεί την ενέργεια για να προωθήσει τις επιδιώξεις της σε διάφορα πεδία και να διαιρέσει

την Eνωση. Από την άλλη, η Gazprom γίνεται συν τω χρόνω πιο πελατοκεντρική, η Μόσχα διατηρεί δεσπόζουσα θέση στην αγορά φυσικού αερίου και οι εναλλακτικές δεν είναι πολλές. Ειδικά όσο το Ιράν παραμένει εκτός πλάνων λόγω των κυρώσεων, με μια αχτίδα αισιοδοξίας να ξεπροβάλλει για λύση γύρω από το πυρηνικό του πρόγραμμα, επιτρέποντας στο απώτερο μέλλον την προσθήκη σημαντικών ποσοτήτων αερίου από αυτό. Ωστόσο, ο στόχος μείωσης της εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο κατά 2/3 μέχρι το τέλος του χρόνου και ο εκμηδενισμός της έως το 2027 είναι εκτός πραγματικότητας. Και αν επρόκειτο να συμβεί θα συνεπαγόταν ακόμη μεγαλύτερο κόστος για την ευρωπαϊκή αγορά, που έτσι και αλλιώς πρέπει να συνηθίσει σε υψηλότερες τιμές συγκριτικά με μόλις πριν από μία διετία. Ετσι, η ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών βιομηχανιών παραμένει σταθερά μικρότερη των αντίστοιχων αμερικανικών, ενώ η εξάρτηση από τη Μόσχα συρρικνώνει τα περιθώρια ελιγμών έναντί της.

Είναι χαρακτηριστικό πως μετά το 2005, στον απόηχο των τότε ενεργειακών κρίσεων ανάμεσα σε Ουκρανία και Ρωσία, οι Ευρωπαίοι έθεσαν ως προτεραιότητα –με την ενθάρρυνση των Αμερικανών– την απομείωση της εισαγωγής ρωσικού φυσικού αερίου και, δεκαεπτά χρόνια μετά, αυτή έχει μεσοσταθμικά αυξηθεί. Επίσης, ενδεικτικό των περιορισμένων επιλογών που έχουν στη διάθεσή τους οι Βρυξέλλες είναι ότι τα 60 δισ. κ.μ., που αναζητούν άμεσα για να καλύψουν περισσότερο από το 1/3 των ποσοτήτων που λαμβάνουν από τη Μόσχα, προϋποθέτουν τη συγκέντρωση υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) που προοριζόταν για την ασιατική αγορά και περίπου 10 δισ. κ.μ. από την Αλγερία και το Γκρόνινγκεν της Ολλανδίας, αν και το τελευταίο υπολειτουργεί. Το πρόβλημα σε αυτή την περίπτωση είναι πως η αγορά της Ασίας πληρώνει premium 4-5 δολάρια σε σχέση με την ευρωπαϊκή, οπότε τώρα έχουν αντιστραφεί οι όροι προκειμένου να εξασφαλιστούν επιπλέον ποσότητες υγροποιημένου φυσικού αερίου.

Μέσα λοιπόν σε αυτό το περιβάλλον, η Ανατολική Μεσόγειος επανακάμπτει ως μία εκ των πιο αξιόπιστων εναλλακτικών. Και αυτό γιατί δύο κράτη-μέλη της Ε.Ε. εμπλέκονται στις διεργασίες σχεδόν σε όλα τα σχέδια που θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν την ευρωπαϊκή αγορά. Στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας λογίζονται η έγκαιρη στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), στις οποίες επενδύει πλέον η Δύση, οι εδραιωμένες σχέσεις με Ισραήλ και Αίγυπτο, τους δύο σημαντικότερους παραγωγούς της περιοχής, η συμπερίληψή της σε οριζόντιους και κάθετους διασυνδετηρίους, όπως και η γεωγραφική θέση-γέφυρα ανάμεσα σε Ανατολική Μεσόγειο και Νοτιοανατολική Ευρώπη. Ομως, υπάρχει και ένα σοβαρό μειονέκτημα, απόρροια της αβελτηρίας μας από το 2011 κι έπειτα. Δεν έχει διεξαχθεί ούτε μία ερευνητική γεώτρηση στην ελληνική επικράτεια, με αποτέλεσμα ο χρόνος να λειτουργεί πλέον εις βάρος μας, αλλά και να είναι αδύνατο σε πρώτη φάση να προσθέσουμε εγχώριους υδρογονάνθρακες σε projects που διέρχονται από την επικράτειά μας.

Παρ’ όλα αυτά, έχουμε τώρα τη μοναδική ευκαιρία, κινούμενοι με τρόπο ενεργητικό και προνοητικό, να μετεξελιχθούμε όχι μόνο σε κόμβο διαμετακόμισης αλλά και διάθεσης ενέργειας στην ευρύτερη περιοχή μας. Οι τρεις λέξεις-κλειδιά είναι σύνθεση, συνδεσιμότητα και ρευστότητα, με την έννοια της συγκέντρωσης πλεοναζουσών ποσοτήτων. Η σύνθεση είναι αναγκαία συνθήκη τόσο για τη συνεργασία με τα κράτη της περιοχής, Βορρά και Νότου, με την Ελλάδα στο επίκεντρο, όσο και για την άθροιση διαφορετικών μορφών ενέργειας (φυσικό αέριο, LNG, ΑΠΕ, υδρογόνο) τις οποίες θα εξασφαλίσουμε προς όφελος της ΝΑ Ευρώπης – και όχι μόνο. Η διαφορά σε αυτό το σκεπτικό είναι πως η Ελλάδα δεν θα είναι απλώς και μόνο διαμετακομιστής, αλλά και πύλη διάθεσης μιας ευρύτερης περιφέρειας που δεν συνδέεται με τις ώριμες αγορές και τα δίκτυα αγωγών της Κεντρικής Ευρώπης (εξ ου και η αξία της συνδεσιμότητας που αναφέρεται παραπάνω), που έχει μεγάλο ή και απόλυτο βαθμό εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο και καταναλώνει κυρίως «βρώμικες» μορφές ενέργειας, όπως λιγνίτης και πετρέλαιο. Είναι αξιοπρόσεκτο, έστω και ενδεικτικά, ότι η μεν Βόρεια Μακεδονία είναι 100% εξαρτημένη από τη Ρωσία, περίπου στα ίδια ποσοστά βρίσκεται η Σερβία (89%), ενώ η Αλβανία εξαρτάται από τα υδροηλεκτρικά της εργοστάσια και επακολούθως ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες οι τιμές ενέργειας εκτοξεύονται.

Συνεπώς, η Ελλάδα μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη βιώσιμων λύσεων για μια περιοχή που εκτείνεται από τα Δυτικά Βαλκάνια έως την Ανατολική Ευρώπη, στο μακρινό μέλλον ακόμη και μέχρι τις Βαλτικές. Δεν πρέπει, πάντως, να παραγνωρίζουμε τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια και τον ρόλο που μπορούμε να διαδραματίσουμε, συνδυαστικά με την ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων, η οποία υποχρεωτικά θα εμπεριέχει και αυτήν τη διάσταση. Ετσι, η Ελλάδα μπορεί να συν-δέσει το μέλλον των γειτόνων της με την Ευρωπαϊκή Ενωση, αξιοποιώντας τη θέση της στο ενεργειακό γίγνεσθαι.

 

(το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ στις 22/3/2022)

* Λίγα λόγια για τον Δρ. Κωνσταντίνο Φίλη,  διευθυντή IGA και αναπληρωτή καθηγητή του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.

Ο Δρ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι ειδικός σε θέματα που αφορούν στο χώρο της Ρωσίας και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και στρατηγικός αναλυτής της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας, του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας. Κατέχει Πτυχίο Πολιτικών Επιστημών και Ιστορίας, Μεταπτυχιακό στην Παγκόσμια Διακυβέρνηση και Διδακτορικό στη διαμόρφωση και άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, με έμφαση στη ρωσική κατά την πρώτη περίοδο Putin (2000-2004). Έχει διατελέσει Διευθυντής για θέματα Ρωσίας του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ) του Παντείου Πανεπιστημίου και από το Νοέμβριο του 2004 ορίστηκε Επικεφαλής του Κέντρου Ρωσίας και Ευρασίας του ΙΔΙΣ, το οποίο μετονομάστηκε σε Κέντρο Ρωσίας, Ευρασίας και Νοτιο-ανατολικής Ευρώπης τον Σεπτέμβριο του 2008.

Εξελέγη Ανώτερο Συνεργαζόμενο Μέλος (SAM) στο St. Antony’s College του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης (2007-2009) και παράλληλα υπήρξε Μέλος του Διεθνούς Συμβουλίου του Ερευνητικού Ινστιτούτου Ευρωπαϊκών και Αμερικανικών Σπουδών. Εν συνεχεία, αναλαμβάνει ερευνητής στο Κέντρο Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης (SEESOX) του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης (2008 – 2010). Σε αυτό το διάστημα ολοκληρώνει κύκλο αναλύσεων και διαλέξεων, με έμφαση στο ρόλο της Ρωσίας στην ΝΑ Ευρώπη, καθώς και γύρω από ζητήματα γεωπολιτικής της ενέργειας. Ενδιάμεσα τοποθετείται Επιστημονικός Διευθυντής στο Ινστιτούτο Στρατηγικών και Αναπτυξιακών Μελετών (2009-2010).

Τον Ιούλιο του 2012 διορίστηκε από το ΔΣ του ΙΔΙΣ, Διευθυντής Ερευνητικών Προγραμμάτων του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Πάντειου Πανεπιστημίου. Διετέλεσε υπεύθυνος του προγράμματος Jean Monnet για την Εξωτερική Πολιτική της Ε.Ε. (2013 – 2014), Διευθυντής Ομάδας Διoίκησης Έργου του Υπουργείου Ενέργειας με έμφαση στην ενεργειακή διπλωματία (2013-2015) αλλά και μέλος ομάδας εργασίας του ΚΕΜΕΑ, επιφορτισμένης με την ανάλυση κινδύνων ριζοσαπστικοποίησης για την εθνική ασφάλεια.

Έχει συνεργαστεί με δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, καθώς και πολυεθνικές εταιρείες. Είναι διαλέκτης της Σχολής Διοίκησης Επιτελών Πολεμικού Ναυτικού, διδάσκει σε μεταπτυχιακά προγράμματα πανεπιστημίων και είναι μέλος του Ελληνοτουρκικού Φόρουμ καθώς και του Ελληνορωσικού Συνδέσμου.

Έχει σειρά επιστημονικών δημοσιεύσεων και σημαντικό αριθμό διαλέξεων στο εξωτερικό, μεταξύ των οποίων στα πανεπιστήμια Harvard, Oxford και London School of Economics, αλλά και τακτικές δημόσιες παρεμβάσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και το εξωτερικό.