Η Ελλάδα αυτοπροσδιορίζεται από το 2012 ως νησίδα σταθερότητας σε Νοτιοανατολική Ευρώπη και Ανατολική Μεσόγειο. Προφανώς, αυτό πρέπει να υποστηρίζεται με πράξεις. Η Αθήνα κατάφερε, με τις όποιες ενστάσεις, να διευθετήσει το Μακεδονικό, κλείνοντας μία εκκρεμότητα δεκαετιών, ενώ πρόσφατα υπέγραψε συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με την Ιταλία, επικαιροποιώντας την αντίστοιχη της υφαλοκρηπίδας του 1977.

Ομως, «ανοιχτά» ζητήματα με γειτονικά κράτη, που έγιναν πιο πιεστικά στη σκιά του τουρκολιβυκού συμφώνου, παραμένουν ανεπίλυτα. Αυτή η διαπίστωση μόνο ενισχυτική δεν είναι για τη θέση μας στην περιοχή. Αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει πως πρέπει να σπεύσουμε να προβούμε σε οποιεσδήποτε συμφωνίες μόνο και μόνο για να διορθώσουμε αυτή τη στρέβλωση.

Ομως, πρέπει να εμπεδώσουμε την πεποίθηση στους εταίρους μας ότι δεν φοβόμαστε τον διάλογο και πως είμαστε σε μόνιμη αναζήτηση λύσεων, επωφελών για την περιφερειακή σταθερότητα και την ευημερία, με γνώμονα το διεθνές δίκαιο.

Μάλιστα, με βάση τις πρόνοιες του τελευταίου οφείλουμε να κατοχυρωθούμε έναντι της Αγκυρας, ενισχύοντας ταυτόχρονα τη διαπραγματευτική μας θέση. Πέραν της οριοθέτησης, ακόμη και τμηματικής, υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ με την Αίγυπτο, έχουμε αρκετά εργαλεία στη νομική μας φαρέτρα για να αξιοποιήσουμε.

Η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης μας στο Ιόνιο, με κλείσιμο των κόλπων και χάραξη γραμμών βάσης και συμπερίληψη τμήματος του Αιγαίου (σε ηπειρωτικά σημεία, όπως η Μαγνησία), του Σαρωνικού και των Αντικυθήρων, είναι μία αυτονόητη πράξη - προς διερεύνηση και η περιοχή νοτίως της Κρήτης. Δεδομένου ότι η πρόσφατη συμφωνία με την Ιταλία αποτελεί πρόκριμα για μία αντίστοιχη με την Αλβανία, παρά τις δεδομένες δυσκολίες και τις χαμένες ευκαιρίες περασμένων ετών, οφείλουμε να εξαντλήσουμε τα περιθώρια για οριοθέτηση με τα Τίρανα.

Μία άλλη κίνηση που μπορεί να εξεταστεί διεξοδικά, εφόσον επηρεάζει (και) τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις με την Αίγυπτο, είναι η πρόταση προς την Τρίπολη (από τη στιγμή που η Αγκυρα μάλλον θα αρνηθεί) για σύναψη συνυποσχετικού για προσφυγή στη Χάγη σχετικά με τη νομική διαφορά που έχει δημιουργήσει το τουρκολιβυκό σύμφωνο.

Αλλωστε, η Λιβύη έχει οριοθετήσει με ανάλογο τρόπο με Μάλτα και Τυνησία, ενώ έχει αποδεχτεί από το 2019 τη δυνατότητα προσφυγής στο διεθνές δικαστήριο, σε περίπτωση παραβίασης εθνικών συνόρων. Ωστόσο, τόσο η στήριξη της Αθήνας στο καθεστώς της Κυρηναϊκής όσο και η εχθρική στάση συμμάχων μας, όπως η Γαλλία αλλά και η Αίγυπτος, απέναντι στο καθεστώς Αλ Σάρατζ πρέπει να συνυπολογιστούν. Πάντως, μία τέτοια προσπάθεια κάλλιστα θα μπορούσε να συμπεριλάβει και το λιβυκό κοινοβούλιο, και μάλιστα με ενδυναμωμένο ρόλο, τον οποίο επιθυμεί να αναδείξει η ελληνική πλευρά.
 
Τούτων δοθέντων, δεν είναι μόνο το επιβαρυμένο κλίμα και η τουρκική επιθετικότητα που δεν επιτρέπουν την έναρξη μιας ουσιαστικής διαπραγμάτευσης, αλλά και η αναγνώριση ότι, ενώ υφίσταται το τουρκολιβυκό σύμφωνο ως θηλιά στον λαιμό της Ελλάδας, η τελευταία δεν μπορεί να διαπραγματευτεί επί αυτής της βάσης - πέραν βέβαια των γκρίζων ζωνών και της αποστρατιωτικοποίησης.

Αρα, πρώτα θα προχωρήσει η Αθήνα στην υλοποίηση των πρωτοβουλιών της και αργότερα, αν το ευνοήσουν οι συνθήκες (προηγούνται αρκετά στάδια προτού φτάσουμε εκεί), θα κουβεντιάσουμε ενδελεχώς με την Αγκυρα. Συνεπώς, τυχόν προτάσεις του διεθνούς παράγοντα για άμεσο μορατόριουμ ενεργειών ώστε να διαμορφωθεί κλίμα διαλόγου πρέπει να απορριφθούν.
 
*Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι εκτελεστικός διευθυντής του ΙΔΙΣ. Κυκλοφορεί το βιβλίο του «Η Ελλάδα στη γειτονιά της» (εκδόσεις Παπαδόπουλος)

(Αναδημοσίευση από ΤΑ ΝΕΑ)