Ας μην πούμε πώς εκτυλίχθηκε ο δεύτερος «Αττίλας» το 1974 και πώς κατέληξε ο τουρκικός στρατός να κατέχει παράνομα το 36% της Κυπριακής Δημοκρατίας επειδή οι ελληνικές δυνάμεις τήρησαν μονομερώς την εκεχειρία του ΟΗΕ…
Το ότι το ελληνικό κράτος δεν είναι σεβαστό από τους συμμάχους του – και δη τους Μεγάλους - αποδεικνύεται και από το πώς πολιτεύθηκε σε όλες τις μεγάλες του εξορμήσεις, και τις αποτυχημένες αλλά και τις επιτυχημένες. Χωρίς επίσημες και έγγραφες δεσμεύσεις εκ μέρους τους αλλά με ανεπίσημους – συχνά ως και αδιαφανείς – διαύλους επικοινωνίας μπήκε και στον Α΄ Βαλκανικό και στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους και στη Μικρασιατική Εκστρατεία – και δίνοντας πάντα «λευκή επιταγή», πιστό σε κάθε έκφανση της δράσης του στο τραγικό «πάμε κι όπου βγει». Κάπως έτσι προχώρησε και ο «σκιώδης δικτάτωρ» Ιωαννίδης το 1974, δίνοντας πίστη σε περίεργους και αδιαφανείς «διαύλους» με τους ποικίλους μηχανισμούς των ΗΠΑ – με τα γνωστά αποτελέσματα…
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το ελληνικό κράτος κάτι κέρδισε, κάτι έχασε (και σε κάποιες απλώς …καταστράφηκε παταγωδώς!), πάντα, όμως, μόνο εκείνο κατέβαλλε το τίμημα της όποιας έκβασης – θετικής ή αρνητικής. Σε όλες, πάντως, απέδειξε πόσο «καλόβολο» είναι: χωρίς σχεδόν κατοχύρωση και χωρίς καμία ενίσχυση, εξορμά και πολεμά και χωρίς σχεδόν να διαμαρτύρεται – με το …πάτημα ενός κουμπιού! – αφήνει τους ομοεθνείς του σύξυλους ή ακόμη και τους διατάσσει να ξεριζωθούν. Μεριμνώντας πρωτίστως να μη φέρει σε δύσκολη θέση τους συμμάχους του – και δη τους Μεγάλους. Το 1920, ο – νεαρός, τότε – Βρετανός διπλωμάτης Χάρολντ Νίκολσον είχε πει, αναφερόμενος στην Ελλάδα: «Η χώρα αυτή είναι αρκετά ισχυρή για να μην μάς δημιουργεί οικονομικές δαπάνες σε περίοδο ειρήνης, και αρκετά αδύνατη σε περίοδο πολέμου ώστε να μένει υποτελής σε εμάς».
Η σύγκριση και με το Ισραήλ αλλά και με την Τουρκία είναι απογοητευτική: ακόμη κι όταν το Ισραήλ πιέστηκε να αποχωρήσει από εδάφη που είχε καταλάβει, σχεδόν ποτέ δεν διέταξε ομοεθνείς του να ξεριζωθούν. Και σε όποιες περιπτώσεις εποίκων έγινε αυτό, ποτέ δεν έχασε την αμέριστη υποστήριξη και ενίσχυση των ΗΠΑ – οικονομική, διπλωματική στρατιωτική.
Για τη δε Τουρκία, αρκεί να αναφέρουμε την συμπεριφορά της στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: μολονότι εκείνη είχε υπογράψει επίσημη συμμαχία με την Βρετανία και τη Γαλλία με αντάλλαγμα την είσοδό της στον πόλεμο, και μολονότι η Ελλάδα περίμενε την έξοδο του εξ ανατολών συμμάχου είτε την 28η Οκτωβρίου είτε 6 μήνες αργότερα, κατά τη γερμανική εισβολή, η Άγκυρα έμεινε «επιτήδειος ουδέτερος». Πώς φέρθηκαν στους Τούρκους οι Μεγάλοι σύμμαχοι της Ελλάδος για αυτή τους την ασυνέπεια; Αφού λίγο έλειψε να τούς δώσουν τα Δωδεκάνησα για να τούς …τιμωρήσουν, τούς θεώρησαν «εμπολέμους» και τούς έδωσαν το δικαίωμα να συμμετάσχουν στο Σχέδιο Μάρσαλ – προφανώς για να ανακάμψουν από τις ζημιές που …δεν υπέστησαν κατά τον πόλεμο – και, επιπλέον, τούς έβαλαν «δόξη και τιμή» στο ΝΑΤΟ ταυτόχρονα με εμάς.
