Η Λάθος Συζήτηση για την Κλιματική Αλλαγή και την Ενέργεια

Οι χθεσινές (11/6) δηλώσεις του απερχόμενου προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν - Κλοντ Γιούνκερ περί ανάγκης όπως η ΕΕ επικεντρωθεί στην επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί για το 2030 σε ότι αφορά την Κλιματική Αλλαγή, αντί να εξετάζουν διαρκώς καινούργιους για αργότερα, όπως λχ για το 2050, είναι ενδεικτικές του νέου κλίματος ρεαλισμού που έχει αρχίσει να εμφανίζεται το τελευταίο διάστημα ανάμεσα σε κυβερνήσεις και στην βιομηχανία. Με τις Βρυξέλλες να έχουν υιοθετήσει πολύ φιλόδοξους στόχους για μείωση των εκπομπών του θερμοκηπίου κατά 40% μέχρι το 2040, αναμένεται ότι αρκετές χώρες δε θα επιτύχουν αυτόν τον στόχο.

energia.gr
Τετ, 12 Ιουνίου 2019 - 12:43

Η λογική Γιούνκερ έχει τη βάση της σε δύο θεμελιώδεις διαπιστώσεις. Πρώτη και βασική είναι η συνειδητοποίηση ότι η Ευρώπη συνολικά (Ε28) αποτελεί μικρή μειοψηφία στο σύνολο των εκπεμπόμενων ρύπων παγκοσμίως, αφού σήμερα το ποσοστό της είναι κάτω του 20%, με έντονες καθοδικές τάσεις έτσι που μέχρι το 2025 εκτιμάται ότι θα έχει διαμορφωθεί στο 15% του πλανητικού συνόλου. Απεναντίας, ΗΠΑ και Κίνα ευθύνονται για το 25% και 20% αντίστοιχα, με την τελευταία μάλιστα να αυξάνει ραγδαία το ποσοστό της που εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει το 30% κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια. Επιπλέον, η Ινδία ακολουθεί κατά πόδας με σημερινό ποσοστό στο 10% που όμως και αυτό αναμένεται ότι γρήγορα θα ξεπεράσει το 15%. Άρα δεν είναι η Ευρώπη που ευθύνεται κατά κύριο λόγο για τις εκπομπές, αν και αυτομαστιγωνόμενη προσπαθεί δια του παραδείγματος της να αποτρέψει την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη.

Η δεύτερη διαπίστωση που προέτρεψε τον Γιούνκερ να απευθύνει έκκληση για λογική, μέτρο και φραγμό στις φαντασιώσεις ορισμένων περί διαμόρφωσης περιβάλλοντος μηδενικών ρύπων στην Ευρώπη έναντι οιουδήποτε κόστους, είναι το γεγονός ότι η επιχειρούμενη Ενεργειακή Μετάβαση εμφανίζεται στάσιμη παρά τις τεράστιες προσπάθειες που καταβάλλονται από κυβερνήσεις και εταιρείες για την αλλαγή του ενεργειακού μείγματος με μείωση της συμμετοχής των στερεών καυσίμων και του πετρελαίου και αύξηση των ΑΠΕ. Πιο συγκεκριμένα, το έτος 2000 το 81% της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης ικανοποιείτο από στερεά καύσιμα και υδρογονάνθρακες, ενώ το 2018 το ποσοστό αυτό παραμένει το ίδιο για μια αρκετά μεγαλύτερη όμως ενεργειακή ζήτηση. Παρατηρούνται μικρές διαφοροποιήσεις αφού το φυσικό αέριο έχει αυξήσει το ποσοστό του εις βάρος του πετρελαίου, ενώ οι ΑΠΕ έχουν καταλάβει ένα πολύ μικρό μέρος (8% από 3% το 2000) στην παραγωγή ηλεκτρισμού. Είναι εμφανές ότι η επιχειρούμενη σήμερα Ενεργειακή Μετάβαση στερείται δυναμισμού.

