Το ΕΣΕΚ με τους φιλόδοξους στόχους μείωσης των εκπομπών για το 2030 περιλαμβάνει έναν υψηλό προϋπολογισμό 43,8 δις € για τις αναγκαίες επενδύσεις, εκ των οποίων τα μισά σχεδόν καλύπτουν τον ηλεκτρισμό. Μετά το “European Green Deal” ενδέχεται να αναθεωρηθούν προς τα άνω στόχοι και προϋπολογισμός. Εκείνο όμως που χρειάζεται η οικονομία και οι καταναλωτές είναι ένας σχεδιασμός για προσιτό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας και για μακρά περίοδο έχοντας και την συνέχεια προς το 2050 για σχεδόν μηδενικές εκπομπές στον ηλεκτρισμό.

Σε κάποιες χώρες οι σχετικές μελέτες που έχουν γίνει για μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ (80%-100%, NREL/ΗΠΑ, ADEME/Γαλλία) με τις σημερινές τεχνολογίες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι αυτό είναι εφικτό και οικονομικά ελκυστικό με το κόστος στους καταναλωτές στα σημερινά επίπεδα και ίσως κατά τι χαμηλότερο σε κάποιες περιπτώσεις. Όταν σε αυτές τις χώρες οι τρέχουσες τιμές της αγοράς είναι πολύ χαμηλές, μπορεί να υπάρξουν προοπτικές μείωσης του κόστους στην Ελλάδα που έχει τις υψηλότερες τιμές αγοράς στην ΕΕ. Αυτές όμως οι προοπτικές δεν απεικονίζονται στην τρέχουσα πολιτική και στο ΕΣΕΚ, του οποίου οι επιπτώσεις στο κόστος της ενέργειας και στην οικονομία, καθώς και στην ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού δεν έχουν εκτιμηθεί.

Χωρίς να αλλάξει πρακτικά η κατάσταση για να παρακαμφθεί η διστακτικότητα των επενδυτών, αναζητούνται με επιμονή επενδυτές εκατέρωθεν του Ατλαντικού και από Ανατολάς, παρουσιάζοντας αυτόν τον υψηλό προϋπολογισμό για την μετάβαση στην μεταλιγνιτική εποχή. Η διείσδυση των ΑΠΕ πλέον θα γίνεται κυρίως με μεγάλες μονάδες σε αιολικά και φωτοβολταϊκά με την οικονομία κλίμακας σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, αλλά για να έρθουν οι επενδυτές πρώτα χρειάζεται η χωροθέτηση για τις δυνητικές εφαρμογές και η απλοποίηση των διαδικασιών με δεδομένη την πρόσβαση και σύνδεση στο ηλεκτρικό δίκτυο. Ειδάλλως, θα επιβαρυνθεί η ενέργεια με το κόστος όλων αυτών των εμποδίων και των χρονοβόρων διαδικασιών ως και την εμπορία των αδειών, αυξάνοντας τις ήδη υψηλές τιμές της ενέργειας. Επομένως, χρειάζεται η άμεση αντιμετώπιση των προτεραιοτήτων και η ευελιξία της διοίκησης για να δημιουργηθεί ένα ελκυστικό και φιλικό επενδυτικό περιβάλλον με ευνοϊκές επιπτώσεις στο κόστος της ενέργειας.

Ειδικότερα σημειώνεται ότι εφεξής το κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από τις ΑΠΕ με τις αξιόπιστες και αποδοτικές τεχνολογίες θα είναι σχεδόν σταθερό με μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα και θα προέρχεται κυρίως από το κόστος των επενδύσεων, καθώς οι δαπάνες λειτουργίας και συντήρησης είναι ασήμαντες. Επομένως, επείγει η λήψη μέτρων, τα περισσότερα είναι μηδενικού κόστους, για την διευκόλυνση των επενδύσεων μηδενίζοντας άσκοπες δαπάνες και σπατάλη χρόνου, με χαμηλό κόστος κεφαλαίου και με υψηλούς ρυθμούς εφαρμογών όπως απαιτείται, με πολλές νέες θέσεις εργασίας και στα πλαίσια μιας ανταγωνιστικής αγοράς με διαφάνεια, προς όφελος της οικονομίας και των καταναλωτών, για να είναι αμοιβαία επωφελείς οι επενδύσεις.

Εκτός από τις επενδύσεις των ΑΠΕ στην παραγωγή (και αποθήκευση) ηλεκτρικής ενέργειας θα χρειασθούν μεγάλες επενδύσεις στα ηλεκτρικά δίκτυα και ιδιαίτερα στα δίκτυα Διανομής με την ψηφιοποίηση και την εφαρμογή καινοτόμων τεχνολογιών, με το κατάλληλο ειδικευμένο προσωπικό. Το δίκτυο Μεταφοράς, εκτός από τις νέες γραμμές και υποσταθμούς για τις ΑΠΕ, θα επεκταθεί για την διασύνδεση των νησιών με υποβρύχια καλώδια και με διεθνείς διασυνδέσεις. Αυτές οι επενδύσεις μαζί με τις αποσβέσεις και τις λειτουργικές δαπάνες θα επιβαρύνουν όλους τους καταναλωτές.

Τα ηλεκτρικά δίκτυα αποτελούν φυσικά μονοπώλια και τα έσοδά των Διαχειριστών βασίζονται σε ρυθμίσεις που αποφασίζονται από τον Ρυθμιστή. Κατά την συνήθη διεθνή πρακτική τα κέρδη των Διαχειριστών προέρχονται κυρίως από την βέλτιστη διαχείριση με την υψηλή παραγωγικότητα του εξειδικευμένου προσωπικού και από τις καινοτόμες τεχνολογίες για την είσοδο των οποίων έχουν και την σύμφωνη γνώμη ή και την παρότρυνση του Ρυθμιστή. Στην Ελλάδα, τόσο στον ΔΕΔΔΗΕ όσο και στον ΑΔΜΗΕ, το μεγαλύτερο έσοδο προέρχεται από την απόδοση της περιουσιακής βάσης, που για τον ΑΔΜΗΕ πχ. ήταν 1,73 δις€ με 7,3% απόδοση το 2017, με πολύ υψηλότερη απόδοση τα προηγούμενα χρόνια.

Η υψηλή απόδοση της περιουσιακής βάσης (7,3% και 7%) συνδέεται με το κόστος δανεισμού και εδώ ο Ρυθμιστής φαίνεται να χρησιμοποιεί το WACC (weighted average cost of capital). Σημειώνεται ότι στην ανταγωνιστική αγορά με τα ρίσκα των επενδύσεων, εγχώριες επιχειρήσεις δανείζονται από την αγορά κεφάλαια με πολύ χαμηλό κόστος. Τα δίκτυα όμως ως φυσικά μονοπώλια δεν αντιμετωπίζουν ανταγωνισμό, ούτε και αντίστοιχα ρίσκα, οπότε κατά συνήθη πρακτική η απόδοση της περιουσιακής βάσης θα πρέπει να έχει ως βάση την απόδοση των κρατικών ομολόγων προσαυξημένη κατά μία ή δύο μονάδες. Καθώς προβλέπονται μεγάλες επενδύσεις στα δίκτυα μέσα στην δεκαετία, αναμένεται υπερδιπλασιασμός της περιουσιακής βάσης του ΑΔΜΗΕ και του ΔΕΔΔΗΕ, που με τέτοιες υψηλές αποδόσεις θα οδηγήσουν σε μεγάλες αυξήσεις των τελών δικτύου, με όλες τις δυσμενείς επιπτώσεις στους καταναλωτές και ιδιαίτερα στην ενεργοβόρο βιομηχανία. Ενόψει της πώλησης του 49% του ΔΕΔΔΗΕ, αυτή η ρύθμιση είναι αναγκαία για ένα εύλογο έσοδο της περιουσιακής βάσης, ώστε οι Διαχειριστές να στρέψουν το ενδιαφέρον στην βέλτιστη διαχείριση με τις καινοτομίες και το εξειδικευμένο προσωπικό.

Μια μεγάλη επένδυση του ΔΕΔΔΗΕ που έχει καθυστερήσει, αφορά στην αντικατάσταση των παλαιών μετρητών με τους έξυπνους μετρητές, η οποία δεν πρέπει να επιβαρύνει τους καταναλωτές. Αναφέρεται το παράδειγμα της τότε ENEL στην Ιταλία (αντίστοιχη της ΔΕΗ), η οποία πριν 15 περίπου χρόνια αντικατέστησε όλους τους μετρητές χωρίς να επιβαρύνει τους καταναλωτές και απόσβεσε την επένδυση σε τέσσερα χρόνια από τα οφέλη που αποκόμισε. 

Η «ενεργειακή μετάβαση» στον ηλεκτρισμό, όσο εύκολα και αν προβάλλεται, έχει τις μεγάλες δυσκολίες για να υλοποιηθεί και να συμβάλλει στην οικονομία και στην κοινωνία με αδιάλειπτη παροχή και ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίες οι μελέτες και οι συζητήσεις για το πώς θα γίνουν οι επενδύσεις με τον βέλτιστο σχεδιασμό και την είσοδο καινοτομιών, που θα οδηγήσουν σε αμοιβαία αποδοτικές επενδύσεις με προσιτό κόστος και για μακρό χρονικό ορίζοντα.

Η απολιγνιτοποίηση γίνεται βιαστικά και το κενό θα καλύψει το φυσικό αέριο και εν μέρει οι ΑΠΕ, οπότε με την υψηλή διείσδυση του φυσικού αερίου στον ηλεκτρισμό τίθεται και το πρόβλημα της ασφάλειας ενεργειακού εφοδιασμού. Ως εκ τούτου θα ήταν σκόπιμο η απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων να συνδυασθεί και με την λειτουργία της υπόγειας αποθήκης Καβάλας.

*τ. Πρόεδρος ΙΕΝΕ