Καθώς οι μεγάλοι του κόσμου σπεύδουν σήμερα στην Γλασκώβη για το περίφημο COP 26 με στόχο να εξεύρουν λύσεις για τον περιορισμό της αύξησης των εκπομπών του θερμοκηπίου με την ελπίδα ότι με αυτόν τον τρόπο θα περιοριστεί στους 1,5-2,0 βαθμούς Κελσίου η μέση αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη, και έτσι θα σωθεί η βιόσφαιρα από την απόλυτη καταστροφή το 2100, η κατάσταση στις ενεργειακές αγορές σε όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, παραμένει στο κόκκινο

Με την μέση τιμή στην  χονδρεμπορική αγορά για το φυσικό αέριο (στο ΤΤF) και για τον ηλεκτρισμό (στο ΕΧΕ) να είναι πέντε και τέσσερις φορές αντίστοιχα επάνω σε σχέση με τις περυσινές, γίνεται εύκολα κατανοητό το τεράστιο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι περισσότεροι καταναλωτές, μικροί και μεγάλοι, και μία ακόμα πρόκληση που αντιμετωπίζει ήδη η κυβέρνηση σε μια προσπάθεια να θωρακίσει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.

Ναι μεν μπορεί οι αυξήσεις στις τιμές χονδρεμπορικής να μην μεταφέρονται στο σύνολο τους σε όλους τους λογαριασμούς λιανικής, όμως αυτές είναι πλέον αισθητές ιδιαίτερα στην βιομηχανία και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Εδώ η ανησυχία, για να μην πούμε αγωνία, για το ενεργειακό κόστος κορυφώθηκε τις τελευταίες εβδομάδες όταν η μία μετά την άλλη οι επιχειρήσεις άρχισαν να παραλαμβάνουν από τη ΔΕΗ, που αποτελεί τον βασικό προμηθευτή του κλάδου, επιστολές ενημέρωσης για την αλλαγή των συμβάσεων προμήθειας και την εισαγωγή ρήτρας χονδρεμπορικής αγοράς από 1η Δεκεμβρίου. Στον κλάδο άρχισε να δημιουργείται κλίμα πανικού, αφού ο νέος τρόπος τιμολόγησης θα φέρει αυξήσεις 2,5 φορές πάνω από το σημερινό κόστος. Η μέση χονδρεμπορική τιμή τον Οκτώβριο στο ΕΧΕ διαμορφώνεται κοντά στα 202 ευρώ η μεγαβατώρα, χωρίς να διαφαίνεται αποκλιμάκωση το επόμενο δίμηνο. Άλλωστε και η απόφαση της ΔΕΗ να συνδέσει τα επιχειρηματικά τιμολόγια με ρήτρα χονδρεμπορικής τιμής συνδέεται με τη δυσκολία της εταιρείας να απορροφήσει τόσο μεγάλες αυξήσεις και για τόσο μακρύ διάστημα.

‘Όπως παρατηρούν εκπρόσωποι της βιομηχανίας, σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα της "Καθημερινής", «Οι αυξήσεις αυτές είναι μη διαχειρίσιμες για τις επιχειρήσεις, οι οποίες θα καταφέρουν να εκτελέσουν τα συμβόλαιά τους για φέτος, δεν θα μπορέσουν όμως να κλείσουν νέες παραγγελίες γιατί το κόστος θα έχει εκτοξευθεί σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους και αυτό πρακτικά σημαίνει μείωση της παραγωγής ή και αναστολή λειτουργίας για κάποιους μήνες, όπως βλέπουμε να συμβαίνει σε άλλες χώρες σε κάποιους κλάδους». 

Οι ίδιοι επισημαίνουν τις επιπτώσεις στους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας από τη μετακύλιση των αυξήσεων στις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών και προτείνουν τη λήψη μέτρων στήριξης είτε μέσω της μείωσης της φορολογίας του λογαριασμού ρεύματος, είτε μέσω ενίσχυσης της ρευστότητας των επιχειρήσεων με άμεση χρηματοδότηση, είτε μέσω παροχής εγγυήσεων. 

Μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων ζητάει και η πλευρά των ιδιωτών προμηθευτών ρεύματος, η οποία εκφράζει ανησυχία για τις δυνατότητες αποπληρωμής των λογαριασμών ρεύματος από τους καταναλωτές καθώς η κρίση τιμών και η αβεβαιότητα παρατείνονται. Την εκτίμηση ότι οι υψηλές τιμές θα μας συνοδεύουν τουλάχιστον μέχρι την άνοιξη του 2022 έκανε σήμερα ανώτερο στέλεχος ανεξάρτητου προμηθευτή ενέργειας. Ο ίδιος σημείωσε ότι η επιδότηση των 500 εκατ. ευρώ για τους οικιακούς καταναλωτές δεν θα επαρκέσει για την κάλυψη των αυξήσεων του πρώτου τριμήνου του έτους και η κυβέρνηση θα πρέπει να αναζητήσει επιπλέον χρηματοδότηση.

 

Χαρακτηριστικό της κινητοποίησης και των πιέσεων που ασκήθηκαν από την πλευρά των επιχειρήσεων, είναι ο καταιγισμός παρεμβάσεων των τελευταίων ημερών από φορείς και επιχειρηματικούς συνδέσμους. Η Ελληνική Παραγωγή με ανακοίνωσή της την περασμένη Παρασκευή έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου, επισημαίνοντας ότι το συνολικό κόστος παραγωγής της ελληνικής βιομηχανίας έχει επιβαρυνθεί κατά 20% έως 40%.

Η Ελληνική Παραγωγή κάνει λόγο για εξαιρετικά δυσμενές περιβάλλον που διαμορφώνεται ιδίως για τις μικρομεσαίες μεταποιητικές επιχειρήσεις, καθώς η εκτόξευση των τιμών ενέργειας έρχεται να προστεθεί στην παράλληλη αύξηση των διεθνών τιμών πρώτων υλών, του κόστους των μεταφορών και των σοβαρών προβλημάτων επάρκειας και καθυστερήσεων στις διεθνείς αλυσίδες τροφοδοσίας. Επισημαίνει μάλιστα ότι στην Ελλάδα οι επιπτώσεις από την ενεργειακή κρίση είναι οξύτερες, καθώς στη χώρα μας η διαπραγμάτευση του συνόλου της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας πραγματοποιείται μέσω της ημερήσιας χονδρεμπορικής αγοράς, σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές αγορές, στις οποίες το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς λειτουργεί μέσω διμερών συμβολαίων με κλειδωμένες τιμές που αντισταθμίζουν τον κίνδυνο στην περίπτωση απότομης αύξησης των τιμών για τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες.

Στο ίδιο μήκος κύματος και η Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ) με επιστολή της προς τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστα Σκρέκα τον καλεί να λάβει μέτρα όσο είναι νωρίς, υπενθυμίζοντας ότι σύμφωνα με δικές του δηλώσεις υπάρχουν διαθέσιμα 138 εκατ. ευρώ στον λογαριασμό των (ΥΚΩ) Υπηρεσίες Κοινής Ωφελείας. Στην επιστολή της η ΕΒΙΚΕΝ σημειώνει ότι η μείωση των ΥΚΩ θα πρέπει να γίνει αμέσως και όχι από την αρχή του 2022, όταν θα είναι πλέον αργά.

Όπως παρατηρούν παράγοντες του επιχειρηματικού κόσμου είναι προφανές ότι η κυβέρνηση έχει ένα δύσκολο χειμώνα μπροστά της και θα πρέπει να είναι προετοιμασμένη να λάβει οικονομικά μέτρα στήριξης ανάλογα με αυτά που έλαβε και την περίοδο των lockdowns. Όμως, το πλέον σημαντικό, υπογραμμίζουν οι άνω παράγοντες, είναι να προχωρήσει επιτέλους η κυβέρνηση σε πλήρη αναθεώρηση της ενεργειακής της πολιτικής με στόχο την συνέχιση της αξιοποίησης του λιγνίτη, με παράλληλα μέτρα παγίδευσης των εκπομπών μέσω της τεχνολογίας CCUS, και την εντατικοποίηση των ερευνών για εκμετάλλευση των εγχώριων κοιτασμάτων φυσικού αερίου.