Μια αρνητική δήλωση της νέας υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας, της Πράσινης Αναλένα Μπέρμποκ για τον Nord Stream 2 εν μέσω της διένεξης με την Ρωσία για την Ουκρανία ήταν αρκετή για να εκτοξεύσει μονομιάς τις τιμές φυσικού αερίου εν μέσω καταχείμωνου. Οι Γερμανοί αποφάσισαν να πληρώσουν τους Ρώσους με το ίδιο νόμισμα -όπως έχει κάνει πολλάκοις η Μόσχα στο παρελθόν-, χρησιμοποιώντας την ενέργεια σαν 

το ύστατο διαπραγματευτικό χαρτί ως μέσο πίεσης και αποτροπής μιας ρώσικης εισβολής στην Ουκρανία. Αρχικά η κ. Μπέρμποκ ανέφερε ότι ο αγωγός δεν μπορεί να εγκριθεί επειδή δεν πληροί τις απαιτήσεις του ευρωπαϊκού ενεργειακού νόμου.

Υπενθυμίζεται ότι οι γερμανικές ρυθμιστικές αρχές ανέστειλαν την πιστοποίηση του αγωγού τον περασμένο μήνα επειδή η θυγατρική εταιρεία που ανήκει στην Gazprom, η Nord Stream 2 AG, δεν είχε «δημιουργήσει σωστά μια γερμανική εταιρική μονάδα».

Έπειτα όμως η κ. Μπέρμποκ κατέστησε σαφές ότι ο αγωγός δεν πρόκειται να λάβει άδεια για να λειτουργήσει σε περίπτωση νέας κλιμάκωσης στην Ουκρανία. Πρόκειται για τον όρο που έθεσαν οι Αμερικάνοι στην συμφωνία που επιτεύχθηκε το περασμένο καλοκαίρι ανάμεσα στο Βερολίνο και την Ουάσινγκτον για την συνέχιση του έργου χωρίς την επιβολή αμερικανικών κυρώσεων. Τότε οι ανατολικοί γείτονες της Γερμανίας είχαν εκφράσει σοβαρές ενστάσεις. Κοινή ανακοίνωση του πολωνικού και του ουκρανικού υπουργείου Εξωτερικών είχε αναφέρει ότι η συμφωνία έχει προκαλέσει «μία πολιτική, στρατιωτική και ενεργειακή απειλή για την Ουκρανία και την κεντρική Ευρώπη».

Ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολόντιμιρ Ζελένσκι είχε προειδοποιήσει ότι «η απόφασις για τον Nord Stream 2 δεν μπορεί να λαμβάνεται πίσω από την πλάτη όλων εκείνων, για τους οποίους συνιστά πραγματική απειλή».
Τώρα ο Μπάιντεν δέχεται ασφυκτικές πιέσεις και από το εσωτερικό του κόμματός του για επαναφορά των κυρώσεων λόγω της ενδεχόμενης εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία. Εξ αλλου οι ΗΠΑ ήταν εξαρχής αντίθετες με τον αγωγό, προβάλλοντας ως βασικό επιχείρημα ότι θα αποτελέσει διαπραγματευτικό όπλο της Ρωσίας απέναντι στην ΕΕ καθώς -με την παράκαμψη του συστήματος αγωγών μεταφοράς φυσικού αερίου της Ουκρανίας- η Ρωσία θα μπορούσε να «ανοιγοκλείνει τη στρόφιγγα» κατά το δοκούν, βγάζοντας από την μέση το διόλου αγαπητό της, Κίεβο.

Τότε η Άγγελα Μέρκελ, ως γνήσια Γερμανίδα, είχε μεν υποστηρίξει ότι δεν πρέπει επ ουδενί να ζημιωθεί η Ουκρανία -πώς θα γίνει αυτό όμως δεν είπε-, ωστόσο τάχθηκε υπέρ της κατασκευής του αγωγού. Τώρα, που το ουκρανικό ζήτημα έχει επανέλθει ανησυχητικά στην επικαιρότητα, η νέα κυβέρνηση του Όλαφ Σόλτς επιχειρεί να παίξει με τις τιμές ενέργειας και τον Nord Stream 2, χωρίς όμως να την ευνοεί η συγκυρία. Η παγκόσμια ενεργειακή κρίση καθώς και οι προβλέψεις για ψυχρότερο χειμώνα οδήγησαν τα προθεσμιακά συμβόλαια παράδοσης φυσικού αερίου του επόμενου μήνα στα υψηλότερα επίπεδά τους από τις αρχές Οκτωβρίου, με τις τιμές αναφοράς να αυξάνονται έως και 10%.

Και εν τελει αυτός που θα ζημιωθεί περισσότερο από την μη λειτουργία του αγωγού δεν είναι η Ρωσία. Εντούτοις, παρά τις τελευταίες εξελίξεις, τις καθυστερήσεις, τις προειδοποιήσεις και τις ενστάσεις, εκτιμάται ότι η νέα γερμανική κυβέρνηση δεν πρόκειται να σταθεί εμπόδιο στην λειτουργία του αγωγού. Άλλωστε ο ίδιος ο Γερμανός Καγκελάριος Όλαφ Σολτς διατηρεί στενές σχέσεις με τον μεγαλύτερο Γερμανό υποστηρικτή του Nord Stream 2, τον πρώην Σοσιαλδημοκράτη Καγκελάριο, Γκέρχαρντ Σρέντερ. Σήμερα, ο Σρέντερ είναι πρόεδρος του ΔΣ της ρωσικής κρατικής εταιρείας πετρελαίου Rosneft και της Nord Stream AG, και προσωπικός φίλος του Πούτιν.

Και όλως τυχαίως προ ολίγων ημερών ο Ρώσος Πρόεδρος άνοιξε τον δρόμο για την συμμετοχή και της Rosneft στην τροφοδοσία της Ευρώπης Διέταξε την κυβέρνηση να επεξεργαστεί προτάσεις μέχρι την 1η Μαρτίου για ετήσιες προμήθειες 10 δισ. κυβικών μέτρων φυσικού αερίου στην Ευρώπη από τον εν λόγω ενεργειακό κολοσσό.

Σε κάθε περίπτωση η αλήθεια είναι ότι από όλη αυτή την κατάσταση και το «μπραντ ντε φερ» Γερμανών-Αμερικάνων και Ρώσων, αυτοί που ουσιαστικά την πληρώνουν είναι οι Ευρωπαίοι καταναλωτές, καθώς η ΕΕ παραμένει πλήρως εξαρτημένη από την Μόσχα για το φυσικό αέριο. Και επαφίεται κατά κύριο λόγο στις ορέξεις της κρατικής Gazprom και του ίδιου του Βλαντιμίρ Πούτιν.