Εισαγωγή
Ακόμη και για τους πλέον δύσπιστους, γίνεται πλέον φανερό ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στον πλανήτη μας, θα είναι στο εξής όλο και πιο συχνές, όλο και πιο έντονες.
Σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού τα τελευταία 50 χρόνια αυξήθηκε κατά 5 φορές ο αριθμός φυσικών καταστροφών από πλημύρες, ανεξέλεγκτες δασικές πυρκαγιές, καταιγίδες/ τυφώνες και υπερβολική ζέστη/ξηρασία. Κατά μέσο όρο, κάθε ημέρα την περίοδο αυτή, υπήρξε κάπου στον πλανήτη μια φυσική καταστροφή που σχετιζόταν με ακραία καιρικά φαινόμενα και έντονες κλιματικές διαταραχές .1.
Όπως είναι πλέον επιστημονικά τεκμηριωμένο, η κύρια αιτία για την κλιματική αλλαγή είναι η υπερθέρμανση του πλανήτη από τις εκπομπές και τη συνακόλουθη αύξηση της συγκέντρωσης αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα (GHGs),όπως είναι το διοξείδιο του άνθρακα (πρωτίστως), το μεθάνιο, το οξείδιο του αζώτου, τα φθοριούχα αέρια κ.λπ., που (όπως το γυαλί στα θερμοκήπια) παγιδεύουν τη θερμότητα που ακτινοβολείται από την επιφάνεια της γης, εμποδίζοντάς την να διαφύγει στο διάστημα.
Υπολογίζεται ότι από την έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα μέχρι σήμερα 2,3 τρισ τόνοι διοξειδίου του άνθρακα από ανθρωπογενείς δραστηριότητες έχουν απελευθερωθεί/προστεθεί στην ατμόσφαιρα (2), εκ των οποίων το 40% μόλις τις τελευταίες 3 δεκαετίες. 3
Σε ότι αφορά την πηγή των εν λόγω εκπομπών GHGs, είναι φανερό ότι δεν ευθύνονται το ίδιο όλες οι χώρες στον πλανήτη. Μόλις 10 χώρες, κατά κανόνα οι πλέον ανεπτυγμένες και πολυπληθείς), ευθύνονται για το 62.7% των συνολικών εκπομπών, ενώ άλλες 100, λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, ευθύνονται μόλις για το 3% των εκπομπών. Το 2023, παρά τα μέτρα που έχουν ληφθεί, οι παγκόσμιες εκπομπές GHGs αυξήθηκαν φτάνοντας τους 53 δις τόνους, με την ΕΕ να είναι η μόνη που πέτυχε να μειώσει τις εκπομπές ρύπων κατά 7,5%, μειώνοντας έτσι και τη συμμετοχή της στις παγκόσμιες εκπομπές στο 6,1%. 4
Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι ο ενεργειακός τομέας(με την ευρεία έννοιά του) ευθύνεται για τα 2/3 των παγκόσμιων εκπομπών (πιο συγκεκριμένα από δραστηριότητες για παραγωγή ηλεκτρισμού και θερμότητας 26%, παραγωγή καυσίμων 10%, μεταφορές 15%, ενεργοβόρα βιομηχανία / κατασκευές 11% και κτίρια 6%), ακολουθούμενος από τη γεωργία και εντατική κτηνοτροφία με 11%, τις υπόλοιπες βιομηχανικές δραστηριότητες με 9%, τις χρήσεις γης και τη δασοκομία με 7% και τα απορρίμματα / απόβλητα με 5%. 5
Κλείνοντας τις εισαγωγικές αυτές διαπιστώσεις θα πρέπει να σημειωθεί ότι η συντριπτική πλειοψηφία των παγκόσμιων εκπομπών GHGs αφορά εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (73,7%) από ορυκτά καύσιμα, ακολουθούμενων από εκπομπές μεθανίου (18.9%), οξειδίου του αζώτου (4,7%) και φθοριομένων αερίων (2.7%). 6
Κίνδυνοι και επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα
Όπως επισημαίνεται σε όλες τις εκθέσεις επιστημονικών και διεθνών οργανισμών, η κλιματική αλλαγή ως συνέπεια της προαναφερθείσας υπερθέρμανσης του πλανήτη προξενεί μια σειρά ορατών πλέον επιπτώσεων παγκοσμίως.