Το ελληνικό κράτος έχει, επίσης, διαπαιδαγωγηθεί με μία πολύ περίεργη «εκδοχή» εθνικής κυριαρχίας: κατά κάποιον παγκοσμίως πρωτότυπο τρόπο, όλες οι παρατάξεις του έχουν έναν ιδιότυπο «διεθνισμό», που βάζει σε προτεραιότητα τον παραταξιακό εξωτερικό σύμμαχο σε σχέση με τον εσωτερικό αντίπαλο. Όλες οι χώρες του κόσμου, βέβαια, έχουν εσωτερικές έριδες και ιδεολογικές διαμάχες. Καμία, όμως, δεν έχει επιδείξει τόση ευκολία στο να θεωρεί επιβεβλημένο να δίνει πάντα εξετάσεις «νομιμοφροσύνης», φτάνοντας στο σημείο ακόμη και της εδαφικής διχοτόμησης ή της πρόσκλησης των ξένων στα εσωτερικά της για την αντιμετώπιση ομοεθνών πολιτικών αντιπάλων που η κάθε παράταξη αναβιβάζει σε «εσωτερικό εχθρό» όλου του έθνους! Είναι μια αμαρτία που βαρύνει αμφότερες τις παρατάξεις που ενεπλάκησαν και στον Εθνικό Διχασμό και στον Εμφύλιο αλλά και που παρατηρήθηκε και στους Έλληνες Κύπρου και Ελλάδος σε όσα διαδραματίστηκαν στην Μεγαλόνησο μέχρι και την τουρκική εισβολή - και είναι μία αμαρτία που σίγουρα οι Έλληνες μπήκαμε στον πειρασμό να επαναλάβουμε σε κάθε ευκαιρία έκτοτε, ευτυχώς χωρίς τόσο σοβαρές εκφάνσεις… Και πώς να μη γίνεται αυτό όταν ο σύμμαχος κάθε παρατάξεως αντιμετωπίζεται άκριτα κι απροϋπόθετα από τους εδώ φίλους του ως «από μηχανής θεός»; Για να γίνει αυτό αντιληπτό, ας αρχίσουμε να απαριθμούμε σε πόσα «ξανθά γένη» - από όλα τα σημεία του ορίζοντος – έχουμε μέχρι και σήμερα βασίσει τη σωτηρία μας χωρίς να έχουμε τακτοποιήσει τα του οίκου μας αλλά αναμένοντας από αυτά να το κάνουν…
Περίεργη είναι και η σχέση του ελληνικού κράτους με το Διεθνές Δίκαιο: μολονότι το επικαλείται συχνά, δεν το χρησιμοποιεί ως όπλο εκλογίκευσης των εθνικών του συμφερόντων αλλά ως μέσο δικαιολόγησης, στο εσωτερικό του, των υποχωρήσεών του στην εξωτερική πολιτική. Μάλιστα, οι ίδιοι κύκλοι που άλλοτε δικαιολογούσαν υποχωρήσεις σε εθνικά θέματα καμουφλάροντάς τες με την επίκληση κάποιας αμφιβόλου κοπής «διεθνούς νομιμότητας», σήμερα επιδεικνύουν άτεγκτο ρεαλισμό αλλά …για άλλο κράτος και συγκεκριμένα το κράτος του Ισραήλ, όταν, μάλιστα, αυτό κατηγορείται για γενοκτονία στη Γάζα από την Ανεξάρτητη Διεθνής Επιτροπή Έρευνας για τα Κατεχόμενα Παλαιστινιακά Εδάφη που έχει συστήσει το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ από το 2021, την Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τα κατεχόμενα Παλαιστινιακά εδάφη, τη Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών κλπ. Εδώ η απαίτηση ισχύος για τον εαυτό μας μετατρέπεται σε φαντασίωση ισχύος με πρωταγωνιστή ...κάποιον άλλον! Βέβαια, δεν αντιλαμβάνονται την ανακολουθία αλλά και ένα πιθανό αρνητικό προηγούμενο για τις εθνικές μας υποθέσεις, όταν, μάλιστα, στο θέμα της Ουκρανίας οι ίδιοι εμφανίζονται ως διαπρύσιοι υπερασπιστές του Διεθνούς Δικαίου, όπου - όπως τονίζουν - μία τέτοια στάση θα αποτελέσει πλεονέκτημα ώστε να λάβουμε διεθνή στήριξη στο Κυπριακό. Όμως δεν έχουμε δει ως τώρα η στάση αυτή να γεννά έμπρακτα αποτελέσματα υπέρ μας, μολονότι ο «Αττίλας» έχει προηγηθεί της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» (sic) του Πούτιν κατά μισό αιώνα. Μάλιστα, όταν τούς τίθενται τέτοιες αιτιάσεις, απαντούν πως «πρέπει πρώτα εμείς να αποδεικνύουμε και την πίστη μας στο Διεθνές Δίκαιο αλλά και τη συνέπειά μας απέναντι στους Μεγάλους συμμάχους μας», ακόμη κι αν η στάση της Τουρκίας και στο Ουκρανικό και στο Μεσανατολικό τούς διαψεύδει. Πώς γίνεται, όμως, πάντα η «συνέπεια» να θεωρείται επιβεβλημένη μόνο για εμάς και η «ασυνέπεια» να συγχωρείται πάντα για τους άλλους..;
Αλήθεια, όταν το ελληνικό εθνικό κράτος «βραχυκυκλώνει» σε τέτοια στοιχειώδη ζητήματα για την ύπαρξη τη δική του και του Ελληνισμού γενικότερα, απορούμε γιατί κινδυνεύει με «βραχυκύκλωμα» σε μία απλή πόντιση καλωδίου όπως στην ηλεκτρική διασύνδεση με την Κύπρο;