EU Taxonomy με Αέριο και Πυρηνικά;: Το Energia.gr Αναζητά Θετικό Πρόσημο στη Χρήση Πυρηνικής Ενέργειας για Ηλεκτροπαραγωγή

EU Taxonomy με Αέριο και Πυρηνικά;: Το Energia.gr Αναζητά Θετικό Πρόσημο στη Χρήση Πυρηνικής Ενέργειας για Ηλεκτροπαραγωγή
του Αδάμ Αδαμόπουλου
Τετ, 5 Ιανουαρίου 2022 - 08:05

Τους τελευταίους μήνες του περασμένου έτους άρχισε να συζητείται, σε επίπεδο Ε.Ε., το ενδεχόμενο το φυσικό αέριο και η πυρηνική ενέργεια να συμπεριληφθούν στις «φιλικές» προς το περιβάλλον επενδύσεις, προκειμένου να υποβοηθηθεί η πορεία προς την Ενεργειακή Μετάβαση, στον απόηχο της μεγάλης -ουδόλως όμως πρωτοφανούς - ενεργειακής κρίσης που βιώνει 

η Γηραιά ήπειρος. Η σημασία του Taxonomy της Ε.Ε. είναι μεγάλη γιατί καθοδηγεί και ορίζει τις ιδιωτικές επενδύσεις και τις δραστηριότητες που απαιτούνται για την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας για τα επόμενα 30 χρόνια. Το υφιστάμενο ενεργειακό μείγμα στην Ευρώπη διαφέρει, σήμερα από κράτος σε κράτος. Ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες εξακολουθούν να βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην παραγωγή ενέργειας από άνθρακα υψηλών εκπομπών ρύπων.

Το Taxonomy προβλέπει ποιες είναι οι ενεργειακές δραστηριότητες που επιτρέπουν στα κράτη μέλη να κινηθούν προς την κλιματική ουδετερότητα ακόμη και αν ξεκινάνε από διαφορετικές θέσεις.

Λαμβάνοντας υπόψη τις επιστημονικές συμβουλές και την τρέχουσα τεχνολογική πρόοδο, καθώς και τις ποικίλες μεταβατικές προκλήσεις στα κράτη μέλη, η Επιτροπή θεωρεί ότι υπάρχει ρόλος για το φυσικό αέριο και την πυρηνική ενέργεια ως μέσο για τη διευκόλυνση της μετάβασης προς ένα μέλλον που βασίζεται κυρίως στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.

Παρά το γεγονός ότι οι τιμές του αερίου προκαλούν ρίγη στις ευρωπαϊκές οικονομίες και στους καταναλωτές, αφού αποτελούν την κύρια αιτία για την οποία έχουν εκτοξευτεί στη στρατόσφαιρα οι τιμές του ρεύματος, στην Γερμανία, ο νέος καγκελάριος Όλαφ Σολτς μοιάζει να αμφιταλαντεύεται μεταξύ της ανάγκης να ανταποκριθεί στις ενεργειακές απαιτήσεις των καιρών και στην κάθετη άρνηση των Πράσινων εταίρων του στην κυβέρνηση στη χρήση πυρηνικής ενέργειας για ηλεκτροπαραγωγή.

Στο σημείο αυτό η γερμανική πολιτική για το θέμα συγκρούεται με τη γαλλική. Ο Πρόεδρος Μακρόν έχει ταχθεί αναφανδόν υπέρ της διεύρυνσης της συμετοχής της πυρηνικής ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα της Ευρώπης, καθώς η χώρα του πρωτοστατεί στη χρήση της εδώ και δεκαετίες. Το Παρίσι έχει καταγράψει στρατηγική νίκη επί των Γερμανών υποστηρικτών της ανανεώσιμς ενέργειας, αφού έπεισε την Κομισιόν να εγγράψει τις επενδύσεις στην πυρηνική ενέργεια στις «πράσινες» επενδύσεις.

Η επιχειρηματολογία των δύο στρατοπέδων είναι γνωστή από παλιά. Οι μεν υποστηρικτές του φυσικού αερίου και της πυρηνικής ενέργειας διατείνονται πως οι μονάδες αερίου και πυρηνικής ενέργειας είναι εξ ορισμού πιο καθαρές από όλες τις άλλες παραδοσιακές μορφές καυσίμων, επειδή εκπέμπουν λιγότερους ρύπους στην ατμόσφαιρα, οι δε πολέμιοι αντιτείνουν ότι το μεν αέριο δεν είναι αρκούντως «καθαρό»,  η δε πυρηνική νέργεια  επιβαρύνεται από τους κινδύνους των ραδιενεργών αποβλήτων.

Στο σημείο αυτό, το energia.gr έρχεται να αναδείξει τα προφανή πλεονεκτήμτα της χρήσης πυρηνικής ενέργειας, σε επίπεδο εξοικονόμησης πόρων, οικονομίας και προστασίας περιβάλλοντος.