Οι επιπτώσεις αυτές θα μπορούσαν να συνοψιστούν στην άνοδο της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη, που επιφέρει λειώσιμο των πάγων και άνοδο της στάθμης της θάλασσας, σε ακραία καιρικά φαινόμενα που έχουν ως αποτέλεσμα πλημμύρες, κατολισθήσεις, ξηρασία, λειψυδρία, αύξηση των δασικών πυρκαγιών, ερημοποίηση ολόκληρων περιοχών, καθώς και απότομες αλλαγές του κλίματος με αποτέλεσμα την εξαφάνιση ειδών, οικοτόπων και οικοσυστημάτων.
Δεν πρέπει όμως λανθασμένα να θεωρηθεί ότι η κλιματική αλλαγή συνιστά απλώς ένα παγκόσμιο, έστω περίπλοκο, περιβαλλοντικό πρόβλημα με επιπτώσεις μόνον στο φυσικό περιβάλλον. Αντίθετα, η κλιματική αλλαγή επηρεάζει καθοριστικά, με διαφορετικό είναι αλήθεια τρόπο και ένταση, ολόκληρη την κοινωνική και οικονομική διάρθρωση και το αναπτυξιακό μοντέλο κάθε χώρας και περιοχής, καθώς εκ των πραγμάτων θα πρέπει να βρουν και να υιοθετήσουν τις κατάλληλες προσαρμογές για μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις σχετικές επιπτώσεις και προκλήσεις.
Η Τράπεζα της Ελλάδας σε ειδική μελέτη της συνοψίζει χαρακτηριστικά ότι «η κλιματική αλλαγή θα έχει σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις, όπως η εξάπλωση ασθενειών, τα μαζικά κύματα προσφύγων και μετανάστευσης, η μείωση της παραγωγής, η άνοδος των τιμών των προϊόντων, η απώλεια θέσεων εργασίας και, τελικά, σημαντικές αλλαγές στον τρόπο ζωής».7
Πολλές περιοχές της χώρας μας (πρωτίστως παράκτιες και νησιώτικες περιοχές), αλλά και ολόκληροι κλάδοι της οικονομίας της με σημαντική συμβολή στην παραγωγή εγχώριου πλούτου (πχ γεωργία, αλιεία, τουρισμός, ενέργεια, κ.λπ.) θα πληγούν σοβαρά στα χρόνια και τις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν.
Αρκετές παράκτιες εκτάσεις θα καταποντιστούν από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Μεγάλο μέρος του πρασίνου θα εξαφανιστεί από τη ξηρασία και τις δασικές πυρκαγιές. Το φαινόμενο του υδροκλιματικού μαστιγώματος (hydroclimate whiplash), που συνίσταται σε διαδοχική εναλλαγή έντονων βροχοπτώσεων και έντονης ξηρασίας πυροδοτεί τέτοιου είδους καταστροφικές πυρκαγιές. Η διάβρωση του εδάφους και η ερημοποίηση περιοχών θα μειώσει τις διαθέσιμες προς καλλιέργεια και γενικά τις προς αξιοποίηση εκτάσεις. Η λειψυδρία και τα προβλήματα στην ποιότητα του πόσιμου νερού θα γίνονται όλο και πιο εμφανή. Το ίδιο και στην ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα, λόγω της αύξησης της συγκέντρωσης των ρυπαντών που προαναφέρθηκαν. Οι αλλαγές στη θερμοκρασία και οι λοιπές μεταβολές στη φυσική και βιολογική σύνθεση των θαλασσών θα έχουν αρνητικές συνέπειες στην αλιεία και στις υδατοκαλλιέργειες. Αστικές και γεωργικές περιοχές θα υποστούν τις καταστροφικές συνέπειες φυσικών καταστροφών από τις υπερχειλίσεις ποταμών μετά από αιφνίδιες καταιγίδες και νεροποντές. Τα παραπάνω αποτελούν μερικές μόνο από τις επιπτώσεις που θα υπάρξουν λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Ιδιαίτερα θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, οι επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή μπορεί σε βάθος χρόνου να είναι μέχρι και καταστροφικές για ορισμένους υπο-κλάδους της οικονομίας της χώρας όπως πχ για τις γεωργικές καλλιέργειες που απαιτούν έντονη άρδευση, τη δασοκομία, το χειμερινό τουρισμό(ιδιαίτερα τα χιονοδρομικά κέντρα), τα υδροηλεκτρικά κλπ., με ότι αυτό συνεπάγεται για τη συμβολή τους στο ΑΕΠ, το περιβάλλον, την απασχόληση, την περιφερειακή ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή.
