Η οικονομική ανάκαμψη θα είναι «πράσινη», με τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) σε πρωταγωνιστικό ρόλο.  Και στην Ελλάδα οι σχεδιασμοί του ΕΣΕΚ (Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα) τις φέρνουν στην πρώτη γραμμή της ενεργειακής μετάβασης, με τις αναγκαίες επενδύσεις να υπολογίζονται σε 9 δισ. ευρώ. Όμως κομβικό ρόλο για την ευστάθεια του συστήματος σε ένα ενεργειακό περιβάλλον με κυρίαρχες τις ΑΠΕ έχει η αποθήκευση ενέργειας

Έτσι, στα διαρθρωτικά μέτρα για τη σταδιακή απελευθέρωση της αγοράς προς όφελος της οικονομίας, τα οποία ανακοίνωσε την Παρασκευή, περιλαμβάνεται πρόβλεψη του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) για τις επενδύσεις ΑΠΕ που αιτούνται την υπαγωγή τους στο καθεστώς των Στρατηγικών Επενδύσεων.

Στο εξής, όπως αναφέρεται, θα δίνεται προτεραιότητα στις προτάσεις για καινοτόμα έργα ΑΠΕ, με ελάχιστο προϋπολογισμό τα 100 εκατ. ευρώ, που αφορούν σε συστήματα αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, σε παραγωγή «πράσινου» υδρογόνου κ.ά.

Διόλου τυχαία δεν είναι  η αναφορά του προέδρου της ΕΛΕΤΑΕΝ (Ελληνική Επιστημονική Ένωση Αιολικής Ενέργειας) κ. Παναγιώτη Λαδακάκου, στο Renewable & Storage Forum ότι η αποθήκευση ενέργειας θα πρέπει να είναι το πραγματικό καύσιμο ενεργειακής μετάβασης και προς αυτήn την κατεύθυνση θα πρέπει να κινηθούν οι όποιες παρεμβάσεις από πλευράς πολιτείας και αγοράς.

Από την πλευρά του, ο σύμβουλος του ΣΕΦ (Σύνδεσμος Εταιρειών Φωτοβολταϊκών) κ. Στέλιος Ψωμάς θεωρεί ότι για την εξάπλωση των έργων αποθήκευσης ενέργειας στοιχείο «κλειδί» θα είναι το κόστος. Όπως σημείωσε ο ίδιος, συρρικνώνεται συνεχώς, αλλά απαιτείται περαιτέρω μείωση τα επόμενα χρόνια ώστε να φτάσει από τα 135 δολάρια ανά κιλοβατώρα στα 61 δολάρια ανά κιλοβατώρα ως το 2030 για τις μπαταρίες λιθίου. Ο κ. Ψωμάς επεσήμανε ότι, ο συνδυασμός φωτοβολταϊκών με αποθήκευση είναι πλέον φθηνότερος, όχι μόνο από τις μονάδες αιχμής τις οποίες υποκαθιστά, αλλά και από μονάδες ενδιάμεσου φορτίου με καύσιμο φυσικό αέριο.

Στον συνδυασμό τεχνολογιών ΑΠΕ και μπαταριών στηρίζονται και τα υβριδικά συστήματα των νησιών, για τα οποία εκκρεμεί ακόμη το θεσμικό πλαίσιο. Σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις της Γενικής Γραμματέως  Ενέργειας και Ορυκτών Πόρων του ΥΠΕΝ κυρίας Αλεξάνδρας Σδούκου, «είμαστε πολύ κοντά σε τελική συμφωνία με την Κομισιόν για ένα καθεστώς στήριξης των τεχνολογιών αυτών συμβατό με το ενωσιακό δίκαιο». Ειδικότερα, η ελληνική κυβέρνηση, προτείνει στα επιλέξιμα νησιά θα γίνεται διαγωνισμός για να επιλεγεί ο παραγωγός που θα υλοποιήσει τον υβριδικό σταθμό με την χαμηλότερη τιμή αποζημίωσης για την ενέργεια που θα παράγει.

«Εάν πάλι σε ένα νησί το επενδυτικό ενδιαφέρον για την εγκατάσταση υβριδικού σταθμού δεν επαρκεί για την διενέργεια διαγωνισμού και η πολιτεία έχει αξιολογήσει ως αναγκαία την εγκατάστασή του, τότε θα προβλέπεται η υλοποίηση του υβριδικού σταθμού από τον επενδυτή που θα εκφράσει σχετικό ενδιαφέρον σε μία εύλογη τιμή αποζημίωσης εκτός διαγωνιστικής διαδικασίας. Οι δε σταθμοί που θα εγκατασταθούν στα Μη Διασυνδεδεμένα Νησιά θα απολαμβάνουν, όπως και οι υπόλοιπες τεχνολογίες σταθμών ΑΠΕ, εγγυημένο ετήσιο έσοδο για 20 έτη, ανεξάρτητα εάν το νησί διασυνδεθεί ή όχι, όπως αυτό προέκυψε από την συμμετοχή τους στην διαγωνιστική διαδικασία. Τους επόμενους μήνες αναμένεται η έγκριση από την Επιτροπή για το καθεστώς στήριξης, ανοίγοντας τον δρόμο για την έκδοση της Υπουργικής Απόφασης που θα περιγράφει τον τρόπο αποζημίωσης των σταθμών αυτών», τόνισε η Γενική Γραμματέας. Στον σχεδιασμό του Υπουργείου είναι να προχωρήσει στις αρχές του 2021 στη νομοθέτηση της σχετικής ρύθμισης για τα υβριδικά συστήματα.

