Η ηλεκτρική διασύνδεση της Κρήτης έπρεπε να λειτουργεί τουλάχιστον από την προηγούμενη δεκαετία, αλλά έλειψαν οι δέουσες αποφάσεις με αποτέλεσμα τόσο οι καταναλωτές όσο και η οικονομία να έχουν πληρώσει σχεδόν τέσσερεις φορές την επένδυση. Επειδή επί σειρά ετών έλειπαν οι πρωτοβουλίες από την Ελληνική πλευρά το κενό καλύφθηκε από αυτόκλητους υποστηρικτές χωρίς να διαθέτουν τις σχετικές εμπειρίες και δυνατότητες, με αποτέλεσμα να εμφανισθούν εμπόδια όταν η σημερινή διοίκηση του ΑΔΜΗΕ αποφάσισε να πραγματοποιήσει την διασύνδεση της Κρήτης.

Σήμερα προέχει η ταχύτερη και ανεμπόδιστη κατασκευή και λειτουργία της διασύνδεσης της Κρήτης με το εθνικό σύστημα. Είναι ένα δύσκολο και ακριβό έργο, με τεχνολογία HVDC/VSC που πρώτη φορά εφαρμόζεται στην Ελλάδα. Η τεχνολογία VSC (voltage source converter) στους εκατέρωθεν συνδέσμους είναι νέα και άρχισε να εφαρμόζεται ευρέως στην παρούσα δεκαετία, προσφέροντας μεγάλη ευελιξία στην διαχείριση της ενέργειας, ιδιαίτερα των ΑΠΕ (ανανεώσιμες πηγές ενέργειας), μια θετική πλευρά έναντι των πολλών αρνητικών της καθυστέρησης. Αναμένεται ότι η διασύνδεση της Κρήτης θα μηδενίσει τις αντίστοιχες ΥΚΩ, αλλά θα αυξήσει τα τέλη χρήσης δικτύου, οπότε για να διατηρηθούν αυτά χαμηλά χρειάζεται ένα ευνοϊκό χρηματοδοτικό μοντέλο.

Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, σε εξέλιξη είναι η μικρή διασύνδεση Κρήτη-Πελοπόννησος με εναλλασσόμενο ρεύμα (ΕΡ) ικανότητας 150-180MW και προβλεπόμενη λειτουργία το 2020, και η μεγάλη διασύνδεση  Κρήτη-Αττική με δύο υποβρύχια καλώδια και παράλληλη όδευση ισχύος 2Χ500MW με τεχνολογία HVDC/VSC και προβλεπόμενη λειτουργία το 2023. Ως συνολική ικανότητα μεταφοράς των δύο διασυνδέσεων θεωρείται 650-680MW (500+150/180MW), καθώς η άλλη γραμμή (των 500MW) λογίζεται ως εφεδρεία (συνθήκη Ν-1). Η αιχμή ζήτησης στο σύστημα της Κρήτης μέχρι να γίνει η διασύνδεση εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει τα 700MW (655MW το 2017), ενώ αναμένεται περαιτέρω αύξηση της ζήτησης, ιδιαίτερα με ηλεκτροκίνηση, θέρμανση/ψύξη κλπ., οπότε πρακτικά δεν καλύπτεται επαρκώς το φορτίο σε περίπτωση βλάβης στο ένα καλώδιο. Ένα ακόμη κρίσιμο σημείο είναι ότι τα δύο υποβρύχια καλώδια με παράλληλη πορεία διασχίζουν το ηφαιστειακό τόξο του Αιγαίου, διερχόμενα από σεισμογενή και ηφαιστειακή περιοχή με πιθανούς κινδύνους.

Οι μεγάλες προκλήσεις όμως είναι στην λειτουργία του συστήματος της Κρήτης με τις σχεδιαζόμενες διασυνδέσεις σε διάφορες καταστάσεις. Η διασύνδεση με Πελοπόννησο διατηρεί την ίδια συχνότητα του διασυνδεδεμένου συστήματος στο σύστημα της Κρήτης, στην οποία συγχρονίζονται τα ηλεκτρονικά ισχύος (VSC) της μεγάλης διασύνδεσης Κρήτη-Αττική. Εδώ θα χρειασθεί ειδική μελέτη λειτουργίας και ευστάθειας (και προστασίας) του συστήματος σε μεταβολές και ανωμαλίες στο δίκτυο, που θα καθορίσει και ένα επίπεδο φόρτισης της διασύνδεσης ΕΡ (με Πελοπόννησο, πχ στο 60%-70%).