Σε ότι αφορά ειδικά στις επιχειρήσεις, αυτές είναι διεθνώς και στη χώρα μας εκτεθειμένες σε αρκετούς κινδύνους, που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή και που εν δυνάμει μπορούν να έχουν σοβαρές επιπτώσεις για τις δραστηριότητές τους, τα οικονομικά τους αποτελέσματα, το κόστος παραγωγής των αγαθών και υπηρεσιών τους και τις προσφερόμενες θέσεις απασχόλησης:
- Συστημικούς κινδύνους, λόγω της πενιχρής οικονομικής μεγέθυνσης της παγκόσμιας οικονομίας, σε συνδυασμό και με την υπάρχουσα γεωπολιτική αστάθεια
- Ίδιους επιχειρησιακούς κίνδυνους, που συνδέονται με επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής στην αλυσίδα εφοδιασμού και τις παραγωγικές τους λειτουργίες
- Κινδύνους προσαρμογής, καθόσον η διαδικασία μετάβασης προς μια οικονομία με μικρότερο ανθρακικό αποτύπωμα, απαιτεί σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές στο portfolio των δραστηριοτήτων, οργανωτικές και άλλου είδους αλλαγές, που δεν είναι πάντα χωρίς αντιστάσεις από τους εργαζόμενους και την κοινωνία γενικότερα. 8
Οι επιπτώσεις στον τομέα της ενέργειας και η αντιμετώπισή τους
Ο ενεργειακός τομέας με την ευρύτερη έννοια όπως προαναφέρθηκε αποτέλεσε διαχρονικά και εξακολουθεί να αποτελεί την βασική αιτία για την αύξηση των ανθρωπογενών εκπομπών GHGs και κατ’ επέκταση την αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη.
Για το λόγο αυτό, η σταδιακή μείωση βραχυπρόθεσμα και η πλήρης απεξάρτηση μακροπρόθεσμα (δεκαετιών για να ακριβολογούμε) από τα ορυκτά καύσιμα θα πρέπει να αποτελεί πρωταρχικό στόχο των μέτρων και των πολιτικών στην μάχη για τη μείωση των επιπτώσεων από την κλιματική αλλαγή, μια υπόθεση καθόλου εύκολη καθόσον η παγκόσμια οικονομία και η καθημερνή μας ζωή εξαρτάται ακόμη και σήμερα από αυτά τα καύσιμα σε ποσοστό πάνω από 80%.
Η μείωση λοιπών των εκπομπών GHGs και η σταδιακή απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα έχει αρχίσει να επιφέρει και θα απαιτήσει περισσότερους θεμελιώδεις μετασχηματισμούς στον ενεργειακό τομέα, που περνούν κυρίως μέσα από τη στροφή προς τις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας.
Η στροφή αυτή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και γενικότερα η ενεργειακή μετάβαση στα πλαίσια της εν εξελίξει κλιματικής αλλαγής δεν αφορά μόνον το ενεργειακό μίγμα, αλλά όλα τα επιμέρους τμήματα του ενεργειακού μας συστήματος (παραγωγή, μεταφορά, διανομή, αποθήκευση και χρήσεις της ενέργειας).
