Η EΔΕΥ σε Drive Προσέλκυσης Νέων Επενδυτών για τα "Ορφανά" Μπλοκ- Τί Αναφέρθηκε στο 25ο Συνέδριο του ΙΕΝΕ

Η EΔΕΥ σε Drive Προσέλκυσης Νέων Επενδυτών για τα Ορφανά Μπλοκ- Τί  Αναφέρθηκε στο 25ο Συνέδριο του ΙΕΝΕ
του Αδάμ Αδαμόπουλου
Τρι, 7 Δεκεμβρίου 2021 - 08:05

Όλοι θέλουμε να πάμε σε ένα μέλλον που δεν θα υπάρχουν ρύποι αλλά το θέμα είναι ότι πρόκειται για μια τεράστια πρόκληση. Δεν αρκεί μόνο να μειώσουμε τις εκπομπές CO2, καθώς, παράλληλα με την προστασία του περιβάλλοντος, πρέπει να φροντίσουμε να έχουμε ενεργειακή επάρκεια και ασφάλεια, καθώς και ενέργεια που θα είναι προσιτή σε όλους. Αυτά είπε μεταξύ άλλων 

στο πρόσφατο 25ο Εθνικό Συνέδριο «Ενέργεια & Ανάπτυξη» του ΙΕΝΕ, ο υπεύθυνος της γεωεπιστημονικής ομάδας της ΕΔΕΥ, Δρ Ευθύμιος Ταρτάρας. Το γιατί αυτό αποτελεί πρόκληση μπορούμε να το δούμε στα στοιχεία για την παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας το 2019, καθώς το 2020, έτος πανδημίας, όλα άλλαξαν και οι μετρήσεις κατέστησαν αναξιόπιστες, τόνισε.  

«Η κατανάλωση είναι τεράστια. Μιλάμε για 159 τρισ. κιλοβατώρες! Αλλά ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο που πρέπει να αντιληφθούμε είναι ότι ο ηλεκτρισμός αποτελεί συνολικά, μόλις ένα 17% αυτής της ενέργειας. Το υπόλοιπο 83% αφορά σε μεταφορές, θέρμανση κλπ. Από αυτό το 17%, το 2019, μόνο το 33% (1/3) προερχόταν από ΑΠΕ ή πυρηνικά. Το υπόλοιπο ποσοστό προερχόταν από ορυκτά καύσιμα» ανέφερε ο κ. Ταρτάρας.

Πιο ειδικά, το 86% της ενέργειας που καταναλώθηκε εκείνη τη χρονιά προερχόταν από ορυκτά καύσιμα, εκ των οποίων το 61% από άνθρακα και πετρέλαιο, δηλαδή τους δύο τύπους ορυκτών καυσίμων που ευθύνονται περισσότερο για την περιβαλλοντική μόλυνση. Η τεράστια αυτή εξάρτηση δεν μπορεί να αλλάξει από τη μια μέρα στην άλλη και για αυτό αναφερόμστε στην Ενεργειακή Μετάβαση. Απαιτείται, δηλαδή ένα ικανό χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτή η μετάβαση θα συμβεί σταδιακά.

Όσον αφορά στην κατανάλωση ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ο κ. Ταρτάρας είπε ότι ενώ έχει κάνει περισσότερα προς την κατεύθυνση των ΑΠΕ, σε σύγκριση με άλλες περιοχές του πλανήτη, εν τούτοις δεν παύει να έχει σημαντική εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Πιο συγκεκριμένα, το 47% της συνολικής ενέργειας που καταναλώνεται στην Ε.Ε. προέρχεται από άνθρακα και πετρέλαιο, ποσοστό που ανεβαίνει στο 70% εάν προστεθεί και το φυσικό αέριο. Δηλαδή, είπε, είναι μεν χαμηλότερο από το 86% σε σχέση με την παγκόσμια κλίμακα, αλλά είναι σε κάθε περίπτωση πολύ υψηλό.

Όσον αφορά στην Ελλάδα, το στέλεχος της ΕΔΕΥ είπε πως αυτή τη στιγμή η χώρα εισάγει τα ¾ της ενέργειας που καταναλώνει και σχεδόν όλο το πετρέλαιο και το φ. αέριο. «Η εξάρτησή μας από τα ορυκτά καύσιμα βρίσκεται στο 82% δηλαδή πολύ υψηλότερος από τον μ.ο. της Ε.Ε. Για το λόγο αυτό, αλλά και προκειμένου να συμβάλει στην ουσιαστική μείωση των εκπομπών CO2, η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει πολύ φιλόδοξα σχέδια για την απολιγνιτοποίηση και συναφείς στόχους, στο πλαίσιο του ΕΣΕΚ. Όμως, προκειμένου να στηριχθεί η βιομηχανία υδρογονανθράκων αλλά και για να επιτύχει η πολιτική για την ενεργειακή μετάβαση, το 40% του ενεργειακού μείγματος θα πρέπει να προέρχεται από το φ. αέριο που είναι δύο φορές πιο καθαρό από τον άνθρακα και κυρίως, προσφέρει σταθερότητα στο ενεργειακό μας σύστημα, κάτι που δεν μπορούν να κάνουν, ακόμη, οι ΑΠΕ», εξήγησε.