Παλαιότερη εκτίμηση Γερμανών επιστημόνων υποδήλωνε πως η παραγωγή μιας κιλοβατώρας με πυρηνική ενέργεια κοστίζει γύρω στα 3 με 5 σεντ ενώ με ανεμογεννήτριες κοστίζει σχεδόν τρεις φορές περισσότερο και με ηλιακά πάνελ ακόμη πιο ακριβά. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να σημειωθεί ότι στο προαναφερθέν κόστος της πυρηνικής ενέργειας δεν συμπεριλαμβάνεται ο παροπλισμός των μονάδων, μετά τον τερματισμό της λειτουργίας της, ούτε η απόρριψη των πυρηνικών καταλοίπων.

(Επίδραση του προεξοφλητικού επιτοκίου στο ισοσταθμισμένο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας (LCOE) για διάφορες τεχνολογίες. Πηγή: ΟΟΣΑ) 

Η αξιολόγηση του σχετικού κόστους των νέων μονάδων παραγωγής που χρησιμοποιούν διαφορετικές τεχνολογίες είναι ένα πολύπλοκο ζήτημα και τα αποτελέσματα εξαρτώνται σε σημαντικό βαθμό από την τοποθεσία. Ο άνθρακας είναι, και πιθανότατα θα παραμείνει, οικονομικά ελκυστικός σε χώρες όπως η Κίνα και η Αυστραλία, εφόσον οι εκπομπές του δεν επιβαρύνονται με επιπλέον κόστος, όπως συμβαίνει στην Ε.Ε. Το φυσικό αέριο είναι επίσης ανταγωνιστικό για την παραγωγή βασικού φορτίου σε αρκετά μέρη του πλανήτη, ιδίως όταν αυτό συμβαίνει με τη χρήση σταθμών συνδυασμένου κύκλου. Από την άλλη πλευρά, οι πυρηνικοί σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής είναι μεν ακριβοί για να κατασκευαστούν, όμως αυτή η δαπάνη αντισταθμίζεται από το το χαμηλό κόστος λειτουργίας τους. Μάλιστα, σε πολλές χώρες, η πυρηνική ενέργεια είναι ευθέως ανταγωνιστική των ορυκτών καυσίμων ως πηγή παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

Είναι σημαντικό, επίσης, να τονιστεί πως εάν ληφθούν υπόψη το κοινωνικό, το υγειονομικό και το περιβαλλοντικό κόστος των ορυκτών καυσίμων, τότε βελτιώνεται δραστικά η ανταγωνιστικότητα της πυρηνικής ενέργειας. Η βασική οικονομική μέτρηση για κάθε μονάδα παραγωγής είναι το λεγόμενο «ισοπεδωμένο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας» (LCOE) δηλαδή, το συνολικό κόστος κατασκευής και λειτουργίας ενός σταθμού ηλεκτροπαραγωγής κατά τη διάρκεια λειτουργίας του, διαιρούμενο με τη συνολική ηλεκτρική ενέργεια που αποστέλλεται από το εργοστάσιο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου (κόστος ανά μεγαβατώρα).

Σε «ισοπεδωμένη» βάση, η πυρηνική ενέργεια θεωρείται μια οικονομική πηγή παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που συνδυάζει τα πλεονεκτήματα της ασφάλειας, της αξιοπιστίας και του πολύ χαμηλού όγκου εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Το κόστος λειτουργίας αυτών των μονάδων είναι χαμηλότερο από σχεδόν όλες τις ανταγωνιστικές με ορυκτά καύσιμα και συνοδεύεται από πολύ χαμηλό κίνδυνο πληθωρισμού του λειτουργικού κόστους. Τα εργοστάσια έχουν, σήμερα, προσδόκιμο ζωής 60 έτη αλλά πολύ περισσότερο στο μέλλον.

Από την άλλη, οι βασικοί οικονομικοί κίνδυνοι για τις υφιστάμενες μονάδες έγκεινται στις επιπτώσεις της επιδοτούμενης διαλείπουσας παραγωγής Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και της χαμηλού κόστους παραγωγής αερίου, αλλά ίσως ο πλέον σοβαρός είναι οι πολιτικοί κίνδυνοι που εμφιλοχωρούν στην εξίσωση και ιδίως το ενδεχόμενο επιβολής υψηλής φορολογίας.