Η πραγματικότητα αυτή επιβάλλει σημαντικές στρατηγικού χαρακτήρα αλλαγές στην ενεργειακή πολιτική της χώρας και το μελλοντικό ενεργειακό μίγμα, ολοκληρωμένο ενεργειακό σχεδιασμό, και αποτελεσματικές δράσεις μείωσης των εκπομπώνGHGs. Οι δράσεις αυτές αφορούν και θα πρέπει να κινούνται στην κατεύθυνση της χρήσης λιγότερων ρυπογόνων μορφών ενέργειας, της εφαρμογής τεχνολογιών απανθρακοποίησης (CCUS) και γενικότερα της υιοθέτηση νέων, καινοτόμων και χαμηλών εκπομπών άνθρακα τεχνολογιών, χωρίς όμως να παραγνωρίζεται ούτε στιγμή η σημασία της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού και του ενεργειακού κόστους για την οικονομία και την κοινωνία.9
Όπως επισημαίνεται σε ειδική κοινή έκδοση του Cambridge University και του World Energy Council “Significant cuts in GHG emissions from energy can be achieved through a variety of measures. These include cutting emissions from fossil fuel extraction and conversion, switching to lower-carbon fuels (for example from coal to gas), improving energy efficiency in transmission and distribution, increasing use of renewable and nuclear generation, introduction of carbon capture and storage (CCS), and reducing final energy demand.” 10
Με εξαίρεση την πυρηνική ενέργεια που στη χώρα μας συναντά σφοδρές αντιδράσεις, όλα τα υπόλοιπα μπορούν να χρησιμοποιηθούν και στη χώρα μας στη μάχη κατά των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Θα πρέπει να σημειωθεί ιδιαίτερα δε ότι, σε ότι αφορά την αξιοποίηση συγκεκριμένων ανανεώσιμων μορφών ενέργειας (πχ οι ώριμες τεχνολογίες αξιοποίησης της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας), η χώρα μας καταγράφει μια πολύ ικανοποιητική πρόοδο τις τελευταίες 2 δεκαετίες. Παρά τις ελλείψεις σε θέματα ειδικού χωροταξικού σχεδιασμού, τα γραφειοκρατικά εμπόδια και τις αντιδράσεις από πολλές τοπικές κοινωνίες, έχει καταφέρει να έχει σήμερα εγκατεστημένη ισχύ που ξεπερνά τα 13,5 GW( 9 GW φωτοβολταϊκά και 5,5 GW αιολικά περίπου) με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία και που καλύπτουν πάνω από το 50% των αναγκών της χώρας σε ηλεκτρική ενέργεια ετησίως.11
Δυστυχώς, δεν ισχύει το ίδιο για άλλες πτυχές της ενεργειακής πολιτικής της χώρας, ούτε για τη γενικότερη κατάσταση του ενεργειακού μας συστήματος, όπως και για την αποτελεσματικότητα και αποφασιστικότητα που επιδεικνύει η Κυβέρνηση να μετριάσει τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής.
Η αναγκαιότητα για αξιόπιστη και αποτελεσματική πολιτική στον τομέα της ενέργειας για αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής- Μερικές κρίσιμες επιλογές
Καθώς τα προβλήματα που συνδέονται και απορρέουν από την κλιματική αλλαγή μεγεθύνονται και οξύνονται και στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, δεν φαίνεται να ασκείται μια συνεκτική και ολοκληρωμένη ενεργειακή και περιβαλλοντική πολιτική για την αντιμετώπισή τους.
Οι στόχοι που τίθενται για τη μείωση των GHGs (πάντα ύστερα από σχετικές αποφάσεις στην ΕΕ και ποτέ με δική μας πρωτοβουλία) μοιάζουν περισσότερο με ευχολόγια και επιθυμίες και για το λόγο αυτό ποτέ δεν επιτυγχάνονται ή επιτυγχάνονται με μεγάλη καθυστέρηση (με την εξαίρεση των αιολικά και φωτοβολταϊκών που προαναφέρθηκαν). Με δεδομένο μάλιστα ότι οι νέοι δεσμευτικοί στόχοι της ΕΕ για το 2030 αναφορικά με τη μείωση των εκπομπών GHGs δεν είναι πλέον μόνον γενικοί, αλλά εξειδικεύονται και στους επιμέρους τομείς (ενέργεια, βιομηχανία, μεταφορές και κτίρια) η χώρα μας, αν συνεχίσει με την ίδια αναποτελεσματική ενεργειακή πολιτική, αναμένεται να έχει σοβαρή απόκλιση από τους στόχους αυτούς με ότι αυτό συνεπάγεται.