Ο κ. Ταρτάρας διαβλέπει ότι τα πλεονεκτήματα της Ελλάδας στον τομέα του φ. αερίου είναι πολύ μεγάλα όπως φαίνεται και από το ισχυρό ενδιαφέρον μεγάλων ξένων εταιρειών υδρογονανθράκων. «Και το σημαντικό είναι ότι δεν είναι ότι απλώς έχουμε, πιθανώς, σημαντικά κοιτάσματα αερίου αλλά το πώς μπορούμε να τα αναπτύξουμε. Σε αυτό έχουμε ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα τις υποδομές μας σε αγωγούς, που ολοένα και επεκτείνονται, τα διυλιστήρια πετρελαίου, το FSRU στην Αλεξανδρούπολη, τον τερματικό σταθμό LNG στην Ρεβυθούσα, ενώ το  επόμενο έτος, θα έχει ξεκινήσει η διαδικασία για την υπόγεια αποθήκη της Ν. Καβάλας και της αποθήκης CO2 στον Πρίνο. Παράλληλα, κτός από τους αρκετούς θερμοηλεκτρικούς σταθμούς που καίνε φυσικό αέριο έχουμε και υψηλές προοπτικές για ναυτιλιακή χρήση στο μέλλον. Όλα τούτα σημαίνουν ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει σημντικός ενεργειακός κόμβος» είπε.

Στη συνέχεια αναρωτήθηκε αν υπάρχει χρόνος για να γίνουν όλα αυτά και η απάντησή του ήταν καταφατική. « Πιστεύω πως έχουμε ένα χρονικό ορίζοντα 30 ετών για το φυσικό αέριο, ενώ, σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, η ΝΑ Μεσόγειος παρουσιάζει τους πιο ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης νέων κοιτασμάτων φυσικού αερίου στον κόσμο από το 2006 και μετά» τόνισε για να προσθέσει: «Άρα η Ελλάδα μπορεί να αναπτύξει με επιτυχία και προς όφελος της οικονομίας, τα πιθανά κοιτάσματά της και τούτο επειδή υπάρχουν πολλές συνέργειες με τις ΑΠΕ και τα πλωτά αιολικά που θα μπορούσαν να τροφοδοτούν με ηλεκτρική ενέργεια τις εξέδρες άντλησης των υδρογονανθράκων, ενώ θα μπορούσαν, όλα αυτά, να συνδυαστούν και με μονάδες αποθήκευσης άνθρακα που θα συμβάλουν στο να επιτευχθούν οι κλιματικοί στόχοι για το 2050.»

Απαντώντας σε ερωτήσεις σχετικά με την πολιτική των ξένων εταιρειών στις οποίες έχουν απονεμηθεί παραχωρήσεις στον ελληνικό θαλάσσιο χώρο αλλά και το τι προτίθεται να πράξει η ΕΔΕΥ προς την κατεύθυνση της προσέλκυσης νέων επενδυτών, ο κ. Ταρτάρας είπε πως δεν έχουν όλες οι πετρελαϊκές εταιρείες την ίδια στρατηγική. Ορισμένες εξακολουθούν να πραγματοποιούν έρευνες υδρογονανθράκων στην Ευρώπη και σε άλλες περιοχές του πλανήτη, ακόμη και υπό τον μανδύα και τη συγκυρία της πράσινης μετάβασης. Με αυτό το σκεπτικό η Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων, τόνισε, έχει καταρτίσει συγκεκριμένο σχέδιο για την προσέλκυση νέων επενδυτών που θα ήταν πρόθυμοι να αναλάβουν υφιστάμενα θαλάσσια μπλοκ στην ελληνική επικράτεια, μετά την αποχώρηση από αυτά εγχώριων και ξένων εταιρειών.

«Όλες οι ενδείξεις στον ελληνικό χώρο είναι θετικές. Λέμε ότι στην περιοχή της Κρήτης υπάρχουν, δυνητικά πολλά κοιτάσματα τύπου Zohr », επεσήμανε για να προσθέσει ότι αυτό που χρειάζεται είναι το να έχουμε περισσότερα γεωφυσικά δεδομένα, επειδή, όπως εξήγησε, με εξαίρεση ορισμένα τρισδιάστατα σεισμικά δεδομένα (3D) στον Πατραϊκό και στα Ιωάννινα, τα τελευταία αξιόλογα σεισμικά δεδομένα που έχουμε στη διθάθεσή μας προέρχονται από το μακρυνό 2012.

Ο κ. Ταρτάρας δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στην αποχώρηση της ισπανικής Repsol, για την οποία υποστήριξε πως η απόφαση της δεν βασιζόταν σε γεωλογικά δεδομένα. «Καμιά εταιρεία δεν έφυγε από την Ελλάδα επειδή πίστευε ότι δεν υπάρχουν δυνητικά κοιτάσματα. Η Repsol αποφάσισε απλώς, να μειώσει τις χώρες στις οποίες δραστηριοποιείται από 24 σε 12. Η Ελλάδα δεν ήταν μέσα σε αυτές και οι λόγοι ήταν πολλοί», είπε χαρακτηριστικά χωρίς να δώσει όμως περαιτέρω εξηγήσεις.

Τέλος, είπε πως η ΕΔΕΥ θεωρεί ότι δεν είναι κατάλληλος χρόνος για ένα καινούριο «bid round» και αντιθέτως στρέφει την προσοχή της στην προσέλκυση νέων επενδυτών, με  προφανή στόχο να μην καταλήξουν στα συρτάρια περιοχές που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για έρευνα και παραγωγή υδρογονανθράκων, όπως τόνισε.