Εάν κρίνουμε από τις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες εξελίξεις του τελευταίου τριμήνου στον ενεργειακό τομέα της χώρας -τόσο σε επίπεδο θεσμικών αλλαγών, όσο και σε συγκεκριμένα έργα- θα πρέπει να είμεθα μάλλον αισιόδοξοι καθώς ξεκινά ο νέος χρόνος. Και αυτό δεν το διατυπώνουμε απλά ως μια ευχή, αλλά πιστεύουμε ότι ανταποκρίνεται στην ουσιαστική πρόοδο που έχει ήδη επιτελεσθεί σε βασικά έργα υποδομής, στο χώρο των επενδύσεων, αλλά και στο αρκετά σύνθετο εγχείρημα της χάραξης ενεργειακής πολιτικής. Κορυφαίο έργο στον κλάδο των ενεργειακών υποδομών είναι αναμφίβολα αυτό της ηλεκτρικής διασύνδεσης μεταξύ ηπειρωτικής χώρας, μέσω Αττικής, με την Κρήτη. 

Ένα έργο που αρχικά διατυπώθηκε από τη ΔΕΗ στις αρχές της δεκαετίας του 1980 -επί διοικήσεως Δήμ. Παπαμαντέλου- και σήμερα, μετά την πάροδο 35 ετών, παίρνει επιτέλους σάρκα και οστά, καθώς ο ΑΔΜΗΕ προχωρά στην προκήρυξη σχετικού διαγωνισμού μέσω της εταιρείας ειδικού σκοπού που έχει συστήσει, την Αριάδνη. 

Σύμφωνα με το σχεδιασμό του Διαχειριστή, ο διαγωνισμός θα τρέξει το πρώτο τρίμηνο του 2019, ενώ έχει ήδη εκφρασθεί έντονο ενδιαφέρον από ελληνικούς και διεθνείς οίκους που κατέχουν την κατάλληλη τεχνογνωσία και διαθέτουν τις προηγμένες τεχνολογικές λύσεις που απαιτούνται. Η διοίκηση του ΑΔΜΗΕ να ευελπιστεί ότι η κατασκευή του έργου θα ξεκινήσει πριν το τέλος του ερχόμενου έτους, αφού τρέχουν οι προθεσμίες για τη μερική απόσυρση των πετρελαϊκών ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων στην Κρήτη, και άρα η διασύνδεση θα πρέπει να λειτουργήσει μέχρι το τέλος του 2021.

Η δε εμπλοκή από πλευράς Κομισιόν στις Βρυξέλλες, αναφορικά με το EuroAsia Interconnector, δε φαίνεται να ανησυχεί ιδιαίτερα τον ΑΔΜΗΕ, ο οποίος, προκειμένου να ανταποκριθεί στις ασφυκτικές χρονικές προθεσμίες κατασκευής του έργου, είναι αποφασισμένος να προχωρήσει, έστω και εάν το έργο θεωρηθεί από τις Βρυξέλλες ως καθαρά εθνικό project, οπότε εκπίπτει από τα έργα PCI, δηλ. έργα κοινού ενδιαφέροντος, με αρνητικές επιπτώσεις στο ύψος της χρηματοδότησης που θα λάβει τελικά από την ΕΕ. Σε μία τέτοια περίπτωση, δηλ. εάν δεν βρεθεί συμβιβαστική φόρμουλα για τη συμμετοχή του EuroAsia στο έργο, ο ΑΔΜΗΕ θα μπορέσει να αντλήσει μειωμένη ευρωπαϊκή χρηματοδότηση μέσω των διαρθρωτικών ταμείων. Παράλληλα και εντός του 2019 αναμένεται από πλευράς ΑΔΜΗΕ να τρέξει η Β΄ φάση της διασύνδεσης των Κυκλάδων και βασικές διασυνδέσεις στην Πελοπόννησο, ώστε να επιτραπεί η περαιτέρω ανάπτυξη του αιολικού δυναμικού της συγκεκριμένης περιφέρειας.