(Προβλεπόμενο κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με συντελεστή δυναμικότητας 85%. Πηγή: ΟΟΣΑ) 

Οι οικονομικοί παράμετροι της πυρηνικής ενέργειας περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων, το κεφάλαιο κόστους, που ενσωματώνει το κόστος προετοιμασίας, κατασκευής, ανέγερσης, θέσης σε λειτουργία και χρηματοδότησης ενός πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής. Η κατασκευή ενός πυρηνικού αντιδραστήρα μεγάλης κλίμακας απαιτεί την πρόσληψη χιλιάδων εργαζομένων, τεραστίων ποσοτήτων χάλυβα και σκυροδέματος, χιλιάδες άλλα εξαρτήματα και πολλά συστήματα για την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας, ψύξης, εξαερισμού, συγκέντρωσης και διάχυσης πληροφοριών, ελέγχου και επικοινωνίας.

Επίσης, τα λειτουργικά έξοδα εγκατάστασης, που περιλαμβάνουν τα έξοδα καυσίμων, λειτουργίας και συντήρησης, καθώς και πρόβλεψη για τη χρηματοδότηση του κόστους παροπλισμού της μονάδας και επεξεργασίας και διάθεσης των χρησιμοποιημένων καυσίμων και των αποβλήτων. Πιο συγκεκριμένα, τα λειτουργικά κόστη μπορούν να διαιρεθούν σε «σταθερές δαπάνες», που πραγματοποιούνται ανεξάρτητα από το αν η μονάδα παράγει ηλεκτρική ενέργεια ή όχι, και σε «μεταβλητό κόστος», που ποικίλλει σε σχέση με την παραγωγή.

Ακόμη, περιλαμβάνουν το λεγόμενο εξωτερικό κόστος που επιβαρύνει την κοινωνία λόγω της λειτουργίας μιας μονάδας παραγωγή ηλεκτρισμού, το οποίο στην περίπτωση της πυρηνικής ενέργειας θεωρείται συνήθως μηδενικό, αλλά θα μπορούσε να περιλαμβάνει το κόστος αντιμετώπισης ενός σοβαρού ατυχήματος που υπερβαίνει το ασφαλιστικό όριο και το οποίο, στην πράξη, καλείται να επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό.

Τέλος, περιλαμβάνει και άλλα κόστη, όπως το κόστος συστήματος καθώς και οι ειδικοί φόροι για πυρηνικά.

Ενισχυτική της θέσης υπέρ της χρήσης πυρηνικής ενέργειας είναι και πρόσφατη έκθεση της Υπηρεσίας Πυρηνικής Ενέργειας του ΟΟΣΑ, που αναφέρει, είναι μακράν η επιλογή χαμηλότερου κόστους για όλες τις χώρες. Προσθέτει, όμως, πως επειδή οι πυρηνικές τεχνολογίες είναι έντασης κεφαλαίου σε σχέση με το φυσικό αέριο ή τον άνθρακα, το κόστος της πυρηνικής ενέργειας αυξάνεται σχετικά γρήγορα.

Όσον αφορά στο κόστος λειτουργίας της μονάδας περιλαμβάνει το κόστος των καυσίμων και της λειτουργίας και συντήρησης, με το μερίδιο των δαπανών καυσίμων, στο συνολικό κόστος, να ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό μεταξύ των τεχνολογιών. Για παράδειγμα, ενώ οι πυρηνικοί σταθμοί απαιτούν υψηλές επενδύσεις αλλά σχετικά χαμηλό κόστος καυσίμων, αυτή η αναλογία αντιστρέφεται στην περίπτωση των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο. Είναι σημντικό να τονίσουμε πως αυτό το χαμηλό κόστος καυσίμων χάρισε ευθύς εξαρχής ένα ισχυρό πλεονέκτημα στην πυρηνική ενέργεια σε σύγκριση με τις μονάδες που λειτουργούν με άνθρακα και φυσικό αέριο. Όσον αφορά στον επιμερισμό του κόστους, το ουράνιο, που πρέπει να υποστεί επεξεργασία, να εμπλουτιστεί και να κατασκευαστεί σε στοιχεία καυσίμου, αντιπροσωπεύει περίπου το 50% του συνολικού κόστους καυσίμου.

Αλλά ακόμη και με όλα τα κόστη συνυπολογισμένα, το συνολικό κόστος καυσίμου ενός πυρηνικού σταθμού στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ είναι συνήθως περίπου το 1/3 ίσως και το 50% του κόστους για ένα εργοστάσιο που καίει άνθρακα και μεταξύ 1/4 και 1/5 του κόστους μιας μονάδας φυσικού αερίου.

