Στην Αλάσκα ο Πούτιν απέκλεισε την παράδοση οποιουδήποτε εδάφους είχε καταλάβει η Ρωσία έως εκείνη τη στιγμή. Αντιθέτως, διεκδίκησε και άλλα εδάφη στην περιοχή του Ντονέτσκ. Με την κίνηση αυτή άλλαξε τους όρους της διαπραγμάτευσης για το εδαφικό.
Γιατί προχώρησε ο Πούτιν σε αυτή την κίνηση; ∆ιότι βασικός κανόνας στις διαπραγματεύσεις είναι ότι πρέπει να θέτεις υψηλότατους (αλλά ρεαλιστικούς) στόχους. Ο Πούτιν γνωρίζει ότι η Ρωσία υπερέχει στο πεδίο της μάχης. Αργά αλλά σταθερά καταλαμβάνει εδάφη στην ανατολική Ουκρανία. Οπως το έθεσε κυνικά ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, «ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι μια μηχανή του κιμά, όπου η Ρωσία έχει περισσότερο κρέας (δηλαδή στρατιώτες) να βάλει». Ποιο είναι, υποτίθεται, το αδύναμο σημείο του Πούτιν; Η άσκηση οικονομικών πιέσεων προς τη Ρωσία. Τον Ιούλιο του 2025 η Ε.Ε. υιοθέτησε τη 18η (ναι! δέκατη όγδοη) δέσμη κυρώσεων εις βάρος της Ρωσίας. Εάν οι προηγούμενες 17 δέσμες υπήρξαν ατελέσφορες, είναι βέβαιο ότι και η τελευταία δέσμη δεν θα αλλάξει δραματικά τα πράγματα. Το ίδιο ισχύει και για τις αντίστοιχες απειλές Τραμπ περί επιβολής αυστηρών οικονομικών κυρώσεων. Το εμπόριο ΗΠΑ – Ρωσίας είναι πλέον πολύ περιορισμένο. Η Ρωσία γνωρίζει ότι η Δύση δεν μπορεί να ασκήσει πιο σοβαρές πιέσεις από αυτές που έχει ασκήσει μέχρι τώρα. Συνεπώς, ο Πούτιν διαπραγματεύεται από θέση ισχύος και έχει και τη βούληση να θέτει όρους.
Επιπλέον, ο Πούτιν σκέφτεται πέραν του πεδίου της μάχης, έχοντας ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ως τελική λύση. Από τον Μάρτιο του 2022, που συναντήθηκαν αντιπροσωπείες των εμπολέμων στην Τουρκία, ζητεί τα ίδια: να μην ενταχθεί η Ουκρανία στο ΝΑΤΟ· να κηρυχθεί ουδέτερη και να αποστρατιωτικοποιηθεί· να αναγνωριστεί ότι η Κριμαία και οι «Λαϊκές Δημοκρατίες» Ντονέτσκ – Λουγκάνσκ είναι ρωσικό έδαφος· να διασφαλιστούν τα δικαιώματα των ρωσόφωνων Ουκρανών. Σε αυτά πρόσθεσε τώρα και την εκχώρηση όλου του εδάφους του Ντονέτσκ. Ο Πούτιν δεν ενδιαφέρεται για την ειρήνη, αλλά για την αναγνώριση της ρωσικής νίκης.
Στον βαθμό που μπορούμε να πιέσουμε τα πράγματα, πρέπει να επιμείνουμε ότι δεν μπορεί να επιβραβευτεί με διεθνή συμφωνία η αλλαγή συνόρων διά της βίας. Aλλο ο de facto έλεγχος και άλλο η διεθνής αναγνώριση.
Η Ουκρανία δεν έχει το πλεονέκτημα του μακρόπνοου σχεδιασμού για το μέλλον της. Ο τριετής πόλεμος την έχει εξαντλήσει. Είναι ο βαριά ασθενής που δεν σκέφτεται τι θα κάνει σε δέκα χρόνια, αλλά εάν θα βγάλει τη νύχτα. Υποτίθεται ότι τη μακρόπνοη σύλληψη θα έπρεπε να έχουν οι δυτικοί σύμμαχοι της Ουκρανίας. Δεν έχει διαπιστωθεί κάτι τέτοιο μέχρι σήμερα. Η συζήτηση στη Δύση έχει απλώς φύγει από το εδαφικό (δυστυχώς, θεωρείται δεδομένη η εκχώρηση εδαφών) και έχει μεταφερθεί στις εγγυήσεις που πρέπει να δοθούν στην Ουκρανία για να αποτραπεί νέα ρωσική επίθεση. Το πρόβλημα είναι ότι όλη αυτή η συζήτηση γίνεται στο φως της δημοσιότητας. Εκφράζει κάποια άποψη ο Αμερικανός πρόεδρος, ανταπαντούν (συνήθως μέσω του διεθνούς Tύπου) οι Ευρωπαίοι ηγέτες. Παραβιάζεται έτσι ένας βασικός κανόνας της διπλωματίας: η μυστικότητα των διαπραγματεύσεων. Αυτά εκμεταλλεύεται ο Πούτιν κι έχει κατορθώσει για πρώτη φορά να διασπάσει την ενότητα του ΝΑΤΟ. Φάνηκε στο θέμα της εκεχειρίας. Ουκρανία και δυτικοί σύμμαχοι είχαν αρχικώς συμφωνήσει ότι πρώτα θα έπρεπε να επιτευχθεί εκεχειρία και μετά να αρχίσει η συζήτηση για τους όρους της ειρήνης. Μετά την Αλάσκα ο πρόεδρος Τραμπ δεν συζητάει πλέον για εκεχειρία.
Προφανώς αυτές οι εξελίξεις επηρεάζουν Ελλάδα και Κύπρο. Στον περιορισμένο βαθμό που μπορούμε να πιέσουμε τα πράγματα, θα πρέπει να επιμείνουμε ότι δεν μπορεί να επιβραβευτεί με διεθνή συμφωνία η αλλαγή συνόρων διά της βίας. Aλλο πράγμα ο de facto έλεγχος και άλλο η διεθνής αναγνώριση. Αρνητική εξέλιξη είναι και η επιστροφή του θεσμού των νομικών εγγυήσεων μέσω των οποίων ένα ή περισσότερα κράτη εγγυώνται το εδαφικό ή νομικό καθεστώς ενός τρίτου κράτους. Μοναδική εξαίρεση μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η Κυπριακή Δημοκρατία το 1960. Είναι εντελώς διαφορετικό να δίνει εγγυήσεις διεθνής οργανισμός. Εγινε με το ψήφισμα 687 του 1991, όπου το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ «εγγυήθηκε» το απαραβίαστο των συνόρων Ιράκ – Κουβέιτ. Τέλος, ας έχουμε κατά νουν ότι οι Ελληνες αποτελούν τη μεγαλύτερη εθνική μειονότητα στην εμπόλεμη περιοχή, με τη Μαριούπολη και 48 ελληνικά χωριά.
*Ο κ. Aγγελος Μ. Συρίγος είναι καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής, βουλευτής Ν.Δ. στην Α΄ Αθηνών.
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")