Η κατάσταση αλλάζει τελείως όταν τεθεί εκτός η διασύνδεση ΕΡ με Πελοπόννησο, γιατί η λειτουργία του συστήματος θα βασισθεί στα ηλεκτρονικά ισχύος, χωρίς την ροπή αδρανείας που διαθέτουν οι στρεφόμενες συμβατικές μονάδες, με ερωτηματικά στην προστασία του δικτύου και στην συνεργασία με τις ΑΠΕ. Αυτή είναι μια νέα κατάσταση λειτουργίας του ηλεκτρικού συστήματος διαφορετική από αυτή που λειτουργούν σήμερα και με περιορισμένη εμπειρία διεθνώς, οπότε και εδώ χρειάζεται ειδική μελέτη λειτουργίας-ευστάθειας και προστασίας αναζητώντας κατάλληλες λύσεις  (πχ. στρεφόμενος πυκνωτής, ψηφιοποίηση του δικτύου, ICT, ΑΙ κλπ). Εδώ ενδείκνυται και η χρήση συστοιχίας συσσωρευτών λιθίου με μετατροπέα αμφίδρομης λειτουργίας για τις αναγκαίες υπηρεσίες στις μεταβολές φορτίου και υψηλή διείσδυση των ΑΠΕ, αποκλείοντας τυχόν επιστροφή στις μονάδες πετρελαίου. Ένα άλλο θέμα είναι πώς θα αντιδράσει το σύστημα σε περίπτωση βλάβης του ενός καλωδίου, εάν θα χρειασθεί μηχανισμός  επιλεκτικής απόρριψης φορτίου (advanced load shedding) κλπ.

Υπάρχουν και άλλα σενάρια λειτουργίας που μπορούν να εξετασθούν και να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα, καθώς προέχει η υψηλή αξιοπιστία ηλεκτροδότησης της Κρήτης. Εκείνο όμως που φαίνεται πολλαπλώς χρήσιμο είναι η εγκατάσταση δύο κεντρικών μονάδων αποθήκευσης με μπαταρίες λιθίου και ΑΠΕ (πχ 2Χ80MW). Αυτό θα ελαχιστοποιήσει ενδεχόμενο “black-out”, γιατί το σύστημα με ΑΠΕ μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα με την κατάλληλη διάταξη ελέγχου, εξασφαλίζοντας πλην των άλλων πλεονεκτημάτων και εγγυημένη ισχύ το σύστημα. Μια τέτοια εγκατάσταση μπορεί να γίνει από τώρα σε συνδυασμό με μεγάλες μονάδες φωτοβολταϊκών/αιολικών με πολύ χαμηλό κόστος, αφού η Κρήτη παρουσιάζει έλλειμμα παραγωγής, αντί των υψηλού κόστους θερμικών μονάδων. Αυτές οι εφαρμογές πραγματοποιούνται γρήγορα με διαγωνιστικές διαδικασίες προσελκύοντας επενδύσεις, όπως και με ΡΡΑ (power purchase agreement) και επιτυγχάνουν πολύ χαμηλές τιμές σύμφωνα με τις εμπειρίες από την διεθνή αγορά (πχ ΗΠΑ). Οι ΑΠΕ και οι μπαταρίες καθίστανται πλέον κύρια στοιχεία των μελλοντικών ηλεκτρικών δικτύων με προηγμένες στρατηγικές διαχείρισης και ελέγχου.

Επομένως, η διερεύνηση της ευστάθειας λειτουργίας στο σύστημα της Κρήτης για τις υπό εξέλιξη διασυνδέσεις και η αντιμετώπιση των προβλημάτων κρίνεται αναγκαίο να γίνει από τώρα, όπως και η διερεύνηση για την άμεση εγκατάσταση συστήματος αποθήκευσης και ΑΠΕ. Η διασύνδεση αυτή παρουσιάζει μεγάλες προκλήσεις γιατί είναι μια νέα περιοχή λειτουργίας χωρίς επαρκή διεθνή εμπειρία, οπότε ο ΑΔΜΗΕ με το έμπειρο προσωπικό του καλείται να το αντιμετωπίσει κατά προτεραιότητα.

Οι σχεδιαζόμενες διασυνδέσεις δεν αποτελούν πρόδρομο έργο για την ευρέως συζητούμενη διασύνδεση Κύπρου-Ισραήλ (και πιθανόν Αιγύπτου) μέσω Κρήτης με το Ευρωπαϊκό διασυνδεδεμένο ηλεκτρικό σύστημα, αφού δεν εξασφαλίζεται η αμφίδρομη διακίνηση ηλεκτρικής ενέργειας της τάξης του 1GW τουλάχιστον. Αυτό μπορεί να γίνει με μια ακόμη διασύνδεση ικανότητας 1GW Κρήτη-Πελοπόννησος (HVDC/VSC), που θα αυξήσει την ασφάλεια της ηλεκτροδότησης της Κρήτης.

Γενικά, η διασύνδεση της Κρήτης με το εθνικό σύστημα πρέπει να εκτιμηθεί ως επέκταση του Ευρωπαϊκού διασυνδεδεμένου ηλεκτρικού συστήματος προς τα νοτιοανατολικά και την ανατολική Μεσόγειο με διασύνδεση Κύπρου-Ισραήλ, εξυπηρετώντας και την μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ. Μια τέτοια επέκταση,  πλην άλλων, θωρακίζει την ηλεκτροδότηση της Κρήτης με πολλές δυνατότητες παροχής ηλεκτρικής ενέργειας και απομακρύνει τον φόβο του “black-out”, ενώ ενισχύεται το νότιο σύστημα της χώρας, χωρίς να αγνοείται και η γεωπολιτική διάστασή του. Αυτό βέβαια μπορεί να γίνει μόνο με την οικονομική υποστήριξη της ΕΕ, που θα ανοίξει το δρόμο και για την νέα διασύνδεση Ελλάδος-Ιταλίας που είναι πολύ σημαντική για την Ελλάδα.

 

* Ο Γιάννης Χατζηβασιλειάδης είναι τ. Πρόεδρος του ΙΕΝΕ .