Στον τομέα του φυσικού αερίου τα νέα είναι, επίσης, θετικά, αφού μέχρι το τέλος του 2019 αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί η κατασκευή του μεγάλου διασυνοριακού αγωγού TAP, ενώ θα έχει ξεκινήσει και η κατασκευή του διασυνδετήριου αγωγού IGB που θα συνδέσει το εθνικό δίκτυο φυσικού αερίου της Ελλάδος με το αντίστοιχο της Βουλγαρίας. Με τον ΔΕΣΦΑ να είναι πλέον υπό νέο ιδιοκτησιακό καθεστώς και με νέα διοίκηση, παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι θα τρέξουν τώρα μια σειρά από εντελώς νέα έργα, όπως αυτό του διασυνδετηρίου με τα Σκόπια (ενδεχομένως σε συνεργασία με την εταιρεία Windows η οποία λίγο πριν την εκπνοή του 2018 έλαβε την πολυπόθητη άδεια από τη ΡΑΕ), καθώς και η αντίστροφη ροή του ελληνο-τουρκικού αγωγού που ήδη λειτουργεί πάνω από μια 10ετία . Η προώθηση του συγκεκριμένου έργου -σε συνδυασμό με την κατασκευή από τον ΔΕΣΦΑ παρακαμπτηρίου αγωγού κατά μήκος των ελληνοτουρκικών συνόρων στον Έβρο- θεωρείται κλειδί ώστε να μπορέσει να επωφεληθεί η Ελλάδα από μία απευθείας διασύνδεση με τον επί τουρκικού εδάφους κόμβο του Turkish Stream. Μια σημαντική από κάθε άποψη εξέλιξη σε θεσμικό επίπεδο στον τομέα του φυσικού αερίου εντός του 2019 αναμένεται να είναι ο διαχωρισμός της ΔΕΠΑ σε δυο ξεχωριστές εταιρείες, ώστε να υπάρξει συμμόρφωση με τις ευρωπαϊκές επιταγές για unbundling μεταξύ εμπορίας και της ιδιοκτησίας και διαχείρισης των υποδομών. Αυτό θα επιτρέψει τη δρομολόγηση της διαδικασίας για την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΠΑ με πλέον πιθανή την είσοδό της στο Χρηματιστήριο Αθηνών μέσω IPO το 2020.

Ακόμα, πολύ σημαντικό project για τον ΔΕΣΦΑ θα είναι η μετεξέλιξη του βάθρου εξισορρόπησης φορτίου (balancing point) που ήδη υφίσταται, σε εμπορικό κόμβο (trading hub), κάτι που θα ενισχύσει το Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας, το οποίο και αυτό θα κάνει την πρεμιέρα του, με τη λειτουργία της νέας αγοράς (βλέπε target model) εντός του 2019. Στην τελική ευθεία αναμένεται να εισέλθει εξάλλου και το έργο του πλωτού σταθμού LNG στην Αλεξανδρούπολη που αναπτύσσει η εταιρεία GASTRADE με ελληνικά και ξένα κεφάλαια και βασικό promoter τον Όμιλο Κοπελούζου. Το α΄ εξάμηνο του 2019 η εταιρεία θα κληθεί να λάβει την τελική επενδυτική απόφαση (FID), ευθύς μόλις ολοκληρωθεί το market test που είναι σε εξέλιξη. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η πλωτή μονάδα FSRU θα είναι έτοιμη να συνδεθεί με το εθνικό δίκτυο όχι πριν το τέλος του 2021. Παράλληλα με το project του FSRU Αλεξανδρούπολης, θα τρέξει εντός του 2019 και η διαγωνιστική διαδικασία από το ΤΑΙΠΕΔ για τη μετατροπή του εξαντληθέντος υπόγειου κοιτάσματος της Νοτίου Καβάλας σε μόνιμη υπόγεια δεξαμενή αερίου διασυνδεδεμένη με το εθνικό σύστημα. Εάν ο διαγωνισμός προσελκύσει κατάλληλο ενδιαφέρον, είναι εξαιρετικά πιθανό η νέα αυτή μονάδα -την οποία τόσο ανάγκη έχει το σύστημα για λόγους ενεργειακής ασφάλειας- να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του 2022.

