Καθώς η πανδημία του Covid-19 μετριέται πλέον σε γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου, προκαλεί νέο κύμα διαταραχών στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου. Πέρυσι πυροδότησε την καταβαράθρωση των τιμών λόγω της "βουτιάς" στη ζήτηση. Φέτος πυροδοτεί μια αντίστροφη τάση, χάρη στην πεποίθηση πως η τελευταία και πιο μεταδοτική παραλλαγή της πανδημίας, θα έχει, τελικά, περιορισμένο αντίκτυπο στην παγκόσμια ζήτηση κατά το επόμενο έτος. Η πεποίθηση αυτή δεν κλονίστηκε ούτε από το γεγονός πως το αμερικανικό WTI βρέθηκε κάτω από ισχυρή πίεση λόγω της ακύρωσης εκατοντάδων πτήσεων 

στον απόηχο της αλματώδους αύξησης των κουσμάτων του νόυ κορονοϊού. Συγκεκριμένα, περισσότερες από 1.300 πτήσεις ακυρώθηκαν από αμερικανικές αεροπορικές εταιρείες από την Κυριακή. 

Παρά ταύτα, η τιμή του Brent που θεωρείται το διεθνές benchmark και ενισχύθηκε στα 78,80 δολάρια το βαρέλι, την Κυριακή, σήμερα κινείται ακόμη πιο ανοδικά, στην περιοχή των 78,93 δολαρίων, ενώ αντίστοιχη ενίσχυση έχει να παρουσιάσει και το αμερικανικό WΤΙ του οποίου η τιμή κινείται στο εύρος διακύμανσης πέριξ των 76 δολαρίων το βαρέλι.

Είναι ενδεικτικό της αντιστροφής των τάσεων στις τιμές του πετρελαίου το γεγονός πως το Brent που έχει ενισχυθεί σε ποσοστό που υπερβαίνει το 45% από τις αρχές του έτους που λήγει, χάρη  στην ανάκαμψη των περικοπών ζήτησης και προσφοράς από τον OPEC+, αν και κατέγραψε πτώση 10% τον περασμένο μήνα, Νοέμβριο, λόγω της επίπτωσης που είχε η είδηση για την εξάπλωση της νέας παραλλαγής του Covid-19, εν τούτοις ανέκτησε σύντομα τα κέρδη του, όπως φάνηκε και από την τροχιά των τιμών το προηγούμενο επταήμερο των συναλλαγών στις διεθνείς αγορές, όταν κατέστη γνωστό ότι η «Όμικρον» αποτελεί μια ηπιότερη μορφή της ασθένειας.

(Διακύμανση τιμών Brent τελευταίων έξη ημερών. Πηγή: FT.com)

Κι ενώ τούτα συμβαίνουν σε επίπεδο τιμών και αγορών, η απομείωση σε νέες επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη υδρογονανθράκων, κατά την περίοδο της πανδημίας βρίσκεται στο χειρότερο επίπεδό της από το 1946, σύμφωνα με έκθεση της Rystad Energy.

Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, αν και προγραμματίζονται ορισμένες γεωτρήσεις με καλές προοπτικές, τις αμέσως επόμενες ημέρες, εντούτοις, ακόμη και  η περίπτωση να υπάρξει μια σημαντική ανακάλυψη, ενδέχεται να μην είναι ικανή να αντιστρέψει το αρχικό συμπέρασμα για το 2021.

Την εικόνα επιβαρύνει και το γεγονός ότι αθροιστικά, οι όγκοι των νέων  κοιτασμάτων κινούνται στο χαμηλότερο όριο των τελευταίων δεκαετιών εκτιμά κορυφαίος αναλυτής της εταιρείας, κάτι που όπως υποστηρίζει, αποδεικνύεται από το ότι καμία μεγάλη ανακάλυψη δεν έχει ανακοινωθεί τον Δεκέμβριο. Τη δυσοίωνη εικόνα συμπληρώνουν τα στοιχεία που δείχνουν ότι έως το τέλος Νοεμβρίου, οι συνολικές ποσότητες υδρογονανθράκων που ανακαλύφθηκαν φέτος υπολογίζονται σε 4,7 δισ. βαρέλια ισοδύναμου πετρελαίου (boe)  από 12,5 δισ. boe το αμέσως προηγούμενο έτος, 2020.

(Ανακαλύψεις νέων κοιτασμάτων, παγκοσμίως, για το 2021. Πηγή: Rystad Energy)

Σύμφωνα με την Rystad Energy, η μεγαλύτερη ανακάλυψη έγινε τον περασμένο μήνα ανοικτά των ακτών του Μεξικού και ανήκει στην ρωσική Lukoil. Το κοίτασμα εκτιμάται πως  περιέχει περί τα 75 εκατ. βαρέλια ισοδύναμου πετρελαίου σεανακτήσιμους πόρους.

Η ευρύτερη εικόνα για τη βιομηχανία πετρελαίου επιδεινώνεται και από την είδηση ότι η Κολομβία, τρίτος μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου της Λατινικής Αμερικής, μετά την Βραζιλία και το Μεξικό, απειλείται με απώλεια της ενεργειακής αυτάρκειά της αλλά και  σημαντικού τμήματος του ΑΕΠ της στα αμέσως επόμενα χρόνια, εκτός και εάν καταφέρει να επιταχύνει το ερευνητικό πρόγραμμά της, σύμφωνα με τελευταία έκθεση.  Η παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου της χώρας, μαζί με τα συνολικά αποδεδειγμένα αποθέματά της μειώνονται, ενώ οι επενδύσεις είναι πιθανό ότι δεν θα  ανακάμψουν στα προ πανδημίας επίπεδα, τουλάχιστον  τη δεκαετία που διανύουμε.

'Hδη η παραγωγή αργού πετρελαίου στην Κολομβία διαμορφώνεταιο φέτος σε νέο χαμηλό από το 2009, με περίπου 730.000 βαρέλια την ημέρα. Αντιθέτως, η παραγωγή φυσικού αερίου παραμένει σε γενικές γραμμές σταθερή από το 2016, με μέσο όρο ελαφρώς υψηλότερα από 1,07 δισ. κυβικά πόδια ημερησίως φέτος , ή ποσοστιαία αύξηση της τάξης του 2,7% από το 2020, αν και σημαντικά χαμηλότερα από τα υψηλά της προηγούμενης δεκαετίας.