Ως γνωστόν, η φύση απεχθάνεται το κενό και αργά η γρήγορα σπεύδει να βρει τρόπους να καλύψει τα όποια ανοίγματα είτε στον ηλεκτρονικό μικρόκοσμο των «ατόμων» είτε στον ορατό κόσμο του πλανήτη Γη και γενικότερα του σύμπαντος. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει σήμερα σε αυτό που αποκαλούμε ενεργειακές αγορές είτε αυτές αφορούν το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο ή τον ηλεκτρισμό.

Είναι, πλέον, κοινά αποδεκτό, και ορατό δια γυμνού οφθαλμού, ότι τους τελευταίους μήνες παρατηρείται σε παγκόσμιο επίπεδο μια δυσαρμονία μεταξύ ενεργειακής προσφοράς και ζήτησης που επηρεάζει πλέον τις τιμές όλων ανεξαιρέτως των ενεργειακών πρώτων υλών και προϊόντων.

Τα βαθύτερα αιτία της εν λόγω δυσαρμονίας, όπως τα έχουμε αναλύσει διεξοδικά μέσω της στήλης, δεν είναι άλλα από την ισχυρή και απότομη post-Covid19 ζήτηση από τις αρχές του έτους σε συνδυασμό με την συστηματική υπό-επένδυση σε ενεργειακές υποδομές και στην παραγωγή, ιδιαίτερα στον κλάδο του Oil & Gas, κατά τα τελευταία επτά χρόνια. Κάτι που παρατηρήθηκε μετά την μεγάλη και απότομη πτώση των τιμών του αργού πετρελαίου στον απόηχο της καταστροφικής, γι’ αυτόν, απόφασης του OPEC τον Δεκέμβριο του 2014 στην Βιέννη (όπου από τα $ 100 το βαρέλι η τιμή του έπεσε στα $ 30 και $ 40). Όμως, δεν ήταν μόνο η πτώση των τιμών του αργού, οι οποίες σε κάθε περίπτωση επανέκαμψαν μετά διετία. Υπάρχουν δυο ακόμα σοβαροί παράγοντες που είχαν καθοριστική επίδραση που επηρέασαν αρνητικά την ανάπτυξη βασικών ενεργειακών υποδομών σε παγκόσμια κλίμακα.

Ο πρώτος έχει να κάνει με τα επακόλουθα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008 και την αναιμική οικονομική ανάκαμψη που ακολούθησε, και η οποία επηρέασε άμεσα για αρκετά χρόνια τις επενδύσεις σε βασικές ενεργειακές και βιομηχανικές υποδομές. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Jeff Currie σε πρόσφατο άρθρο του στους FT «καθώς η ζήτηση για πρώτες ύλες μειωνόταν, έτσι μειώνονταν και οι αποδόσεις σε παραδοσιακούς κλάδους της παλαιάς οικονομίας (old economy). Χαμηλότερες αποδόσεις οδήγησαν σε επενδύσεις σε κλάδους με μικρότερο κύκλο ζωής (less long -cycle old economy capital expenditure) παρά σε μακράς απόδοσης βιομηχανικές επενδύσεις με κύκλο ζωής 5-10 χρόνια. Οι περισσότερες επενδύσεις κατευθύνθηκαν σε κλάδους τεχνολογίας με υψηλές αποδόσεις, ενώ το 2013, με την κάμψη του μέχρι τότε υψηλού ρυθμού ανάπτυξης της Κίνας, η παγκόσμια βιομηχανική δραστηριότητα άλλαξε ταχύτητα προς τα κάτω και οι πρώτες ύλες ξεκίνησαν την ιστορική ολίσθηση». Έτσι, σήμερα η παλαιά οικονομία εκδικείται για την αδιαφορία και την υπό-επένδυση της δεκαετίας του 2010. Γι’ αυτό, όπως σημειώνουν και άλλοι έγκυροι αναλυτές, απ’ εδώ και εμπρός θα αυξάνεται η πίεση στις τιμές ενεργειακών και βιομηχανικών προϊόντων καθώς ελλιπείς υποδομές θα πασχίζουν να ανταποκριθούν σε ισχυρή και εκτεταμένη ζήτηση.

Ο δεύτερος λόγος, όχι λιγότερος επιβλαβής από τον πρώτο, σχετίζεται με την συνεχή και απροκάλυπτη πίεση από ακτιβιστές παντός είδους και προέλευσης για τον τερματισμό των επενδύσεων σε ορυκτά καύσιμα με στόχο την μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, ώστε πάση θυσία να ελεγχθεί η κλιματική αλλαγή και η άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη μέχρι τους 1,5 βαθμούς Κελσίου. (βλέπε Συμφωνία των Παρισίων 2015) Ο ακτιβισμός των διαφόρων ανησυχούντων και κερδοφόρων funds μαζί με τις χρηματοδοτούμενες από αυτά ΜΚΟ (λ.χ. Greenpeace, WWF, Climate Rebellion κλπ.) σε συνδυασμό με τον βολονταρισμό υψηλόβαθμων και μη στελεχών διεθνών οργανισμών (ΕΕ, ΟΗΕ) και επενδυτικών τραπεζών (βλέπε World Bank, EIB, EBRD κ.ά.) δεν άργησαν να φέρουν αποτέλεσμα και έτσι κάμφθηκε αισθητά ο ρυθμός επενδύσεων στα ορυκτά καύσιμα και στις αντίστοιχες υποδομές όχι μόνο σε Ευρώπη και ΗΠΑ αλλά και σε πολλές άλλες χώρες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επηρεάσει τα επενδυτικά προγράμματα σχεδόν όλων των δυτικών πετρελαϊκών και των διαφόρων καθετοποιημένων ενεργειακών εταιρειών με αυτές να στρέφονται μαζικά προς τις ΑΠΕ και προς το υδρογόνο, το «ιερό δισκοπότηρο» της ενεργειακής ευμάρειας του αύριο.

Και όλα αυτά υπό την συνεχή πίεση των απανταχού ενεργειακών «ρυθμιστών» για αύξηση του κόστους των δικαιωμάτων ρύπων (pollution permits) με στόχο τον εξοβελισμό του άνθρακα από το ενεργειακό μίγμα. Πράγμα που σε μεγάλο, αλλά όχι πλήρη, βαθμό έχει επιτευχθεί σε Ευρώπη και Βόρειο Αμερική, αλλά ασφαλώς όχι στον υπόλοιπο κόσμο, που προσβλέπει στον άνθρακα ως ένα φθηνό και ενεργειακά αποδοτικό καύσιμο απόλυτα απαραίτητο για την λειτουργία και ανάπτυξη των οικονομιών τους - με ακριβώς τα ίδια να ισχύουν και για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Μια διάσταση απόψεων αλλά και στάση ζωής που φάνηκε ξεκάθαρα στο COP 26 και την αδυναμία επίτευξης διεθνούς συμφωνίας για την κατάργηση του άνθρακα. Γιατί για τις περισσότερες αναπτυσσόμενες και πληθυσμιακά μεγάλες χώρες, η πρόσβαση σε φθηνή ενέργεια - δηλ. πετρέλαιο, φ. αέριο και άνθρακα - έχει απείρως μεγαλύτερη σημασία (απ’ ό, τι η μείωση των εκπομπών) προκειμένου να διατηρηθεί υψηλά ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης, και έτσι να υπάρχει ελπίδα να ξεφύγουν κάποτε από την φτώχεια και την ανέχεια.

Μπορεί οι ΑΠΕ σε πολλές περιπτώσεις να αποτελούν φθηνή και αποδοτική λύση για τις χώρες του τρίτου κόσμου, πλην όμως δεν μπορούν να αναπτυχθούν ακόμα σε μεγάλη κλίμακα λόγω των περιορισμένων ηλεκτρικών δικτύων και γενικότερα των απαραίτητων υποδομών, που απαιτούν τεράστια κεφάλαια και χρόνο. Γι’ αυτό και η ενεργειακή μετάβαση σε καθαρά καύσιμα - όσο και ποθητή εάν είναι - θα απαιτήσει όχι μία αλλά πολλές δεκαετίες. Στο διάστημα αυτό τα ορυκτά καύσιμα θα πρέπει να συνεχίζουν να στηρίζουν το παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα - αφού σήμερα καλύπτουν το 81 % της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης και με την πυρηνική ενέργεια να καλύπτει το 5,0 %- ώστε οι τιμές να κρατηθούν σε λογικά για τον καταναλωτή επίπεδα αλλά και για να εξασφαλισθεί η βάση για την περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ.

Σήμερα, με την μονομερή σχεδόν προσήλωση των δυτικών χωρών στην ανάπτυξη -ασχέτως υψηλού κόστους - των ΑΠΕ και την στροφή στον πλήρη εξηλεκτρισμό του συνόλου των ενεργειακών τους αναγκών, αναπόφευκτα εντείνεται το κενό μεταξύ ενεργειακής προσφοράς και ζήτησης. Το κενό αυτό θα καλυφθεί οπωσδήποτε από τις μεγάλες πετρελαιοπαραγωγικές χώρες οι οποίες αρνούνται να διαπραγματευθούν την οικονομική τους επιβίωση στο όραμα μιας υποτιθέμενης «κλιματικής ουδετερότητας». Αυτές περιλαμβάνουν τα κράτη-μέλη του OPEC, την Ρωσία, την Αυστραλία, την Νορβηγία, τον Καναδά, τις χώρες της Κασπίας Θάλασσας και μερικούς μικρότερους παραγωγούς.

Όμως, η υποστήριξη από αυτές τις χώρες δεν θα γίνει με το αζημίωτο και αυτό νομοτελειακά θα οδηγήσει σε κατά πολύ υψηλότερες ενεργειακές τιμές για τον καταναλωτή και την σταδιακή φτωχοποίηση και κατάρρευση των περισσότερων Δυτικών οικονομιών μέσα στα επόμενα χρόνια. Μπορεί μετά από πανάκριβες επενδύσεις σε ΑΠΕ, υδρογόνο και ηλεκτροκίνηση πολλά Δυτικά κράτη να κατακτήσουν επιτέλους την …Εδέμ της Κλιματικής Ουδετερότητας, όμως το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού τους θα μαστίζεται από μια πρωτόγνωρη ενεργειακή φτώχεια και άθλιες κοινωνικές συνθήκες.