Μπορεί κάποιος να μην πιστεύει ότι η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη -η οποία υπολογίζεται ότι έχει ανέλθει κατά +0,5 βαθμούς Κελσίου τα τελευταία 100 χρόνια- οφείλεται σε ανθρωπογενείς δράσεις, εάν όμως παρατηρήσει την απότομη αύξηση στη συγκέντρωση διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα τα τελευταία 30 και χρόνια (βλ. διάγραμμα), δε μπορεί παρά να δεχτεί ότι κάτι δεν πάει καλά και ότι, αργά ή γρήγορα, η βιόσφαιρα θα αντιμετωπίσει κάποιο σοβαρό 

πρόβλημα, αφού διαταράσσονται οι λεπτές ισορροπίες που καθορίζουν το κλίμα.

Μέχρι πολύ πρόσφατα για τις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες η αντιμετώπιση του φαινομένου της Κλιματικής Αλλαγής δεν αποτελούσε καν θέμα προς συζήτηση, με κορυφαίο παράδειγμα την ExxonMobil, η οποία μόλις το 2012 δήλωσε ότι υπάρχει πρόβλημα, ενώ ακόμα πιο πρόσφατα, το 2017, ανακοίνωσε ότι θα σχεδιάσει μια μακροπρόθεσμη πολιτική αντιμετώπισης της Κλιματικής Αλλαγής στο πλαίσιο δραστηριοτήτων της εταιρείας.

Άλλες μεγάλες πετρελαϊκές όπως η αμερικανική Chevron και οι ευρωπαϊκές BP, Shell, Equinor ( πρώην Statoil) OMV, Total κ.ά. έχουν από καιρό προσαρμόσει τα επιχειρηματικά τους σχέδια με επίκεντρο την Κλιματική Αλλαγή, δίδοντας μεγαλύτερο βάρος στην παραγωγή φυσικού αερίου, ενώ παράλληλα προωθούν επενδύσεις στην παραγωγή ηλεκτρισμού, στην ηλεκτροκίνηση και στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Η εβδομάδα που πέρασε ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτική ως προς τα σχέδια και προθέσεις των δύο από τις μεγαλύτερες πετρελαϊκές της Ευρώπης, της BP και της Shell, οι οποίες την ίδια ημέρα (21/5) πραγματοποίησαν τις ετήσιες γενικές συνελεύσεις τους.

Για την Shell, όπως προκύπτει από τις ομιλίες και δηλώσεις στελεχών της στην ετήσια γενική συνέλευση, η εταιρεία εμφανίζεται έτοιμη να αναλάβει σταδιακά την ευθύνη για τη μείωση του καθαρού ανθρακικού αποτυπώματος της( net carbon footprint )του συνόλου των καυσίμων που παράγει και πωλεί. Δηλαδή εμφανίζεται έτοιμη να επηρεάσει ακόμα και τον τρόπο που τα εκατομμύρια των πελατών της καταναλώνουν πετρέλαιο και φυσικό αέριο στα αυτοκίνητα τους και στα σπίτια τους. Η τοποθέτηση αυτή φανερώνει μια προχωρημένη στρατηγική για την πολυεθνική, η οποία βλέπει 30 χρόνια μπροστά, προβλέποντας την αναπόφευκτη μείωση του πετρελαίου στο ενεργειακό μίγμα.

Σε αντίθεση με την Shell, η τοποθέτηση της BP απέχει παρασάγγας, καθότι η εταιρεία ναι μεν εμφανίζεται πρόθυμη να προσφέρει μεγαλύτερη διαφάνεια ως προς το πώς η παραγωγή της και οι πρακτικές της μπορούν να εναρμονιστούν με τις απαιτήσεις της Συμφωνία των Παρισίων για το Κλίμα (COP21), όμως δεν έχει ουδεμία πρόθεση να επέμβει σε όλη την αλυσίδα παραγωγής - κατανάλωσης προτρέποντας τους καταναλωτές να εγκαταλείψουν πρόωρα το πετρέλαιο. Με την εταιρεία να έχει εδώ και 15 χρόνια αναπτύξει μια στρατηγική σταδιακής αποδέσμευσης από την παραγωγή και εμπορία υδρογονανθράκων, έχοντας επενδύσει σταθερά σε έργα ΑΠΕ, στην κατασκευή και διαχείριση μεγάλων έργων υποδομής φυσικού αερίου (βλέπε TAP), αλλά και στην έρευνα και παραγωγή βιοκαυσίμων.

Υπό την πίεση ομάδων μετόχων της κατά τη διάρκεια της ετήσιας γενικής συνέλευσης, η διοίκηση της BP ανέλαβε εφ’ εξής να ενημερώνει με απόλυτη διαφάνεια (disclosure) το πώς τα επιχειρηματικά της σχέδια, και γενικά το επιχειρείν της, θα προσαρμόζονται με τους στόχους της συμφωνίας των Παρισίων. Με τον πρόεδρο της πολυεθνικής, κον Helge Lund, να δηλώνει ότι «η αποστολή μου είναι να εξασφαλίσω ότι η BP παραμένει μια ελκυστική επενδυτική πρόταση, ενώ παράλληλα θα προωθεί την ενεργειακή μετάβαση». Με την BP, αλλά και την Shell να έχουν βρεθεί το τελευταίο διάστημα στο επίκεντρο οργανωμένης κριτικής από μεγάλα funds που κατευθύνουν τις επενδύσεις τους στη βάση κανόνων ηθικών κριτηρίων (ethical investing) στο γενικότερο κλίμα που έχει καλλιεργηθεί τα τελευταία χρόνια υπό την με την προμετωπίδα της ‘περιβαλλοντικής, κοινωνικής και εταιρικής διακυβέρνησης’ (ESG policies).

Όπως αναφέρουμε στο υπό έκδοση βιβλίο μας (‘Πετρέλαιο, η Μοιραία Εξάρτηση’, εκδόσεις Αίολος), «ο μεγάλος φόβος που διακατέχει σήμερα πολλές πετρελαϊκές, ιδιαίτερα αυτές που είναι πλήρως καθετοποιημένες και μεγάλο μέρος της δραστηριότητας τους αφορά την έρευνα και την παραγωγή, είναι ο κίνδυνος να μείνουν αναξιοποίητα αποθέματα (stranded assets) τα οποία θα έχουν αναπτύξει μετά από πολυετείς και πολυδάπανες επενδύσεις. Αποθέματα η παραγωγή των οποίων, λόγω μειούμενης στο μεταξύ ζήτησης, θα είναι πολύ μικρότερη ή και μηδενική από την προβλεπόμενη, με αποτέλεσμα δισεκατομμύρια δολάρια επενδύσεων να μην μπορέσουν ποτέ να αποσβεσθούν. Υπό αυτή την έννοια, το ερώτημα που σήμερα θέτουν αρκετές πολυεθνικές, και πολύ σύντομα θα το θέσουν όλες οι πετρελαϊκές εταιρίες, αφορά το μελλοντικό ρόλο τους, αφού, σαν μεγάλοι επιχειρηματικοί οργανισμοί, προκειμένου να επιβιώσουν, θα πρέπει μοιραία να στραφούν προς άλλες κατευθύνσεις ως προς τα ενεργειακά προϊόντα που θα μπορούν να διαθέσουν».