Επειδή το τελευταίο διάστημα έχουμε κυριολεκτικά κατακλυσθεί από δηλώσεις και αναλύσεις προερχόμενες από κυβερνητικές πηγές, από εκατοντάδες ειδικούς και μη αλλά και από και τα ΜΜΕ για την επερχόμενη «πράσινη ανάπτυξη» και πως σε λίγα μόλις χρόνια, ίσως και μήνες, τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα θα λειτουργούν και θα κινούνται με «καθαρά» καύσιμα και ηλεκτρισμό, τείνει να δημιουργηθεί η εντύπωση στον μέσο πολίτη ότι η χώρα μας ευρίσκεται στην πρωτοπορία μιας παγκόσμιας ενεργειακής επανάστασης. Τίποτα το αναληθέστερο. Είναι δε τόσο επίμονο το νέο αυτό αφήγημα της αλλαγής του ενεργειακού μοντέλου, σε συνδυασμό

με τις εσχατολογικές δοξασίες περί επερχόμενης οικολογικής καταστροφής λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη, που έχουν ήδη αρχίσει να παρατηρούνται παράξενες, για να μην πούμε αδικαιολόγητες, συμπεριφορές σε διαφορά επίπεδα.

Γιατί πως αλλιώς μπορούμε να εξηγήσουμε την επιδότηση αγοράς πανάκριβων ηλεκτρικών οχημάτων από τον κρατικό προϋπολογισμό (αντί της πλέον λογικής επιδότησης μέσω φοροαπαλλαγής) την στιγμή που η χώρα χρειάζεται επειγόντως περαιτέρω ενίσχυση του υγειονομικού τομέα λόγω της επιμένουσας πανδημίας με τις εκατόμβες των νεκρών; Ή τι νόημα έχει η προώθηση της ηλεκτροκίνησης στα μικρά νησιά του Αιγαίου με πρόσχημα την μείωση των ρύπων την στιγμή που τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα που θα «εισαχθούν» στο περιορισμένο οδικό δίκτυο θα τροφοδοτούνται αποκλειστικά και για αρκετά χρόνια από πετρελαιοκίνητους ηλεκτροπαραγωγικούς σταθμούς;

Ή ακόμα και αυτή η ίδια η διαδικασία της εσπευσμένης απολιγνιτοποίησης τι νόημα έχει όταν προκειμένου να κλείσουν όπως όπως οι λιγνιτικές μονάδες είμαστε υποχρεωμένοι να αυξήσουμε κάθετα τις εισαγωγές ηλεκτρισμού από γειτονικές χώρες (που όμως εξακολουθούν να παράγουν από ανθρακικές μονάδες) και παράλληλα να εισάγουμε περισσότερο φυσικό αέριο. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι το 2020 οι εισαγωγές ηλεκτρισμού κάλυψαν το 18% των ηλεκτροπαραγωγικών αναγκών της χώρας (ενώ το 2019 το ποσοστό ήταν ακόμα υψηλότερο και έφθασε το 20%, σε σύγκριση με 5% που ήταν ο μέσος όρος επί σειρά ετών) ενώ το φυσικό αέριο κάλυψε το 40% σε σύγκριση με το 2019 που έφθασε το 34%.Με το ποσοστό του λιγνίτη να μειώνεται στο 10% το 2020 σε σύγκριση με 20% που ήταν το 2019,ενώ η συμμετοχή των ΑΠΕ το 2020 ήταν αυξημένη στο 28% σε σύγκριση με 21% των αναγκών ηλεκτροπαραγωγής στο διασυνδεδεμένο σύστημα που κάλυψαν το 2019.