Όμως η επιδίωξη υψηλών στόχων για τη μείωση των εκπομπών του θερμοκηπίου δεν είναι ανέξοδη, αλλά έχει ιδιαίτερα υψηλό κόστος για χώρες όπως η Ελλάδα, όπως και οι περισσότερες στην ΝΑ Ευρώπη, όπου η ηλεκτροπαραγωγή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον εγχώριο λιγνίτη που αποτελεί εδώ και χρόνια βασική βιομηχανική δραστηριότητα με πολλές χιλιάδες εργαζόμενους και σημαντικές θετικές αναπτυξιακές επιπτώσεις στην περιφέρεια. Χωρίς να είμεθα στην ουσία αντίθετοι με την ανάγκη για τη σταδιακή απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής και την παράλληλη αύξηση της χρήσης φυσικού αερίου και ΑΠΕ για την αντιμετώπιση του κενού που δημιουργείται στο ηλεκτροπαραγωγικό μίγμα, εν τούτοις θα πρέπει να επισημάνουμε ότι εάν δεν προσέξουμε, το όλο εγχείρημα ριζικής αλλαγής του ενεργειακού μας μίγματος μπορεί να αποβεί εθνικά επιζήμιο τόσο από οικονομικής άποψης, όσο και απ’ο πλευράς ενεργειακής ασφάλειας.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις και τους στόχους της πρόσφατης έκθεσης του ΕΣΕΚ, η Ελλάδα μέχρι το 2030 θα πρέπει να προσθέσει 8,0 GW σε ΑΠΕ, με το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος σε αιολικά και φωτοβολταϊκά, ενώ αναμένεται και αύξηση στην κατανάλωση φυσικού αερίου στα 4,45 bcm (με ανεξάρτητους αναλυτές να προβλέπουν διπλάσιο νούμερο μέχρι το 2030. Με δεδομένο ότι τα αιολικά και φωτοβολταϊκά έχουν ελάχιστη εγχώρια προστιθέμενη αξία (ζήτημα εάν φθάνει το 15%), ενώ το φυσικό αέριο εισάγεται 100%, οι οικονομικές επιπτώσεις προδιαγράφονται τελείως αρνητικές για το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών της χώρας. Εκτός εάν η νέα κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου αποφασίσει να δώσει σοβαρά κίνητρα και να άρει τα υπάρχοντα αντικίνητρα σε μια προσπάθεια δημιουργίας εγχώριας βιομηχανίας ΑΠΕ. Διότι με την προοπτική 8,0 με 12,0 GW αιολικών και φωτοβολταϊκών, το διακύβευμα υπέρ της δημιουργίας και στήριξης της εγχώριας βιομηχανικής δραστηριότητας στις ΑΠΕ είναι πολύ μεγάλο για να αγνοηθεί. Το ίδιο ισχύει και για τον τομέα του φυσικού αερίου, όπου θα πρέπει με κάθε τρόπο να ενισχυθούν οι προσπάθειες, που επιτέλους μετά από χρόνια ηθελημένης και βλακώδους αποχής, έχουν ξεκινήσει πάλι. Η ανακάλυψη και εκμετάλλευση νέων κοιτασμάτων φυσικού αερίου μόνο θετικές επιπτώσεις μπορεί να έχει σε οικονομικό και γεωπολιτικό επίπεδο.

Συμπερασματικά θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η όλη μέχρι στιγμής συζήτηση σε Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ελλάδα για την Κλιματική Αλλαγή και την συνεπακόλουθη ενεργειακή στρατηγική διεξάγεται σε λάθος βάση, αφού οι προτεραιότητες δεν πρέπει να είναι η εγκατάλειψη του παρόντος ενεργειακού μίγματος πάση θυσία με στόχο την ραγδαία μείωση των ελληνικών εκπομπών (που ευρίσκονται σε καθοδική τροχιά τα τελευταία 10 χρόνια και είναι απειροελάχιστες σε ευρωπαϊκό επίπεδο), αλλά η διατύπωση ενός ρεαλιστικού νέου παραγωγικού και καταναλωτικού ενεργειακού μοντέλου με μέγιστα οφέλη για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη.