η απροκάλυπτη χρήση βίας έχουν αντικαταστήσει το διεθνές δίκαιο, αγνοώντας πλήρως τις διεθνείς συνθήκες και την διπλωματία στην προώθηση πολιτικών και στην διεκδίκηση εδαφών.
Οι επιπτώσεις αυτής της γεωπολιτικής αστάθειας στην οικονομία και την ενέργεια είναι πολλές φορές ιδιαίτερα οδυνηρές, όπως διαπιστώσαμε την περίοδο 2021-2023. Τότε, λόγω της Ρώσο-Ουκρανικής κρίσης, οι τιμές του φυσικού αερίου εκτοξεύθηκαν σε πρωτόγνωρα επίπεδα (πάνω από τα € 300/MWh), παρασύροντας τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας, προκαλώντας άνοδο του πληθωρισμού και υποχρεώνοντας επιχειρήσεις και καταναλωτές σε περιορισμό της κατανάλωσης. Με ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία και το εμπόριο.
Σήμερα, ο αρνητικός αντίκτυπος από τον πόλεμο στην Μέση Ανατολή και την ενδεχόμενη ραγδαία άνοδο των τιμών του πετρελαίου προς το παρόν έχει αποφευχθεί. Αφού το Ιράν, χάρη στην Αμερικανική παρέμβαση, εμποδίστηκε από την πραγματοποίηση της ύστατης απειλής του για κλείσιμο των Στενών του Ορμούζ - πράγμα που θα είχε δημιουργήσει σοβαρό πρόβλημα, με ορατό τον κίνδυνο διακοπής της παγκόσμιας προμήθειας αργού και LNG. Μόνο που δεν έχουμε δει ακόμα την τελευταία πράξη στην αντιπαράθεση Ισραήλ-Ιράν, αφού ο κίνδυνος μιας νέας, ακόμα πιο σφοδρής σύρραξης, παραμένει υπαρκτός. Επιπλέον, ανά πάσα στιγμή μπορεί να βρεθούμε αντιμέτωποι με διάφορες εκκολαπτόμενες περιφερειακές συγκρούσεις.
Όμως η ανωτέρω γεωπολιτική αστάθεια μπορεί και επηρεάζει τις διεθνείς τιμές ενέργειας, με την χώρα μας και την οικονομία της να είναι ιδιαίτερα ευάλωτη. Αφού η ενεργειακή της εξάρτηση αγγίζει το 76%, από τις υψηλότερες στην ΕΕ, εισάγοντας 100% το πετρέλαιο και φ. αέριο που χρησιμοποιεί. Άρα, το κόστος της ενέργειας που καταναλώνουμε εξαρτάται σχεδόν απόλυτα από τις επικρατούσες διεθνείς τιμές, με την εγχώρια παραγόμενη ενέργεια (κυρίως ΑΠΕ και ελάχιστο πλέον λιγνίτη) να μην έχουν ουδεμία θετική επίπτωση στις τιμές καταναλωτή.
Η ακολουθούμενη σήμερα ενεργειακή πολιτική, που επηρεάζεται άμεσα από τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ- που στοχεύουν στην απόλυτη επικράτηση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα ανεξαρτήτως κόστους- δεν έχει μπορέσει να προστατέψει την οικονομία και τους καταναλωτές από τις αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις. Μάλιστα, όσες φορές η κυβέρνηση απηύθυνε έκκληση στο ευρωπαϊκό πρεζίντιουμ για αλλαγή του εφαρμοζομένου σήμερα μοντέλου υπολογισμού ενεργειακού κόστους (το γνωστό target model) που οδηγεί σε υψηλές τιμές ηλεκτρισμού στη ΝΑ Ευρώπη, η απάντηση ήταν ευγενική αλλά ξεκάθαρα απορριπτική.
Εν όψει ενός ολοένα και πιο ασταθούς διεθνούς περιβάλλοντος και της έκδηλης αδυναμίας της ΕΕ να προστατέψει τα μέλη της από εξωτερικές απειλές, επιβάλλεται η αναθεώρηση της ακολουθούμενης σήμερα ενεργειακής πολιτικής με επανακαθορισμό των στόχων σχετικά με την σύνθεση του ενεργειακού μείγματος, και όχι μόνο του ηλεκτρισμού όπως συμβαίνει σήμερα. Γιατί ενώ οι ΑΠΕ καλύπτουν το 49% ηλεκτροπαραγωγής, στην συνολική ενεργειακή κατανάλωση συμμετέχουν μόνο με 19% (στοιχεία Eurostat 2023). Υπάρχουν δε εγγενείς αδυναμίες στην περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ λόγω περιορισμών στα ηλεκτρικά δίκτυα, πράγμα που διαπιστώνεται σε καθημερινή βάση με την απόρριψη φορτίων από τον Διαχειριστή προκειμένου να εξασφαλίσει ισορροπία και συνεχή λειτουργία του δικτύου. Η δε προσδοκώμενη εισαγωγή συστημάτων αποθήκευσης (μπαταρίες και αντλησιοταμίευση) αναμένεται να εξομαλύνει σε ένα βαθμό την λειτουργία του συστήματος, αλλά δεν πρόκειται επ’ ουδενί να λύσει το πρόβλημα.