Στον κλάδο του ηλεκτρισμού, κρίσιμη σε κάθε περίπτωση για το περαιτέρω άνοιγμα της αγοράς θα είναι η προσπάθεια αποεπένδυσης της ΔΕΗ που ευρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη μέσω του διαγωνισμού για την πώληση των λιγνιτικών μονάδων σε Μελίτη και Μεγαλόπολη, που και αυτός θα τρέξει το α΄ τρίμηνο του νέου έτους. Εάν ο διαγωνισμός πετύχει και αναδειχθούν αξιόπιστοι επενδυτές, τότε η ΔΕΗ θα έχει περάσει ένα μεγάλο κάβο και θα μπορέσει να προχωρήσει απερίσπαστη στην ανάπτυξη του κλάδου των ΑΠΕ, που έχει απόλυτο ανάγκη και θεωρείται ειλημμένη απόφαση στο πλαίσιο της νέας της στρατηγικής στόχευσης. Ταυτόχρονα, η Επιχείρηση μέσα στο 2019 πρόκειται να προχωρήσει σε νέες παραγωγικές επενδύσεις εκτός Ελλάδος, κυρίως στον τομέα των υδροηλεκτρικών και κατά προτεραιότητα σε χώρες της ΝΑ Ευρώπης, ξεκινώντας από την Αλβανία, όπου η Επιχείρηση έχει παρουσία εδώ και δύο χρόνια. Στο πλαίσιο της ευρύτερης εξωστρέφειας που αναπτύσσει η σημερινή διοίκηση της ΔΕΗ, εκτιμάται ότι με την αποεπένδυση στους λιγνίτες και με την παράλληλη λειτουργία της νέας ενεργειακής χρηματιστηριακής αγοράς, θα εκλείψουν οι λόγοι για τη συνέχιση των NOME, κάτι που αναμφίβολα θα βοηθήσει στη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης της Επιχείρησης.

Θα χρειαζόμαστε ακόμα αρκετές σελίδες για να περιγράψουμε τα σχέδια που είναι σε εξέλιξη από μεγάλες εταιρείες στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και αφορούν κυρίως την εγκατάσταση νέων αιολικών πάρκων σε αδειοδοτημένες περιοχές, τόσο στην ηπειρωτική, όσο και στη νησιωτική χώρα, με προοπτική όπως μέσα στο 2019 προστεθούν τουλάχιστον 400 MW νέας ισχύος. Να σημειώσουμε ότι η χώρα μας, παρά το τεράστιο αιολικό δυναμικό που διαθέτει, έχει αξιοποιήσει μόνο ένα μικρό μέρος, αφού η συνολική εγκατεστημένη σήμερα αιολική ισχύ δεν ξεπερνά τα 3.000 MW. Παράλληλα, και σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς ΑΠΕ, εκτιμάται ότι μέσα στους επόμενους μήνες πρόκειται να κατατεθεί νομοσχέδιο που θα απλοποιεί ορισμένες διαδικασίες τόσο στο στάδιο της αδειοδότησης, όσο σε αυτό της εγκατάστασης ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων ΑΠΕ, πράγμα που αναμένεται να ενισχύσει τις επενδύσεις στον συγκεκριμένο κλάδο, όπως και η σειρά διαγωνισμών για την αδειοδότηση νέων μονάδων ΑΠΕ που πρόκειται να προγραμματίσει η ΡΑΕ εντός του 2019.

Στο χώρο του πετρελαίου είναι εξαιρετικά πιθανό να προχωρήσει η όλη διαδικασία πώλησης του πλειοψηφικού πακέτου των ΕΛΠΕ, βάσει του ενδιαφέροντος που έχει κατατεθεί από τις Vitol και Glencore, αν και λόγω του μεγέθους και της πολυπλοκότητας της εξαγοράς, δε μπορεί να προεξοφληθεί εύκολα η επιτυχία του εγχειρήματος. Απείρως πιo θετικές εμφανίζονται οι προοπτικές αύξησης των εξαγωγών διυλισμένων προϊόντων από τους δυο μεγάλους ομίλους -ΕΛΠΕ και Motoroil- με το συνολικό στόχο να υπολογίζεται στους 10,0 εκατ. μετρικούς τόνους, με ανάλογη βελτίωση των οικονομικών τους αποτελεσμάτων (δηλ. αύξηση των πωλήσεων και κερδοφορίας). Αλλά και στον τομέα των ερευνών, οι προοπτικές εμφανίζονται θετικές με τα ΕΛΠΕ να προχωρούν επιτέλους σε γεωτρήσεις στην παραχώρησή τους στον Πατραϊκό Κόλπο και την Energean να προγραμματίζει για την περίοδο 2019/2020 παραγωγική γεώτρηση στο Κατάκολο. Ακόμα εκτιμάται ότι εντός του α΄ τριμήνου 2019 θα έχουν κυρωθεί οι συμβάσεις με ExxonMobil, Total και ΕΛΠΕ για τις παραχωρήσεις στα βαθιά νερά νότια και ΝΔ της Κρήτης και με την Repsol/ΕΛΠΕ στο βόρειο Ιόνιο. Παράλληλα, αναμένεται ότι η ΕΔΕΥ θα προχωρήσει στην οριοθέτηση νέων θαλάσσιων περιοχών νότια της Κρήτης και στη Δυτική Ελλάδα και την διενέργεια ενός νέου διεθνούς γύρου παραχωρήσεων πριν το τέλος του έτους.