Ο μεσο-μακροπρόθεσμος ενεργειακός σχεδιασμός της χώρας (Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, ΕΣΕΚ ) μοιάζει μάλλον με παράθεση σεναρίων, παρά με ένα ολοκληρωμένο σχέδιο με συγκεκριμένους δεσμευτικούς στόχους, ξεκάθαρες στρατηγικές επιλογές και αποτελεσματικές δράσεις και μέτρα πολιτικής για την επίτευξη των εν λόγω στόχων, εντός των τιθέμενων χρονοδιαγραμμάτων και με συγκεκριμένους οικονομικούς και άλλους πόρους. Για το λόγο αυτό αδυνατεί να δώσει τα κατάλληλα σήματα στην αγορά και την κοινωνία, για να κινητοποιηθούν και να πραγματοποιήσουν τις αναγκαίες επενδύσεις και πρωτοβουλίες. Έτσι, το ΕΣΕΚ όσες φορές και αν αναθεωρήθηκε σχεδόν πάντοτε απέτυχε να υπηρετήσει το σκοπό για τον οποίον εκπονήθηκε.
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα εντοπίζεται στην αδυναμία της πολιτείας για έγκαιρη θέσπιση του κατάλληλου νομοθετικού και (δευτερογενούς) ρυθμιστικού πλαισίου (και όταν αυτό πραγματοποιείται έστω με καθυστέρηση, γίνεται με τρόπο πλημμελή και προβληματικό), με αποτέλεσμα να καθυστερεί υπερβολικά η διαμόρφωση των αναγκαίων όρων και κανόνων του παιγνιδιού για τη στήριξη, ανάπτυξη, και λειτουργία των επιμέρους αγορών. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία ειδικά όταν αυτές οι αγορές είναι νέες και έχουν περισσότερη ανάγκη για πλήρη γνώση και ορατότητα του περιβάλλοντος (πχ αγορά ανανεώσιμων αερίων, αγορά διοξειδίου του άνθρακα κ.λπ.). Για το λόγο αυτό η ενσωμάτωση των Οδηγιών της ΕΕ στο εθνικό δίκαιο και πολύ περισσότερο η εξειδίκευσή τους κατά τρόπο που να προσιδιάζει στις ιδιαιτερότητες και τις ειδικότερες ανάγκες της χώρας μας, δεν πρέπει να καθυστερεί δραματικά και να ξεπερνά τις προθεσμίες που προβλέπουν οι ίδιες οι Οδηγίες. Το χειρότερο, έτσι δεν μπορούν να αξιοποιηθούν λόγω της καθυστέρησης οι διαθέσιμοι πόροι από Ευρωπαϊκά προγράμματα, που τόσο έχει ανάγκη η χώρα μας.
Μια συνεκτική λοιπόν ενεργειακή πολιτική, ικανή να αντιμετωπίσει και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη χώρα μας, θα πρέπει αξιολογώντας και ιεραρχώντας τους περιβαλλοντικούς και τους οικονομικούς στόχους να μπορεί να πετύχει μια ισορροπία μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης και της προστασίας του περιβάλλοντος. Η ισορροπία αυτή μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω καινοτόμων προσεγγίσεων, συγκεκριμένων στρατηγικών επιλογών και αποτελεσματικών σχεδίων δράσης για την επίτευξη αμφότερων των στόχων.
Έγκαιρα και με το μικρότερο δυνατό κόστος. Όχι με γενικότητες και ευχολόγια, αλλά:
- με θέσπιση συγκεκριμένων ειδικών κινήτρων και εφαρμογή βιώσιμων πρακτικών και επενδύσεων που θα μειώνουν το ανθρακικό αποτύπωμα
- με αυστηρή τήρηση της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει»
- με ενίσχυση της σχετικής έρευνας και ανάπτυξης και κυρίως
- με ουσιαστική στήριξη επενδύσεων νέων και καινοτόμων καθαρών ενεργειακών τεχνολογιών σε όλους τους τομείς της οικονομίας και της κοινωνικής δραστηριότητας.
Τα ανωτέρω θα πρέπει να συνοδεύονται απαραίτητα και με δράσεις προστασίας των ευάλωτων τμημάτων της κοινωνίας με μέτρα κατά της ενεργειακής φτώχειας και της διασφάλισης κοινωνικής ενεργειακής δικαιοσύνης.
Θα απαιτηθεί ακόμη κατάλληλη προετοιμασία της κοινωνίας των πολιτών για τη συμμετοχή της στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής μέσω ειδικών επικοινωνιακών και εκπαιδευτικών προγραμμάτων, καθόσον οι πολίτες μπορεί να βιώνουν πλέον την επέλαση της, αλλά δείχνουν μάλλον απρόθυμοι για να ενταχθούν στη μάχη κατά των επιπτώσεών της.
Οι σχετικές καμπάνιες και προγράμματα μπορούν να αποτελέσουν ένα ισχυρό (υποεκτιμημένο έως σήμερα) όπλο που μπορούν ευαισθητοποιήσουν τους πολίτες ώστε να συμβάλλουν με γνώση και συστηματικά στην αντιμετώπιση των κινδύνων και επιπτώσεων της κλιματικής, αλλά και στις προσαρμογές που απαιτούνται να γίνουν εξ αιτίας αυτής.12
Συνοψίζοντας όλα τα ανωτέρω όμως θα πρέπει να γίνει απόλυτα κατανοητό ότι μαγικές λύσεις για την πλήρη αντιμετώπιση ή έστω τον αξιόλογο μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής δεν υπάρχουν, τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα καθόσον όπως προαναφέρθηκε η οικονομία μας εξαρτάται ακόμη σε πολύ μεγάλο βαθμό από τα ορυκτά καύσιμα. Επιπρόσθετα θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η ενεργειακή μετάβαση θα είναι επίπονη και χρονοβόρα. Αυτός εξάλλου είναι και ο λόγος που σωστοί πλην όμως υπερφιλόδοξοι στόχοι των Διεθνών Διασκέψεων για το Κλίμα, αλλά και της ΕΕ για μια γρήγορη μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα, όχι μόνον δεν έχουν φέρει μέχρι σήμερα τα επιθυμητά αποτελέσματα, αλλά αντίθετα, έχουν δημιουργήσει και νέα σοβαρά προβλήματα (πχ πλήγμα στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, τη γεωργική παραγωγή και γενικά της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Η πραγματικότητα αυτή επιβάλλει αντί για ευχολόγια, γραφειοκρατικά desk studies και ανεφάρμοστα σχέδια, να υιοθετηθούν ρεαλιστικές επιστημονικές και πολιτικές προσεγγίσεις που να οδηγούν σε απτά, μετρήσιμα αποτελέσματα μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Μια πρόταση αντί επιλόγου
Θα ολοκληρώσουμε αυτό το άρθρο με μια συγκεκριμένη πρόταση που αφορά στην επιλογή του βιομεθανίου ως λύσης για τη μερική έστω απανθρακοποίηση του ενεργειακού συστήματος της χώρας μας (αντί της καύσης απορριμμάτων που προωθεί η υπό διαβούλευση Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων του ΥΠΕΝ) αφού πρώτα επισημάνουμε και καταγράψουμε κάποιες από τις βασικότερες ιδιαιτερότητες-αδυναμίες του:
- Παρά την ικανοποιητική αξιοποίηση της αιολικής και ηλιακής ενέργειας τις τελευταίες δεκαετίες που προαναφέρθηκε, δεν πρέπει να υπάρχει εφησυχασμός γιατί όπως είναι γνωστό λόγω της στοχαστικότητας αυτών των μορφών ενέργειας δεν μπορούν να εξασφαλίσουν συνεχή τροφοδοσία ενέργειας. Τα πολυήμερα φαινόμενα ανυπαρξίας αιολικής και ηλιακής ενέργειας στη Βόρεια Ευρώπη, που γερμανιστί ονομάστηκαν «Dunkelflaute» επιβεβαιώνουν τον εν λόγω ισχυρισμό.