Οι υποδομές αποθήκευσης αποτελούν έναν σημαντικό τομέα ανάπτυξης και για τον ΑΔΜΗΕ.  Εδώ και έναν χρόνο ο Διαχειριστής έχει ωριμάσει συγκεκριμένες προτάσεις για Μονάδες Αποθήκευσης στο Διασυνδεδεμένο Σύστημα και στα Νησιά που διασυνδέονται στο ΕΣΜΗΕ (Ελληνικό Σύστημα Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας), μετά από συνεργασία και διαβούλευση με σημαντικές εταιρείες του κλάδου, από την Ελλάδα και το εξωτερικό. «Οι αποθηκευτικοί σταθμοί μπορούν να αποτελέσουν χρήσιμο εργαλείο στο Σύστημα Μεταφοράς, καθώς συμβάλλουν στην ευελιξία και αποδοτικότερη εκμετάλλευση του Συστήματος ιδιαίτερα σε συνθήκες υψηλής διείσδυσης ΑΠΕ. Επιπλέον, συνεισφέρουν στην επάρκεια ισχύος των διασυνδεδεμένων νησιωτικών συστημάτων με περιορισμένη ικανότητα στη διασύνδεση και παρέχουν εφεδρεία εκτάκτων αναγκών στα πλήρως διασυνδεδεμένα νησιά», υπογράμμισε ο αντιπρόεδρος του ΑΔΜΗΕ κ. Ιωάννης Μάργαρης   

Αυτήν τη στιγμή, ο Διαχειριστής επεξεργάζεται ένα πιλοτικό έργο αποθήκευσης στη Νάξο. Η Νάξος διασυνδέθηκε πρόσφατα με την Πάρο και τη Μύκονο, στο πλαίσιο της Β΄ Φάσης Διασύνδεσης των Κυκλάδων και μέσα στα επόμενα χρόνια θα διασυνδεθεί και με τη Σαντορίνη. «Λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη τη διαθέσιμη έκταση στον Υποσταθμό Νάξου, ο ΑΔΜΗΕ εξετάζει την εγκατάσταση πιλοτικού σταθμού συσσωρευτών στον Υ/Σ της Νάξου, μεγέθους 5 έως 10 MW και χωρητικότητας αποθήκευσης 20 έως 40 MWh. Ο σταθμός αυτός θα υποκαταστήσει μέρος της αναγκαίας ισχύος εφεδρείας στις Βόρειες Κυκλάδες με οικονομικά βέλτιστο τρόπο. Παράλληλα, θα αξιοποιηθεί από τον ΑΔΜΗΕ στο πλαίσιο της διερεύνησης για τον βέλτιστο τρόπο διαχείρισης συστημάτων συσσωρευτών, που θα συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων του ΕΣΕΚ», σημείωσε ο κ. Μάργαρης.

Όσον αφορά στην αντλησιοταμίευση, θεωρείται η πιο ώριμη μορφή αποθήκευσης ενέργειας. Το καταδεικνύει το γεγονός ότι το 94% (161 GW) των συστημάτων αποθήκευσης που λειτουργούν σήμερα παγκοσμίως είναι συστήματα αντλησιοταμίευσης. Σύμφωνα με τα όσα υποστήριξε στην ομιλία της στο Renewable & Storage Forum, η Διευθύντρια Υδροηλεκτρικών Έργων της ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, κυρία Γιούλα Τσικνάκου,  το επενδυτικό ενδιαφέρον που εκδηλώνεται παγκοσμίως για την αντλησιοταμίευση είναι έντονο. Κι αυτό προκύπτει και από την πρωτοβουλία της κυβέρνησης των ΗΠΑ και της Αμερικανικής Ένωσης Υδροηλεκτρικών να συστήσουν, για την προώθηση της συγκεκριμένης τεχνολογίας, μια παγκόσμια «συμμαχία» που στηρίζει και η ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, η οποία διαθέτει δύο ώριμα έργα αντλησιοταμίευσης, το ένα στην Αμφιλοχία και το υβριδικό στο Αμάρι της Κρήτης.  

Η κυρία Τσικνάκου θεωρεί επιτακτική την ανάγκη επιτάχυνσης των διαδικασιών, καθώς «οι αδειοδοτικοί κύκλοι είναι αργοί και δύσκολοι» και διερεύνησης του τρόπου ένταξης αυτής της τεχνολογίας στο νέο μοντέλο της αγοράς ενέργειας, το Target Model.