Ακόμα μία θετική και πολύ ενθαρρυντική εξέλιξη στον τομέα της πολιτικής (policy) είναι η ολοκλήρωση σε πρώτη φάση του μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού από το ΕΣΕΚ και η αναμενόμενη κατάθεσή του στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα τέλη Ιανουαρίου 2019, μετά την ενσωμάτωση των παρατηρήσεων που έχουν προκύψει από τη δημόσια διαβούλευση. Έστω και υπό την πίεση των Βρυξελλών, η πολιτεία αποκτά τώρα ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για τη χάραξη στρατηγικής στον ενεργειακό τομέα, κάτι το άκρως απαραίτητο, καθώς το ενεργειακό μας σύστημα, όπως και αυτό πολλών άλλων χωρών, ιδίως στη ΕΕ, εισέρχεται τώρα σε μια μεταβατική περίοδο με απώτερο στόχο την απανθρακοποίηση στην παραγωγή και χρήση ενέργειας και τη μετάβαση σε ένα πλέον καθαρό περιβάλλον.

Βλέπουμε, λοιπόν, πως οι πρώτοι μήνες του νέου έτους αποκτούν μια ιδιαίτερη σημασία για τα τεκταινόμενα του ενεργειακού χώρου, αφού είναι ήδη φορτωμένοι με σημαντικές δράσεις και ορόσημα, ενδεικτικά μιας αναπτυξιακής φάσης στην οποία, κατά τα φαινόμενα, έχουμε εισέλθει. Βέβαια, το ερώτημα που τίθεται είναι για το εάν και υπό ποιές συνθήκες θα μπορέσουν να προχωρήσουν όλα τα ανωτέρω, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη ότι η χρονιά που μας έρχεται είναι εκλογική περίοδος, οπότε ως συνήθως παρατηρείται μια χαλάρωση και αποδιοργάνωση των πάντων, καθώς θα πλησιάζουμε την ημερομηνία των εκλογών. Και είναι λογικό και αναγκαίο να τίθεται το ερώτημα αυτό, το οποίο, σε συνδυασμό με τη βιωσιμότητα ή μη του τρέχοντος ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, αποτελεί το κλειδί για να κατανοήσουμε και να αξιολογήσουμε σε πραγματική βάση τις προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξης του ενεργειακού τομέα και του επιχειρούμενου σήμερα μετασχηματισμού στο πλαίσιο της ευρύτερης ενεργειακής σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πάνω από όλα, τα πάντα θα εξαρτηθούν από το εάν θα επικρατήσουν ομαλές συνθήκες στην ελληνική οικονομία κατά τους επόμενους μήνες, δεδομένων των σοβαρών προβλημάτων ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι εγχώριες τράπεζες και της αρνητικής εικόνας που εκπέμπει η ελληνική οικονομία, που σε συνδυασμό με τη διεθνή συγκυρία, έχει μέχρι στιγμής εμποδίσει την έξοδο της χώρας στις διεθνείς αγορές. Εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν, αλλά η θετική ή αρνητική πορεία πολλών έργων κατά το α΄ εξάμηνο του 2019 θα αποτελέσει πρόκριμα για το πώς θα εξελιχθεί η όλη κατάσταση κατά τα επόμενα χρόνια και για το εάν θα μπορέσουν τελικά να ολοκληρωθούν μια σειρά από σημαντικές μεταρρυθμίσεις και έργα υποδομής που έχει μεγάλη ανάγκη ο τόπος.