Σχεδιασμό για την Ενέργεια και το Κλίμα Αποκτήσαμε. Ενεργειακή Πολιτική Εχουμε;

Μπορεί ο τίτλος του σημερινού Σχολίου να ακούγεται οξύμωρος, όμως πιστεύουμε ότι απηχεί σε μεγάλο βαθμό την πραγματικότητα. Γιατί πράγματι με την ολοκλήρωση -μετά μια περίοδο δημόσιας διαβούλευσης- και κατάθεση πριν δυο ημέρες στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), η Ελλάδα απόκτησε μεν ένα είδος μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού, πλην όμως αυτός δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις μιας εθνικής ενεργειακής πολιτικής. Και ο λόγος δεν είναι άλλος από το γεγονός ότι η σχεδίαση και συγγραφή του ΕΣΕΚ στηρίχθηκε απόλυτα σε προδιαγραφές οι οποίες αποφασίστηκαν και προετοιμάστηκαν στις Βρυξέλλες και ισχύουν για όλες τις χώρες ανεξαρτήτως (δίδοντας μια υπέρμετρη έμφαση στη μείωση των εκπομπών ρύπων και στην προώθηση των ΑΠΕ) και αγνοώντας επιδεικτικά τις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας.

Στην περίπτωση της Ελλάδας και ενώ είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι υδρογονάνθρακες (πετρέλαιο και φυσικό αέριο), οι οποίοι εισάγονται κατά 99% ,καλύπτουν σήμερα το 67% της τελικής ενεργειακής κατανάλωσης, δε λαμβάνονται σχεδόν καθόλου υπόψη στο ΕΣΕΚ από την άποψη της διαχείρισής των κατά τα επόμενα χρόνια, καθώς θα επιχειρείται η μείωση του μεριδίου τους (κυρίως του πετρελαίου) στο ενεργειακό ισοζύγιο. Και αυτό γιατί το ΕΣΕΚ ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με τη μείωση των εκπομπών του θερμοκηπίου (στόχος για μείωση 37% μέχρι το 2030), την αύξηση του μεριδίου των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο σε 32% από το σημερινό 16%, την εξοικονόμηση της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης κατά 33% και παράλληλα την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας.

energia.gr
Δευ, 28 Ιανουαρίου 2019 - 10:37

Όμως στα σενάρια για μελλοντική ενεργειακή ζήτηση και προσφορά που αναφέρονται στο ΕΣΕΚ και έχει επεξεργασθεί το ΚΑΠΕ για λογαριασμό του, το 2030 η συμμετοχή των υδρογονανθράκων στην τελική κατανάλωση μειώνεται οριακά στο 63,15 % και στο 60,8% το 2040. Άρα παρά τη σημαντική διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο και την εξοικονόμηση ενέργειας, η ενεργειακή οικονομία της χώρας θα εξακολουθήσει να κυριαρχείται από υδρογονάνθρακες. Και αυτό γιατί θα έχει αυξηθεί το μερίδιο του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή και στην οικιακή - εμπορική κατανάλωση, ενώ ο μεγάλος όγκος των αυτοκινήτων θα εξακολουθεί να βασίζεται σε μηχανές εσωτερικής καύσεως, αφού η διείσδυση της ηλεκτροκίνησης θα κινείται σε πολύ χαμηλά επίπεδα όπως προβλέπεται από το ίδιο το ΕΣΕΚ.

Όμως το ΕΣΕΚ δεν προβλέπει, ούτε καν θέτει στόχους, για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο που μπορεί να παράγει η Ελλάδα κατά τα επόμενα 20 με 30 χρόνια και τη σημασία που έχει αυτό στη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας. Ούτε ασφαλώς υπάρχει αναφορά στο διυλιστικό πλεονέκτημα που διαθέτει σήμερα η Ελλάδα χάρις στις τεράστιες προσπάθειες, καινοτομίες και επενδύσεις που έχουν πραγματοποιήσει οι δύο διυλιστικοί όμιλοι της χώρας που εξάγουν το 60% της παραγωγής τους. Το ΕΣΕΚ εσκεμμένα, καλυπτόμενο πίσω από τις προδιαγραφές της Κομισιόν, αποφεύγει με μεγάλη μαεστρία να αναφερθεί στον ελέφαντα στο δωμάτιο που είναι οι υδρογονάνθρακες και την προτεινόμενη διαχείρισή τους κατά τα επόμενα 20 κρίσιμα χρόνια της ενεργειακής μετάβασης.

Όμως, αγνοώντας το 67% της ενεργειακής οικονομίας της χώρας, το ΕΣΕΚ δε συνιστά εθνική ενεργειακή πολιτική. Ωστόσο, αποτελεί ένα πολύ χρήσιμο σχέδιο για τις ΑΠΕ και την ενεργειακή αποδοτικότητα. Θα πρέπει να περιμένουμε λίγο ακόμα μέχρις ότου γίνει καταληπτή, από μια μελλοντική κυβέρνηση, η ανάγκη για την επεξεργασία μιας συνεκτικής ενεργειακής πολιτικής η οποία θα καλύπτει όλες τις μορφές ενέργειας και θα μπορεί να αξιολογήσει σωστά τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων και των προτερημάτων του εγχώριου ενεργειακού πλούτου, αλλά και θα αντιλαμβάνεται πως η αξιοποίησή του θα μπορέσει να αναβαθμίσει τη γεωπολιτική θέση της χώρας, μειώνοντας παράλληλα την υπέρμετρη ενεργειακή μας εξάρτηση (σήμερα στο 74,5% όταν ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 54,0%) και αυξάνοντας την εγχώρια ενεργειακή παραγωγική βάση.