Η χρονιά που τελειώνει οριοθετεί το πέρασμα της χώρας, ενδεχομένως και ολόκληρης της  Ευρώπης, σε μια τροχιά, της οποίας δεν διαθέτουμε ακόμη τις πλήρεις συντεταγμένες, ούτε ένα ολοκληρωμένο στίγμα. Αυτό που αφήνει πίσω της είναι αναπάντητα ερωτήματα, ατελείς εικασίες και αμήχανες εκδηλώσεις βεβαιότητας για τα μελλούμενα να συμβούν. Στην αφετηρία της πρωτόγνωρης, για τη σύγχρονη κοινωνία εποχής του Covid-19, η Ελλάδα φάνηκε αρχικά να «χαράσσει δρόμους». Άρκεσαν όμως ορισμένες λαθεμένες προσεγγίσεις, που συνοδεύτηκαν

από ένα κλίμα επανάπαυσης, άγνοιας και πιθανώς ανεπαρκών πολιτικών στον τομέα της υγείας, για να φθάσουμε σήμερα σε σημείο η χώρα να εμφανίζει ποσοστό θνητότητας 1,9% αναλογικά με τον πληθυσμό της και να συγκαταλέγεται στην πρώτη οκτάδα των κρατών με τις υψηλότερες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές στον κόσμο, όταν στην Κύπρο δεν ξεπερνά το 0,4%!

Στην οικονομία, η χώρα πέτυχε να αναστρέψει τις καταστροφικές επιδόσεις που κατέγραψε στον απόηχο της εμφάνισης της πανδημίας, το 2020 και να επιστρέψει –συγκυριακά- σε εντυπωσιακά ποσοστά ανάπτυξης. Η Ελλάδα κατέγραψε τον τρίτο υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης στην Ευρωζώνη, (7,1%) χάρη στην αύξηση της  εγχώριας ζήτησης και στα αυξημένα τουριστικά έσοδα, με τον δείκτη τιμών να κυμαίνεται σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα (0,1%) για το σύνολο του έτους, έναντι 2,4% στο σύνολο της νομισματικής ένωσης.

Εκεί που σημειώθηκαν όμως εντυπωσιακές εξελίξεις και ριζικές αλλαγές ήταν στο χώρο της Ενέργειας. Ο κλάδος που έως και πριν από μερικά χρόνια δεν απασχολούσε παρά λίγους μυημένους εκτός από τους αμιγώς ανθρώπους της αγοράς, έχει γίνει σήμερα «κτήμα» των πολλών και σήμα κατατεθέν όλων των αποφάσεων που λαμβάνουμε και αφορούν στην καθημερινότητά μας.

Οι εξελίξεις στον ενεργειακό χώρο αφορούν ολοένα και περισσότερο στην κοινωνία των πολιτών, στις επιχειρήσεις, στη βιομηχανία, στη ναυτιλία, στις μετακινήσεις και μεταφορές και επηρεάζουν και αλληλεπιδρούν, με την οικονομία καθαυτή.  

Το 2021 χαράχτηκε από ένα πλήθος γεγονότων που αναμένεται να έχουν σημαντική επίδραση στη ζωή μας κατά τις επόμενες δεκαετίες. Οι ιδιωτικοποιήσεις των άλλοτε κρατικών μονοπωλίων στο φυσικό αέριο, η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της ΔΕΗ από την οποία απέσχε το ελληνικό δημόσιο, η έναρξη λειτουργίας της μικρής ηλεκτρικής διασύνδεσης της Κρήτης, καθώς και τα coupling με τις αγορές ηλεκτρισμού της Ιταλίας και της Βουλγαρίας  που σηματοδότησε τη συμμετοχή των εγχώριων χονδρεμπορικών αγορών στην πανευρωπαϊκή ενοποίηση του Target Model, η ραγδαία εξάπλωση της χρήσης φυσικού αερίου για οικιακή και βιομηχανική χρήση, αποτελούν ορισμένες από τις εξελίξεις με θετικό πρόσημο που καταγράφηκαν το 2021.

Στον αντίποδα κυριαρχεί η συνεχιζόμενη κρίση τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας που πυροδότησε το άλμα των τιμών του φυσικού αερίου. Η διάρκειά της και οι επιτώσεις της σε όλο το φάσμα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής είναι ακόμη δύσκολο να προβλεφθεί, παρά τις «φιλότιμες» απόπειρες που κατέβαλαν εθνικές κυβερνήσεις και Βρυξέλλες για να περάσουν το μήνυμα περί μιας συγκυριακής κρίσης με σύντομη ημερομηνία λήξης.

Τα ελλείματα σε επίπεδο πολιτικής, ρυθμιστικού πλαισίου και ανάληψης έγκαιρης δράσης τα οποία θα απέτρεπαν τα κενά στον εφοδιασμό της αγοράς με φυσικό αέριο - κυρίαρχο καύσιμο στην ηλεκτροπαραγωγή - η ένταση στις σχέσεις κομβικών «παικτών» για την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης, όπως η ευρωρωσική διένεξη για τον Nord Stream2,  καθώς και οι επιπτώσεις της πανδημίας ανατροφοδοτούν διαρκώς τις εστίες αυτής της κρίσης και θέτουν εν αμφιβόλω την επιτυχία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος για την Ενεργειακή Μετάβαση.

Η μόνη βεβαιότητα που έχουμε, στη χαραυγή του νέου έτους, είναι η αβεβαιότητα από το 2021. Το ανησυχητικό με τα πρόσωπα που έχουν αναλάβει την ευθύνη να χαράσσουν και να εφαρμόζουν πολιτικές είναι το ότι μοιάζουν να μη συνειδητοποιούν πως για να λειτουργήσει σωστά και δίκαια η οικονομία και η κοινωνία, χρειάζεται εμπιστοσύνη στις προθέσεις και συνέπεια στις πράξεις. Χρειάζεται όμως, πάνω απ΄όλα, υπεύθυνη και αξιόπιστη δράση για να εξαλειφθεί η πληγή του Covid-19.