Προτάσεις Επί Προτάσεων της Τρόικας για τη Λιγνιτική Παραγωγή της ΔΕΗ

Η διαχείριση του ζητήματος της λιγνιτικής παραγωγής και η συμμετοχή στο συγκεκριμένο καύσιμο και ιδιωτών παραγωγών παραμένει αμετακίνητα το πρώτο θέμα της Επιτροπής Ανταγωνισμού της Ε.Ε. Κι αυτό διαφάνηκε ξεκάθαρα κατά την επίσκεψη των κοινοτικών ελεγκτών στη χώρα μας την προηγούμενη εβδομάδα.
energia.gr
Τρι, 26 Οκτωβρίου 2010 - 07:12

Η διαχείριση του ζητήματος της λιγνιτικής παραγωγής και η συμμετοχή στο συγκεκριμένο καύσιμο και ιδιωτών παραγωγών παραμένει αμετακίνητα το πρώτο θέμα της Επιτροπής Ανταγωνισμού της Ε.Ε. Κι αυτό διαφάνηκε ξεκάθαρα κατά την επίσκεψη των κοινοτικών ελεγκτών στη χώρα μας την προηγούμενη εβδομάδα.

Η Ε.Ε. θεωρεί συνώνυμη της πραγματικής απελευθέρωσης της αγοράς το άνοιγμα των λιγνιτών στους ιδιώτες. Αυτό είναι το «βαρύ» τους πρόβλημα κι αυτό καλείται να λύσει η ελληνική πολιτεία. Μετά την εντολή «πουλήστε άμεσα το 40% των λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών μονάδων της ΔΕΗ», έπεσε πάνω στο τραπέζι η πώληση εικονικής ισχύος, ως ισοδύναμη λύση. Φάνηκε, προς ώρας, ότι θα ήταν μία κάποια λύση, αν και οι έλληνες παραγωγοί δεν έδειξαν και τόσο ενθουσιασμένοι να προχωρήσουν σε εξαγορές παλιών λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, δεδομένου και του αυξημένου κόστους των ρύπων από το 2013 και μετά. Όμως κι αυτή η λύση, δηλαδή, η πώληση εικονικής ισχύος, απορρίπτεται από τους κοινοτικούς, ως ατελέσφορη. Συζήτησαν λοιπόν με τη ΔΕΗ, αλλά και με τους εκπροσώπους της αγοράς το ενδεχόμενο είτε της ανταλλαγής μονάδων της δημόσιας επιχείρησης με εργοστάσια ξένων εταιριών, είτε του leasing μονάδων. Θέλησαν όμως να μάθουν και κάτι ακόμη. Πόσο γρήγορα μπορεί να προχωρήσει η εκχώρηση λιγνιτικών κοιτασμάτων, πέραν της Βεύης, και της Ελασσόνας και της Δράμας.

Για την πρώτη προοπτική, την οποία φαίνεται να μην απορρίπτει η διοίκηση της ΔΕΗ, αρχίζουν και διαρρέουν πληροφορίες ότι υπάρχει ενδιαφέρον από την Ευρώπη. Καταρχήν, από τη γαλλική EDF και κατά δεύτερον, από την ιταλική Sorgenia. Η μεν πρώτη έχει λόγο να ενδιαφέρεται σφόδρα. Ελέγχεται κατά το μεγαλύτερο μέρος από την Edison, η οποία ήδη δραστηριοποιείται στη χώρα μας από κοινού με τον όμιλο της ΕΛ.ΠΕ. Για τη δεύτερη διατυπώνονται σοβαρές επιφυλάξεις, δεδομένου ότι είναι ο μεγαλύτερος trader στην Ιταλία.

Σε κάθε περίπτωση η αγορά αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό μια τέτοια λύση, την οποία θεωρεί μεταβατική και όχι οριστική, δεδομένου ότι δεν θεωρείται και τόσο εύκολο να «περπατήσει» άμεσα.

Προβληματική, εξάλλου, θεωρείται και η προοπτική αξιοποίηση των κοιτασμάτων της Ελασσόνας και της Δράμας. Μια τέτοια λύση θα πάρει πάρα πολύ χρόνο και ως εκ τούτου θεωρείται άκαιρη. Αν έπεφτε στο τραπέζι πέντε χρόνια πριν, ενδεχομένως να υπήρχε όλος ο χρόνος να αντιμετωπισθούν όλα τα προβλήματα που εστιάζονται κυρίως στις αντιδράσεις της τοπικής κοινωνίας. Τώρα όμως ο χρόνος τρέχει και κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, τουλάχιστον, για να απαντήσει στις πιέσεις των κοινοτικών να δοθεί άμεση λύση στο μέγα θέμα που λέγεται λιγνίτες.

Συνεπώς, τι απομένει ως ισοδύναμη λύση;

Η αγορά θεωρεί ότι θα μπορούσε να έχει άμεσο αποτέλεσμα η απόσυρση παλαιών λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, ώστε να μειωθεί η συμμετοχή τους στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Από 57% που υπολογίζεται σήμερα θα μπορούσε, αν αποσύρονταν περί τα 2000 MW, να μειωθεί στο 47%. Οπότε στην περίπτωση αυτή η αγορά θα γινόταν πολύ πιο αποδοτική και οικονομική, θα μπορούσαν να εισέλθουν στο Σύστημα περισσότερες νέες μονάδες φυσικού αερίου, θα δημιουργούταν αγορά ΑΔΙ, θα μειωνόταν η επιβάρυνση από το CO2 και κυρίως, η χώρα μας θα όδευε πιο ομαλά και αξιόπιστα στο στόχο του 20-20-20.

Ο χρόνος πλέον κυλά αντίστροφα, καθώς πλησιάζουμε στην ώρα που θα πρέπει η κυβέρνηση και το αρμόδιο υπουργείο να ανακοινώσουν τις τελικές αποφάσεις τους. Σίγουρα θα είναι μετά τις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές. Το τι θα αποφασισθεί ίσως θα ήταν σκόπιμο να μην έχει ως βάση μόνον το τι θέλει και πώς μπορεί να προστατευθεί η ΔΕΗ, αλλά να ακουσθούν τα μηνύματα της αγοράς, ώστε αυτή τη φορά τα βήματα που θα γίνουν να μην έχουν «μονοπωλιακό» χαρακτήρα, με ό,τι αυτό σημαίνει και γίνεται κατανοητό, αλλά να καλύπτει τις ανάγκες και τις δυνατότητες όλης της εγχώριας αγοράς.