- Το ηλεκτρικά δίκτυα (μεταφοράς και κυρίως διανομής) αντιμετωπίζουν σοβαρότατα πλέον προβλήματα κορεσμού για να υποστηρίξουν μια περεταίρω διείσδυση των ώριμων τεχνολογιών ΑΠΕ (αιολικών και φωτοβολταϊκών) και συνεπώς χωρίς την πραγματοποίηση ουσιαστικών επενδύσεων αναβάθμισης της δυναμικότητάς τους κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό
- Το ενεργειακό μας σύστημα έχει σήμερα σημαντική εξάρτηση από το φυσικό αέριο, που παρά το γεγονός ότι έχει λιγότερες εκπομπές ρύπων σε σχέση με άλλα παραδοσιακά καύσιμα, δεν παύει να είναι ορυκτής προέλευσης και μάλιστα εισαγόμενο. Επιπρόσθετα, η Ελλάδα διαθέτει μια από τις πιο σύγχρονές υποδομές μεταφοράς, αποθήκευσης, διανομής και χρήσεων φυσικού αερίου, αξίας αρκετών δισεκατομμυρίων, που δεν έχουμε την πολυτέλεια να απαξιώσουμε γρήγορα και αβασάνιστα.
- Επιπρόσθετα, δεν έχει, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, καταστεί δυνατή η ανάπτυξη επαρκούς δυναμικότητας συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας, με αποτέλεσμα το φυσικό αέριο να παραμένει η μόνη αξιόπιστη back-up λύση για την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές όταν καιρικές συνθήκες Dunkelflaute το απαιτούν.
- Το ενεργειακό κόστος είναι ήδη πολύ υψηλό στη χώρα μας για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις και είναι αμφίβολο αν η οικονομία και η κοινωνία της χώρας μπορεί να αντέξει χωρίς σοβαρά προβλήματα και αντιδράσεις περιβαλλοντικά καθαρότερες λύσεις, που όμως θα αυξήσει περεταίρω το ενεργειακό κόστος
Μια αποτελεσματική, αποδεκτού κόστους λύση (σε αντίθεση με το πράσινο υδρογόνο που αντιμετωπίζει ακόμη προβλήματα εμπορευσιμότητας λόγω του υψηλού κόστους παραγωγής και άλλων τεχνολογικής φύσεως προβλημάτων) θα μπορούσε να είναι η στροφή της χώρας προς το βιομεθάνιο.
Το βιομεθάνιο παράγεται από την κατεργασία με αναερόβια ζύμωση των αστικών οργανικών αποβλήτων και απορριμμάτων, υπολειμμάτων γεωργικών καλλιεργειών, καθώς και απορριμμάτων και αποβλήτων της βιομηχανίας τροφίμων και μεταποίησης γεωργικών, κτηνοτροφικών και αλιευτικών προϊόντων.
Το ανανεώσιμο αυτό αέριο μπορεί να υποκαταστήσει χωρίς κανένα πρόβλημα το εισαγόμενο ορυκτό φυσικό αέριο σε όλες τις χρήσεις του (η ΕΕ έχει θέσει στόχο μέχρι το 2030 να υποκαταστήσει το 12% περίπου του εισαγόμενου φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή, βιομηχανικές και οικιακές χρήσεις και στις μεταφορές ως καύσιμο κίνησης13), αλλά και να έχει μια σειρά άλλων θετικών επιπτώσεων όπως:
- Μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, ιδιαίτερα αν η παραγωγή του συνδυαστεί με τεχνολογίες κατακράτησης του βιογενούς διοξειδίου του άνθρακα
- Αποτελεσματική ενεργειακή και όχι μόνο αξιοποίηση των σκουπιδιών και λοιπών απορριμμάτων και αποβλήτων (πχ για παραγωγή βιοκαυσίμων, οργανικών λιπασμάτων και άλλων χρήσιμων ανακυκλωμένων προϊόντων), αντί της καύσης τους που κατά κανόνα ακολουθείται σήμερα
- Αποφυγή των γνωστών περιβαλλοντικών και κοινωνικών προβλημάτων που δημιουργούνται από τις ΧΥΤΑ
