Δυστυχώς για τον Τραμπ, ακόμα και αν ο Σι Ζινπίνγκ συμφωνήσει να μεσολαβήσει για τυπικούς λόγους— κάτι πολύ πιθανό δεδομένου της πάγιας προσέγγισης της Κίνας να προβάλλεται ως παράγοντας ειρηνικής επίλυσης των διακρατικών διαφορών— το κατά πόσο επιθυμεί να σταματήσει τον πόλεμο Ρωσίας- Ουκρανίας είναι αβέβαιο. Αρχικά, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η ταχύτατη απομόνωσή της από τις δυτικές αγορές σε μεγάλο βαθμό, ανάγκασε τη Μόσχα να στραφεί προς την Ασία. Αυτό σημαίνει πως αφενός, η Κίνα μπορεί να αγοράζει τα ρωσικά προϊόντα, μεταξύ αυτών το πετρέλαιο και ο άνθρακας, σε πολύ προνομιακές τιμές. Αφετέρου, η συνεχιζόμενη ένταση μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ σημαίνει πως το Κρεμλίνο δεν θα προχωρήσει σε κάποιου είδους “ανίερη συμμαχία” με τον Λευκό Οίκο ώστε να περικυκλώσουν γεωπολιτικά την Κίνα από δύο πλευρές.
Αντιθέτως, η προσέγγιση της Μόσχας με το Πεκίνο έχει διαταράξει την ισορροπία της τριπλής ισχύος που είχε διαμορφωθεί τη δεκαετία του ’70, όταν Νίξον και Κίσινγκερ είχαν ποντάρει στο μεγάλο άνοιγμα προς τον Μάο, αλλάζοντας τα δεδομένα του Ψυχρού Πολέμου. Ταυτόχρονα, η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία σημαίνει πως τόσο η Ρωσία, όσο και οι ΗΠΑ, θα αναγκαστούν να σπαταλήσουν ακόμα περισσότερο διπλωματικό κεφάλαιο και αμυντικούς πόρους για να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους στο μέτωπο. Ως εκ τούτου, οι μόνες χώρες που μπορούν να απειλήσουν στρατιωτικά την Κίνα επί του παρόντος υπονομεύουν τη δική τους βάση ισχύος.
Ευρύτερα, οι ΗΠΑ δεν έχουν πολλά περιθώρια. Αν ο Τραμπ δεν έχει αρκετές ακόμα “κρίσεις αυτογνωσίας” για μία σειρά τομέων, από την ενέργεια μέχρι την κοινωνική πολιτική, η χώρα οδεύει προς μία πρωτοφανή υποβάθμιση. Για παράδειγμα, όπως αναφέρουν πολλοί Αμερικανοί, το κόστος ζωής έχει εκτοξευθεί τους τελευταίους μήνες, με πολλές οικογένειες να μην μπορούν να πληρώσουν το κόστος στέγασης, το κόστος σίτισης, τα υφιστάμενα χρέη, και το ενεργειακό κόστος ακόμα και αν οι δύο γονείς έχουν δύο ή και τρεις διαφορετικές δουλειές. Ειδικά για το κόστος ενέργειας, έχει καταστεί πλέον σαφές πως οι πάροχοι έχουν αυξήσει τα τιμολόγιά τους προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις νέες υποδομές παραγωγής και δικτύου που απαιτούνται για τη λειτουργία των data centers.
Η απόφαση του Τραμπ να απαγορεύσει ουσιαστικά τις φθηνότερες μορφές ενέργειας, δηλαδή την ηλιακή και την αιολική, έχει επιδεινώσει το πρόβλημα. Η κατάσταση είναι τόσο δεινή, που ορισμένοι Αμερικανοί προειδοποιούν τους συμπολίτες τους να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί κατά την επερχόμενη εορταστική περίοδο των Ευχαριστιών και των Χριστουγέννων, καθώς μπορεί να πέσουν θύματα ληστείας από αγνώστους που παραμονεύουν έξω από τα σουπερμάρκετ. Με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να έχει παύσει τις λειτουργίες εξαιτίας της αδυναμίας χρηματοδότησης, 42 εκατομμύρια πολίτες ή το 12% του πληθυσμού θα μείνουν χωρίς πρόσβαση στη σίτιση από την 1 Νοεμβρίου καθώς το πρόγραμμα Supplemental Nutrition Assistance Program δεν θα μπορεί να καλυφθεί.
Ακόμα χειρότερα, τα νοικοκυριά δεν είναι τα μόνα που πλήττονται. Οι πολιτικές του Τραμπ στο εμπόριο, την ενέργεια, και τη μετανάστευση έχουν πλήξει τις αμερικανικές επιχειρήσεις ανεπανόρθωτα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, παρά τις φοροελαφρύνσεις που ψηφίστηκαν από το Κογκρέσο, η επιβολή των δασμών αποτελεί την υψηλότερη αύξηση της φορολογίας από τη δεκαετία του ’90. Ο αγροτικός τομέας χρήζει ξεχωριστής αναφοράς καθώς ο εμπορικός πόλεμος που κήρυξε η αμερικανική κυβέρνηση εμποδίζει τα αμερικανικά προϊόντα να εξαχθούν στις μεγαλύτερες αγορές τους, όπως η Κίνα. Ταυτόχρονα, οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να καλύψουν τις ενεργειακές ανάγκες τους, ειδικά αν πρόκειται σε τομείς με αυξημένη ζήτηση όπως η βαριά βιομηχανία, καθώς πρέπει να ανταγωνιστούν με τα data centers. Τέλος, οι απελάσεις εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών, κυρίως σε παραγωγικές ηλικίες, έχουν στερήσει ένα μεγάλο ποσοστό του φθηνού ανθρώπινου δυναμικού από την αγορά εργασίας. Οι μικρές επιχειρήσεις που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά των ΗΠΑ είναι πολύ πιο εκτεθειμένες, διότι δεν μπορούν να αξιοποιήσουν τις οικονομίες κλίμακος, αλλά ούτε και να ασκήσουν πιέσεις προς την Ουάσιγκτον μέσω λόμπινγκ.
Με τον Πρόεδρο Τραμπ να πλησιάζει τις 300 ημέρες από την έναρξη της δεύτερης θητείας του, οι περισσότερες υποσχέσεις προς τους ψηφοφόρους του παραμένουν ανεκπλήρωτες ή έχουν εξελιχθεί προς την αντίθετη πλευρά. Βεβαίως, αυτό δεν φαίνεται να έχει οδηγήσει σε κάποια ουσιώδη πτώση στη δημοφιλία του ανάμεσα σε όσους των ψήφισαν. Εντούτοις, η άφιξη του 2026 θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε κάποιες ανακατατάξεις στον δρόμο προς τις ενδιάμεσες εκλογές του επόμενου Νοεμβρίου. Αρκετοί αναλυτές δηλώνουν αβέβαιοι για το κατά πόσο η εκλογική διαδικασία θα ολοκληρωθεί κανονικά, με κάποιους να εκφράζουν αμφιβολίες για τις προθέσεις του Τραμπ και των πιο σκληροπυρηνικών συνεργατών του.