Βλέπουμε λοιπόν ότι καθώς προχωρά με ταχείς ρυθμούς η απολιγνιτοποίηση με στόχο το 2023 να έχουν κλείσει όλες οι λειτουργούσες σήμερα μονάδες τον ρόλο του λιγνίτη ως το καύσιμο που μπορεί να εξασφαλίσει αξιόπιστα τα απαραίτητα ηλεκτρικά φορτία βάσης έρχεται να καλύψει το φυσικό αέριο, το οποίο όπως έχουμε επανειλημμένα επισημάνει από την στήλη, εισάγεται 100% με ετήσιο κόστος που το 2020 έφθασε περίπου το € 1,6 δισεκ. Και ενώ το φυσικό αέριο, έστω εισαγόμενο, μας βοηθά να αντιμετωπίσουμε το ενεργειακό κενό που δημιουργεί η αυτόβουλη εγκατάλειψη του λιγνίτη, τώρα τελευταία έχουν αρχίσει να ακούγονται διάφορες άναρθρες κραυγές περί εγκατάλειψης του και αντικατάστασης του με πανάκριβο και δυσεύρετο υδρογόνο έτσι ώστε να ικανοποιηθούν οι παράλογες απαιτήσεις της Ε Επιτροπής, όπως αυτές διατυπώνονται μέσω του EU Taxonomy. Και έτσι χωρίς καν να έχει διατυπωθεί μια εθνική στρατηγική για ένα από τα βασικά καύσιμα του μέλλοντος, που αναμφίβολα θα είναι το υδρογόνο, έχει ξεκινήσει μια άκαιρη συζήτηση περί εσπευσμένης αντικατάστασης του φυσικού αερίου από το υδρογόνο.

Για αυτό η διαδικτυακή εκδήλωση που οργάνωσε με μεγάλη επιτυχία την περασμένη Τρίτη (8/6) το ΙΕΝΕ σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο, με θέμα τον ρόλο του φυσικού αερίου στην ενεργειακή μετάβαση στην ΝΑ Ευρώπη (Gas Markets in Transition in SE Europe εδώ) είχε τεράστιο ενδιαφέρον. Με την συμμετοχή 25 υψηλόβαθμων στελεχών του ενεργειακού τομέα από 9 χώρες (ΗΠΑ, Ρωσία, Ην. Βασίλειο, Αυστρία, Τουρκία, Ελλάδα, Βουλγαρία, Κύπρο και Ισραήλ) και 4 ευρωπαϊκούς οργανισμούς (EU Parliament, Eurogas, GEODE, Hydrogen Europe) υπήρξε μια διεξοδική συζήτηση για τον πραγματικό ρόλο του φυσικού αερίου στην ενεργειακή μετάβαση στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης. Κοινή ήτο η διαπίστωση ότι παρά την άκρως αποπροσανατολιστική συζήτηση που διεξάγεται τώρα εντός και εκτός της ΕΕ με κοινό άξονα αναφοράς την τάχιστη αντικατάσταση του φ. αερίου από το υδρογόνο και τις ΑΠΕ, κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να συμβεί για τον απλούστατο λόγο ότι το φ. αέριο σήμερα αντιπροσωπεύει την βέλτιστη προοπτική για άμεση και ασφαλή απανθρακοποίηση του ενεργειακού συστήματος, όπερ και το ζητούμενο.

Όπως εξ’ άλλου επισημάνθηκε στο ανωτέρω συνέδριο «Οι χώρες της περιφέρειας θεωρούν το φυσικό αέριο ως την καλύτερη ελπίδα τους - εκτός από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας - για γρήγορη απαλλαγή από τον άνθρακα και σταδιακή κατάργηση των πραγματικά ρυπογόνων, στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής, στερεών καυσίμων. Σήμερα, είναι επιτακτική ανάγκη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι κυβερνήσεις και η βιομηχανία να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι να συζητήσουν και να επεξεργαστούν μια νέα στρατηγική που θα συμπεριλαμβάνει το φυσικό αέριο ως μέρος της λύσης - για την επίτευξη των νέων στόχων μείωσης των εκπομπών αερίων για το 2030 – και όχι να το αποκλείσουν» (βλ. εδώ).

Μια στρατηγική η οποία προφανώς θα περιλαμβάνει αυστηρότερους όρους για τις εκπομπές και βελτιωμένες συνθήκες ασφάλειας, περιβάλλοντος και υγείας για την παραγωγή ενέργειας από φυσικό αέριο, ενώ θα προβλέπει την εισαγωγή υδρογόνου κατ’ αρχάς μέσα από τα δίκτυα αερίου στο εγγύς μέλλον. Βασικό συμπέρασμα της ημερίδα του ΙΕΝΕ ήτο ότι, χωρίς φυσικό αέριο, οι φιλόδοξοι στόχοι της ΕΕ για το 2030 δεν έχουν ουδεμία ελπίδα να επιτευχθούν στη ΝΑ Ευρώπη.