Το κόστος των καυσίμων αποτελεί παράμετρο που χαρακτηρίζεται από σταθερά αυξανόμενη απόδοση και μείωση του κόστους. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ, το κόστος των καυσίμων μειώθηκε κατά 23% μεταξύ 2012- 2019, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Πυρηνικής Ενέργειας, καθώς το ουράνιο έχει το πλεονέκτημα να είναι μια εξαιρετικά συμπυκνωμένη πηγή ενέργειας που μεταφέρεται εύκολα και φθηνά. Οι δε όγκοι που απαιτούνται για τη λειτουργία της μονάδας είναι απείρως λιγότερες σε σύγκριση με τον άνθρακα ή το πετρέλαιο. Μετρήσεις έχουν δείξει πως ένα κιλό φυσικού ουρανίου αποδίδει περίπου 20.000 φορές περισσότερη ενέργεια από την αντίστοιχη ποσότητα άνθρακα.

Εξάλλου, υπάρχουν και άλλες πιθανές εξοικονομήσεις, όπως είναι, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση που το χρησιμοποιημένο καύσιμο υποβληθεί σε επανεπεξεργασία. Παράλληλα, το κόστος παροπλισμού ενός ατομικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής ανέρχεται σε περίπου 9-15% του αρχικού κεφαλαιουχικού κόστους του.

(Προβλέψεις αύξησης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και της δυναμικότητας της πυρηνικής ενέργειας)

Σε ό, τι αφορά τώρα στην ανταγωνιστικότητα κόστους της πυρηνικής ενέργειας είναι δυνατό να επηρεαστεί από τον αντίκτυπο της διακοπτόμενης παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στις αγορές χονδρικής, καθώς το αμελητέο οριακό κόστος λειτουργίας της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας σημαίνει ότι, όταν οι κλιματικές συνθήκες επιτρέπουν την παραγωγή από αυτές τις πηγές, είναι χαμηλότερο από όλες τις υπόλοιπες πηγές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Πιο συγκεκριμένα, σε υψηλά επίπεδα παραγωγής ΑΠΕ, για παράδειγμα, όπως υπονοείται από το στόχο διείσδυσης της ανανεώσιμης ενέργειας στο 30% στο συνολικό μείγμα, όπως έχει θέσει η Ε.Ε., ο παράγοντας της πυρηνικής ικανότητας μειώνεται, αυξάνεται κατακόρυφα η αστάθεια των τιμών χονδρικής, ενώ το μέσο επίπεδο των τιμών υποχωρεί. Υπ΄αυτό το πρίσμα, η αυξημένη διείσδυση των διακοπτόμενων ΑΠΕ μειώνει σημαντικά την οικονομική βιωσιμότητα της πυρηνικής παραγωγής σε αγορές χονδρικής, όπου η ικανότητα της διαλείπουσας ανανεώσιμης ενέργειας είναι καίρια.

Μελέτη της Υπηρεσίας Πυρηνικής Ενέργειας του ΟΟΣΑ για το κόστος της απανθρακοποίησης και τα μερίδια της πυρηνικής ενέργειας και των ΑΠΕ, που εξεδόθη το 2019 διαπιστώνει ότι η ενοποίηση μεγάλων μεριδίων ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές συνιστά «μείζονα πρόκληση», για τα συστήματα ηλεκτρικής ενέργειας των χωρών –μελών του Οργανισμού και ιδίως για τους παραγωγούς πυρηνικής ενέργειας.

Συνοπτικά, το κόστος του συστήματος σε επίπεδο δικτύου, για διαλείπουσες μορφές ενέργειας (ΑΠΕ) είναι μεν υψηλό μεγάλο (μεταξύ 8 και 50 δολάρια ανά μγαβατώρα, αλλά εξαρτάται από τη χώρα, το πλαίσιο και την τεχνολογία σε χρήση, ενώ το κόστος μιας πυρηνικής εγκατάστασης δεν υπερβαίνει τα 3 δολάρια ανά μεγαβατώρα. Επίσης, ανάλυση έδειξε πως οι πιστώσεις μηδενικών εκπομπών για την πυρηνική ενέργεια, θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την οικονομική βιωσιμότητα των πυρηνικών σταθμών στον ανταγωνισμό με τις επιδοτούμενες ΑΠΕ, αλλά και το φυσικό αέριο χαμηλού κόστους.

Η πυρηνική ενέργεια αποτελεί τον κύριο άξονα που ανταποκρίνεται στη ζήτηση βασικού φορτίου. Η μεταβλητότητα που χαρακτηρίζει την ηλιακή και την αιολική παραγωγή ενέργειας επιβάλλει δαπανηρές προσαρμογές στο υπολειπόμενο σύστημα ηλεκτροπαραγωγής και αυτό το κόστος του συστήματος είναι που παραλείπεται, κατ΄ουσίαν από τις αγορές ηλεκτρισμού. Απλώς το επιβαρύνουν κατά τρόπο που καθιστά ουσιαστικά αδύνατη τη λογική διαμόρφωση μιας αποτελεσματικής πολιτικής αντιμετώπισης του κόστους.

(άρθρο βασισμένο σε τεχνική και οικονομική πληροφόρηση από το http://www.world-nuclear.org/ )