Σε μια εποχή που οι ΗΠΑ βλέπουν τις διατλαντικές σχέσεις μέσα από το πολιτικό πρίσμα των επικείμενων προεδρικών εκλογών, η έντονη δραστηριότητα στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις είναι σημάδι εξαιρετικής διπλωματικής μαεστρίας – αλλά και της σημαντικής δουλειάς που έχει γίνει για τη διεύρυνση της ατζέντας των διμερών σχέσεων τα τελευταία χρόνια

Ιδιαίτερα στον τομέα της ενέργειας, ο οποίος έχει υποστεί σοβαρό πλήγμα λόγω της πτώσης της ζήτησης που έχει προκαλέσει η πανδημία, η συνεργασία των δύο χωρών επεκτείνεται συνεχώς σε νέους τομείς. Οσο οι εταιρείες περιορίζουν τα επενδυτικά προγράμματά τους τόσο οι κυβερνήσεις φαίνεται να βγαίνουν μπροστά για να υποστηρίξουν τους στρατηγικούς στόχους τους στην περιοχή.

Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η χρηματοδοτική υποστήριξη που παρέχει η αμερικανική κυβέρνηση, μέσω του International Development Finance Corporation (DFC), στην εταιρεία ONEX, που διεκδικεί τα Ναυπηγεία Ελευσίνας.

Οπως αποκάλυψε η επιστολή που έδωσε στη δημοσιότητα ο υπουργός Ανάπτυξης, οι Αμερικανοί θεωρούν ότι η επιτυχία της επένδυσης θα υποστηρίξει την ανάδειξη ενός κέντρου υποστήριξης του υγροποιημένου αερίου LNG, καθώς θα προσφέρει ναυπηγοεπισκευαστικές υπηρεσίες για τα πλοία που το μεταφέρουν από τις ΗΠΑ και τη Δυτική Αφρική στην Ελλάδα και στα Δυτικά Βαλκάνια – και όχι μόνον. Η επιστολή μιλάει επίσης για τη συνδρομή των ναυπηγείων και σε άλλα σχέδια που συνεισφέρουν στην ενεργειακή ανεξαρτησία της περιοχής – κάτι που «δείχνει» προς το φυσικό αέριο της Ανατολικής Μεσογείου. Βεβαίως, οι ΗΠΑ έχουν συμφέρον να δημιουργήσουν τις υποδομές που θα επιτρέψουν τη διάθεση του αμερικανικού LNG στην ευρύτερη περιοχή. Αλλά η αγορά αμερικανικού φυσικού αερίου στις χαμηλότερες τιμές spot βγάζει νόημα και για τις επιχειρήσεις ηλεκτρισμού, και είναι χαρακτηριστικό ότι το μερίδιο αγοράς του LNG έχει εκτοξευθεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, όπως και σε πολλές ακόμη ευρωπαϊκές χώρες αλλά και στην Τουρκία.

Ομως, η περίφημη σύγκλιση συμφερόντων των ΗΠΑ με την Ελλάδα στα ζητήματα της ενέργειας υπερβαίνει τις εμπορικές σκοπιμότητες, καθώς εμπεριέχει δύο κοινούς στρατηγικούς σκοπούς στην περιοχή: α) την ενεργειακή διασύνδεση με τα Δυτικά Βαλκάνια, για την υποστήριξη της οποίας η DFC μπορεί να χρηματοδοτήσει μια σειρά από έργα στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένου του διασυνδετήριου αγωγού Ελλάδας - Βόρειας Μακεδονίας και β) τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο, η οποία στα ζητήματα της ενέργειας προϋποθέτει τη συνεργασία με το Ισραήλ και την Αίγυπτο. 

Οπως το θέτει η κοινή διακήρυξη μετά τη δεύτερη συνάντηση της ομάδας εργασίας για την ενέργεια, που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα στο πλαίσιο του στρατηγικού διαλόγου, Ελλάδα και ΗΠΑ «θα συνεργαστούν για να διαφοροποιήσουν τις ενεργειακές πηγές στην Νοτιοανατολική Ευρώπη και θα εργαστούν με περιφερειακούς εταίρους στην Ανατολική Μεσόγειο για να αναπτύξουν ενεργειακούς πόρους και να προωθήσουν την ενεργειακή ασφάλεια». Τονίζει μάλιστα ότι η διαφοροποίηση είναι ακόμη πιο σημαντική σε εποχές προβλημάτων στις εφοδιαστικές αλυσίδες, όπως η σημερινή.

Οι δύο αντιπροσωπείες υπογράμμισαν τις ευκαιρίες που δημιουργεί το στρατηγικό ενδιαφέρον του DFC για τις ιδιωτικές επενδύσεις στον ελληνικό ενεργειακό κλάδο αλλά και στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Εξέφρασαν μάλιστα τις προσδοκίες τους για νέες συνεργασίες και στον τομέα των εξορύξεων, καλωσορίζοντας τη συμμετοχή της ExxonMobil σε συνεργασία με την Total και τα ΕΛΠΕ στις έρευνες υδρογονανθράκων σε δύο οικόπεδα δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης.

Οι ΗΠΑ υποστηρίζουν έργα όπως η λειτουργία του αγωγού TAP, η κατασκευή του αγωγού διασύνδεσης Ελλάδας - Βουλγαρίας IGB, ο πλωτός τερματικός σταθμός FSRU της Αλεξανδρούπολης και η υπόγεια αποθήκη της Καβάλας, τα οποία προωθούν τον στόχο της διασύνδεσης στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, ενώ μπορούν να αξιοποιηθούν για τη διάθεση LNG και από την Ανατολική Μεσόγειο.

Την ίδια στιγμή, οι Αμερικανοί εξακολουθούν να στηρίζουν και την επιλογή του (ανταγωνιστικού στο LNG) αγωγού EastMed ως ενός έργου που θα συμβάλει στην περιφερειακή και ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια, παρά τις ενστάσεις για την εμπορική βιωσιμότητά του και την ανησυχία τους για τις γεωπολιτικές εντάσεις που πιθανώς να προκαλέσει.

Σε μια σαφή αναφορά στην Τουρκία, Ελλάδα και ΗΠΑ επανέλαβαν την ανάγκη σεβασμού του διεθνούς δικαίου και του δικαίου της θάλασσας όπως αντανακλάται στη σύμβαση UNCLOS του 1982, σημειώνοντας ότι «οι καλές σχέσεις γειτονίας είναι εκείνες που δημιουργούν το περιβάλλον για διαφοροποίηση των ενεργειακών πόρων και πηγών». Αλλά η καλή γειτονία είναι κάτι που όσο και να το θέλουν οι Αμερικανοί και οι Ελληνες, εξαρτάται και από τους Τούρκους. Και η αμερικανική διπλωματία διαπιστώνει τα όριά της σε αυτόν τον τομέα...

* H κ. Κατερίνα Σώκου είναι NonResident Senior Fellow στο Atlantic Council.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")