Η Αλλαγή του Ενεργειακού Μίγματος

Για πολλές δεκαετίες το ενεργειακό μίγμα της Ελλάδος κυριαρχείτο από το πετρέλαιο, το οποίο, αν και αποκλειστικά εισαγόμενο -με εξαίρεση την δεκαετία του ’80, όταν το κοίτασμα του Πρίνου παρήγαγε αξιόλογες ποσότητες- ήταν υπεύθυνο για την κάλυψη του 70% των ενεργειακών αναγκών της χώρας. Με το υπόλοιπο μέρος του μίγματος να καλύπτεται από τη ΔΕΗ μέσω ηλεκτροπαραγωγής από τον εγχώριο λιγνίτη (που σήμερα έχει δαιμονοποιηθεί πλήρως από την αλλοπρόσαλλη πολιτική αυτομαστίγωσης της ΕΕ) και τα υδροηλεκτρικά. Το ενεργειακό μίγμα άρχισε να διαφοροποιείται τη δεκαετία του ‘90 με την είσοδο του φυσικού αερίου -και αυτό συνολικά εισαγόμενο- έτσι που σήμερα καλύπτει σχεδόν το 7,0% των συνολικών ενεργειακών αναγκών.

Την τελευταία δεκαετία τόσο λόγω της σταθερής εισαγωγής του φυσικού αερίου στο ενεργειακό σύστημα, όσο και αυτής των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), η σύνθεση του ενεργειακού μίγματος έχει αρχίσει να αλλάζει, με μείωση του μεριδίου του πετρελαίου, το οποίο όμως εξακολουθεί να καλύπτει το 56% της Τελικής Κατανάλωσης Καυσίμων (ΤFC), βάσει στοιχείων του 2016, ενώ το φυσικό αέριο καλύπτει το 7,0% και οι ΑΠΕ συνεισφέρουν το 13%, με το υπόλοιπο 24,0% να αντιστοιχεί στον ηλεκτρισμό. Εδώ η αλλαγή του μίγματος καυσίμων είναι αρκετά πιο εντυπωσιακή, αφού η συμμετοχή του εγχώριου λιγνίτη έχει υποχωρήσει από το 31,0% που ήτο το 2017 στο 19,0% σήμερα, με αντίστοιχη αύξηση του μεριδίου του φυσικού αερίου στο 35,0% και των ΑΠΕ στο 27,0% από το 20,0% (συμπεριλαμβανομένων των υδροηλεκτρικών) το 2017.

Τετ, 11 Σεπτεμβρίου 2019 - 11:01

Παράλληλα, έχουν αυξηθεί επικίνδυνα οι εισαγωγές ηλεκτρισμού από τις γειτονικές χώρες, αφού από το 10,0-12,0% που κυμαίνοντο το 2017, αυτές σήμερα έχουν φθάσει το 20,0%, ενώ υπάρχουν μήνες που ξεπερνούν και το 25%!

Παρατηρώντας τις αλλαγές στη σύνθεση του ενεργειακού μίγματος της χώρας τα τελευταία χρόνια πρέπει να σταθούμε σε δύο θέματα. Το πρώτο αφορά τη μικρή αλλά αυξανόμενη διείσδυση των ΑΠΕ, οι οποίες σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία του ΥΠΕΝ συνεισέφεραν το 16,95% της Ακαθάριστης Τελικής Κατανάλωσης Ενέργειας για το έτος 2017 έναντι 6,0% το 2000. Με τους τελευταίους στόχους του ΕΣΕΚ, που αποτελούν και την ευρωπαϊκή δέσμευση της Ελλάδος, να αναφέρονται στο 18,0% για το 2020 και 31,0% το 2030. Αντίστοιχοι στόχοι του ΕΣΕΚ για τη συμμετοχή των ΑΠΕ στην Ακαθάριστη Τελική Κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας ομιλούν για 29,0% κάλυψη για το 2020 και 56% για το 2030, σε σύγκριση με το 24,5% του 2017. Είναι αυτονόητο ότι η υλοποίηση των ανωτέρω στόχων θα επιφέρει δραματικές αλλαγές στην προμήθεια ενέργειας της χώρας και θα έχει τεράστιες επιπτώσεις στις υποδομές της, ιδιαίτερα στα ηλεκτρικά δίκτυα, αφού αυτά θα πρέπει να επεκταθούν και εκσυγχρονισθούν.

Η δεύτερη παρατήρηση σε ότι αφορά τις προοπτικές του ενεργειακού μίγματος είναι ότι, παρά την εντυπωσιακή διείσδυση των ΑΠΕ -που στην ουσία παίρνουν μεγάλο κομμάτι του ηλεκτρισμού- πετρέλαιο και φυσικό αέριο θα εξακολουθούν να καλύπτουν το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα του ενεργειακού ισοζυγίου, αφού αθροιστικά το 2020 εκτιμάται ότι θα καλύπτουν το 65,0% της Ακαθάριστης Τελικής Κατανάλωσης, με το φυσικό αέριο να έχει εισχωρήσει περισσότερο στο μερίδιο του πετρελαίου( δηλ. 10,0% φυσικό αέριο έναντι 55,0% πετρέλαιο). Με το φυσικό αέριο να αποτελεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο το καύσιμο επιλογής στο οποίο θα στηριχθεί η ενεργειακή μετάβαση σε καθεστώς απανθρακοποίησης, η Ελλάδα καλείται μέσα στα επόμενα χρόνια να αυξήσει σημαντικά τη χρήση φυσικού αερίου, το οποίο σήμερα είναι αποκλειστικά εισαγόμενο. Άρα εδώ τίθεται θέμα εθνικής και ενεργειακής ασφάλειας, για αυτό η κυβέρνηση θα πρέπει με κάθε τρόπο, και αγνοώντας παντελώς τις έωλες και ανεδαφικές διαμαρτυρίες των διαφόρων περιβαλλοντικών οργανώσεων, να επιταχύνει τις προσπάθειες για την ανεύρεση και εκμετάλλευση των εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων που διαθέτει η χώρα.