Το Λονδίνο έχει υποστεί μεν πλήγμα ως παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κέντρο εξαιτίας του Brexit, αλλά παραμένει το σημαντικότερο της Ευρώπης για τη μεγάλη πλειονότητα των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών

Σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times υπογραμμίζει ότι πριν από ένα έτος, τον Ιανουάριο του 2021, όταν η Βρετανία είχε μόλις αποσχισθεί από την Ε.Ε., μεταφέρθηκαν μέσα σε μία ημέρα  από το Λονδίνο σε χρηματιστήρια της Ε.Ε. συναλλαγές μετοχών ύψους 6 δισ. ευρώ.

Οπως τονίζει η βρετανική εφημερίδα, η κλίμακα της απώλειας φάνηκε τότε ενδεικτική του πλήγματος που επρόκειτο να υποστεί το City του Λονδίνου εξαιτίας του Brexit με την απώλεια επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας, που θα μεταφέρονταν σε ευρωπαϊκές μητροπόλεις όπως το Παρίσι, η Φρανκφούρτη και το Αμστερνταμ. Εναν χρόνο μετά, όμως, υπογραμμίζουν οι FT, η εικόνα δεν φαίνεται τόσο δραματική, καθώς το Λονδίνο διατηρεί σε μεγάλο βαθμό την πρωτοκαθεδρία στην Ευρώπη, ενώ η Ε.Ε. αγωνίζεται να εκπονήσει μια δική της νικηφόρο στρατηγική για να οικοδομήσει τις δικές της κεφαλαιαγορές.

Το Παρίσι

Σύμφωνα με την εταιρεία ερευνών ΕΥ, κάπου 25 μεγάλες εταιρείες χρηματοπιστωτικών  υπηρεσιών έχουν ανακοινώσει τα σχέδιά τους να μεταφέρουν από το Λονδίνο σε άλλη μητρόπολη περιουσιακά στοιχεία αξίας 1,3 τρισ. στερλινών, ποσό αντίστοιχο των 1,6 τρισ. ευρώ περίπου. Το Παρίσι είναι από τις πόλεις που ωφελήθηκαν, καθώς  η γαλλική πρωτεύουσα προσπαθεί να προσελκύσει τραπεζικά στελέχη και εταιρείες του χρηματοπιστωτικού τομέα με φοροαπαλλαγές και κίνητρα κάθε είδους. Εχει ήδη προσελκύσει 2.800 Βρετανούς υπαλλήλους από το δημοψήφισμα του 2016, σύμφωνα πάντα με τους υπολογισμούς της ΕΥ. Απασχολούνται ως επί το πλείστον σε χρηματιστηριακές συναλλαγές, καθώς η Γαλλία έχει κεφαλαιοποιήσει την τεχνογνωσία των τραπεζών της στις αγορές παραγώγων. Ορισμένες αμερικανικές τράπεζες έχουν, άλλωστε, επιλέξει το Παρίσι για έδρα τους στην Ε.Ε. Ανάμεσά τους η JPMorgan, που σχεδιάζει να αυξήσει το προσωπικό της στη Γαλλία από 250 σε 800 άτομα. Το 20% έως 30% των νέων θέσεων εργασίας θα αφορούν επενδυτικά funds, hedge funds όπως της Citadel, που έχει ανοίξει παράρτημα και έχει επεκτείνει την ομάδα της στο Παρίσι.

Το Λονδίνο έχει, άλλωστε, χάσει την πρωτοκαθεδρία ως κύριο χρηματοπιστωτικό κέντρο της Ευρώπης σε ό,τι αφορά τις συναλλαγές μετοχών, που μεταφέρθηκαν στο Αμστερνταμ. Επίσης έχει μεταφερθεί από το Εσεξ στο Μπέργκαμο της Ιταλίας το Euronext, η μεγαλύτερη εταιρεία διαχείρισης χρηματιστηρίων της Ε.Ε.. Και βέβαια το Λονδίνο έχει χάσει την αγορά κρατικού χρέους της Ε.Ε. που το εγκατέλειψε μαζί με εκατοντάδες τραπεζικούς υπαλλήλους, πωλήσεις και συναλλαγές.

Οπως όμως τονίζει η βρετανική εφημερίδα, το City του Λονδίνου παραμένει το πιο σημαντικό χρηματοπιστωτικό κέντρο της Γηραιάς Ηπείρου σε ένα μεγάλο φάσμα δραστηριοτήτων. Ενα έτος μετά το Brexit το Λονδίνο διεκπεραιώνει ακόμη την εκκαθάριση παραγώγων του ευρώ αξίας 90 τρισ. ευρώ, απασχολεί πάνω από 418.000 ανθρώπους στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, παραμένει κυρίαρχο στις συναλλαγές νομισμάτων, παραγώγων, εκκαθαρίσεων, ασφαλειών κ.λπ. Σύμφωνα με την ΕΥ, δεν μεταφέρθηκαν παρά λιγότερες από 7.400 θέσεις εργασίας από το Λονδίνο στην Ε.Ε., όταν οι προβλέψεις μετά το δημοψήφισμα του 2016 μιλούσαν για πολλές δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας που θα μετανάστευαν στην Ε.Ε . Επιπλέον το Λονδίνο παραμένει το κυριότερο κέντρο της Ευρώπης για την έκδοση μετοχών και τίτλων και το 2021 κατέγραψε την καλύτερη χρονιά του από το 2007 και μετά.

Στη διάρκεια του 2021 η Βρετανία τα πήγε καλύτερα από όσο περίμεναν πολλοί. Αντί να καταγράψει τη δραματική μεταφορά επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα και αντίστοιχων θέσεων εργασίας, την οποία είχαν προβλέψει πολλοί, το City αντιμετωπίζει μια αργή διαδικασία αποδυνάμωσης που θα χρειαστεί πολλά χρόνια ή ενδεχομένως και δεκαετίες για να ολοκληρωθεί και να δημιουργήσει νέα δεδομένα. Οι FT υπογραμμίζουν πως οι προσπάθειες της Ε.Ε. να περιορίσει την εξάρτησή της από τη Βρετανία και να οικοδομήσει έναν χρηματοπιστωτικό τομέα αντάξιο του μεγέθους της οικονομίας της κινούνται με πολύ αργούς ρυθμούς και έως τώρα αποδεικνύονται ατελέσφορες εν μέρει επειδή δεν υπάρχει η σωστή πολιτική από πλευράς των μεγάλων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Οι Βρυξέλλες, για  παράδειγμα, αναμένεται να επιβεβαιώσουν σύντομα ότι δεν μπορούν να διεκπεραιώσουν το συστημικής σημασίας και ευαισθησίας έργο της εκκαθάρισης παραγώγων αξίας τρισεκατομμυρίων εντός Ε.Ε. και δρομολογούν πλέον μια πολύ πιο σταδιακή διαδικασία, της οποίας ο στόχος είναι αβέβαιος. Μιλώντας στους FT, ο Κρις Γούλαρντ, πρώην στέλεχος της βρετανικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και νυν στέλεχος της ΕΥ, υπογραμμίζει πως βραχυπρόθεσμα η Βρετανία διατηρεί ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι της Ε.Ε. εξαιτίας της κλίμακας και της ρευστότητας των αγορών της.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")