Με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο να καλύπτουν το 55% και 19% αντίστοιχα της ακαθάριστης ενεργειακής κατανάλωσης, με αυτή του πετρελαίου να παρουσιάζει μάλιστα αυξητικές τάσεις, υπάρχει πλέον επιτακτική ανάγκη για μείωση της εξάρτησης μας από εισαγόμενα καύσιμα μέσω της αξιοποίησης του συνόλου των εγχώριων κοιτασμάτων. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΙΕΝΕ, το μέγεθος των δυνητικών κοιτασμάτων, υδρογονανθράκων, δεν είναι ευκαταφρόνητο και ανέρχεται στα 2.0 -2.5 ισοδύναμων τρισεκ. κυβ. μέτρων αερίου, με το μεγαλύτερο μέρος να αντιστοιχεί σε αέριο. Αυτή την περίοδο ευρίσκονται σε ισχύ 8 παραχωρήσεις για έρευνα και εκμετάλλευση σε θαλάσσιες περιοχές στο Ιόνιο, τον Κυπαρισσιακό, νότια και δυτικά της Κρήτης, με την συμμετοχή δύο από τις μεγαλύτερες πετρελαϊκές του κόσμου. Είναι μια ευκαιρία που δεν πρέπει να πάει χαμένη και αυτό που προέχει είναι να δρομολογηθούν το συντομότερο δυνατό οι πρώτες ερευνητικές γεωτρήσεις. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΔΕΥΕΠ, το φυσικό αέριο, εφόσον αξιοποιηθούν οι ανωτέρω παραχωρήσεις, μπορεί όχι μόνο να καλύψει πλήρως τις ανάγκες της χώρας αλλά και σημαντικό τμήμα της Ευρωπαϊκής ζήτησης.
Τόσο μέσω της συνδυασμένης εκμετάλλευσης όλων ανεξαιρέτως των ενεργειακών πηγών που διαθέτουμε, ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο, φ.αέριο, λιγνίτες) και ΑΠΕ, όσο και μέσα από την βελτίωση των υποδομών και την δημιουργία νέων, η Ελλάδα πρέπει και μπορεί να θέσει ως στόχο την ενεργειακή της αυτάρκεια. Ασχέτως εάν αυτό μπορέσει να πραγματοποιηθεί σε ποσοστό 100%, η οργάνωση και συστράτευση για την επίτευξη αυτού του στόχου θα προσελκύσει νέες επενδύσεις, θα οδηγήσει στην απόκτηση τεχνολογικών δεξιοτήτων, θα ενισχύσει την εγχώρια βιομηχανία και θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας. Επιπλέον, η επίτευξη ενεργειακής αυτάρκειας ενισχύει ουσιαστικά την ενεργειακή ασφάλεια και αναβαθμίζει την γεωστρατηγική θέση της χώρας.
Σε ένα αβέβαιο κόσμο γεμάτο γεωπολιτικές προκλήσεις, τη σχεδόν μόνιμη ενεργειακή κρίση, τον εντεινόμενο διεθνή ανταγωνισμό σε ένα αναδυόμενο πολυπολικό κόσμο, η ενεργειακή αυτάρκεια δεν μπορεί να ιδωθεί ως ουτοπικός στόχος ούτε ως θεωρητικό κατασκεύασμα. Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να θέλει να θωρακιστεί ενεργειακά και να μειώσει την ενεργειακή της εξάρτηση με απώτερο στόχο από καθαρός εισαγωγέας ενέργειας να καταστεί εξαγωγέας. Όσο πιο ενεργειακά ισχυρή και ανεξάρτητη γίνει η Ελλάδα, τόσο ικανότερη θα καταστεί ώστε να μπορεί να αντιμετωπίζει επιτυχώς όποιες αντίξοες συνθήκες προκύπτουν σε πολιτικό, στρατιωτικό, οικονομικό και ενεργειακό επίπεδο.