- Αξιοποίηση του υπολείμματος της αναερόβιας ζύμωσης (digestate) ως βελτιωτικού εδάφους και ως οργανικού λιπάσματος σε υποκατάσταση των επιβλαβών από κάθε άποψη χημικών λιπασμάτων στις γεωργικές καλλιέργειες
- Ας σημειωθεί ότι στην γειτονική μας Ιταλία εφαρμόζεται εδώ και μερικά χρόνια ένα πολύ επιτυχημένο πρόγραμμα, που ονομάζεται Biogas Done Right14 και συνίσταται σε καθετοποιημένη αξιοποίηση των γεωργο-κτηνοτροφικών υπολειμμάτων και λοιπών οργανικής σύστασης αποβλήτων και απορριμμάτων για παραγωγή βιομεθανίου, οργανικών λιπασμάτων, βιοκαυσίμων κ.λπ, σε συνδυασμό με το λεγόμενο sequential cropping, με θεαματικά οικονομικά, περιβαλλοντικά και κοινωνικά αποτελέσματα. Επιπρόσθετα, χαρακτηριστικό της σημασίας που αποδίδει η Ιταλία στο βιομεθάνιο είναι και η ίδρυση πρόσφατα ειδικής Ακαδημίας Βιομεθανίου για την επαγγελματική εκπαίδευση των στελεχών και του προσωπικού που εργάζεται στις επιχειρήσεις και γενικά τις δραστηριότητες του σχετικού κλάδου15.
Δυστυχώς η Ελλάδα και στον τομέα αυτό υστερεί και καθυστερεί.
Δεν έχει στρατηγικό σχέδιο για την ανάπτυξη ανανεώσιμων αερίων όπως το βιομεθάνιο, το ρυθμιστικό πλαίσιο για τη στήριξη των σχετικών επενδύσεων και τη λειτουργία της εν λόγω αγοράς ψηφίστηκε μόλις πρόσφατα και από φορείς της αγοράς κρίνεται ως ημιτελές και κυρίως, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες ακόμη και στη γειτονιά μας, δεν φαίνεται να υπάρχει η αναγκαία πολιτική βούληση που να σηματοδοτεί/ευνοεί την ανάληψη και στήριξη των σχετικών πρωτοβουλιών και επενδύσεων από κρατικούς, ημι-κρατικούς και ιδιωτικούς φορείς.
* Σπύρος Παλαιογιάννης, Χημικός, ΜΒΑ, Managing Partner της MEDGAS & MORE SERVICES LTD, πρώην Αντιπρόεδρος και Δ/νων Σύμβουλος ΔΕΠΑ
Παραπομπές
1. World Meteorological Organisation: Early Warning System
2. Anderson, K. (2024), What was the Industrial Revolution’s Environmental Impact?
3. Climate Watch. (2024). Historical GHG Emissions
4. JRC/IEA Report (2024) GHGs Emissions of all World Countries (EC publications)
5. UN Emissions Gap Report 2024
6. JRC&IEA Report (2024) GHGs Emissions of all World Countries (EC publications)
7. Τράπεζα της Ελλάδας (2011), Οι Περιβαλλοντικές, Οικονομικές και Κοινωνικές Επιπτώσεις της Κλιματικής Αλλαγής στην Ελλάδα
8. WEC&BCG Annual Report (2024), The Cost of Inaction: A CEO Guide to Navigate Climate Risk
9. European Environmental Agency (2019), Adaptation Challenges and Opportunities for the European Energy System, Building a Climate-resilient low-carbon energy system
10. University of Cambridge & WEC (2024), Climate Change: Implications for the Energy Sector
11. Στοιχεία και Ανακοινώσεις ΣΕΦ, ΣΠΕΦ και ΕΛΑΤΑΕΝ
12. World Bank Group (2024), Choosing our Future: Education for Climate Action
13. EBA& Guide house (2024), Biogases towards 2040 and beyond: A realistic and resilient path to climate neutrality
14. Biofuels, Bioproducts and Biorefining Journal (2016), Biogas doneright™: An innovative new system is commercialized in Italy
15. https://www.biomethaneacademy.it/