Με τους διεθνείς επενδυτές να αναρωτιούνται πώς η κατάσταση αυτή θα επηρεάσει τις τιμές του πετρελαίου και αν θα υπάρξει κάποια ουσιώδης πολιτική αλλαγή στο Καράκας, η μόνη σταθερά φαίνεται να είναι η Chevron. Ωστόσο, η θέση του πετρελαϊκού κολοσσού έχει πλέον αναβαθμιστεί σε κάτι περισσότερο από έναν απλό επενδυτή.
Η σχέση της Chevron με τη Βενεζουέλα ξεκινά δεκαετίες πριν, όταν η Gulf Oil— μία από τις μεγάλες πετρελαϊκές που κυριάρχησαν στη διεθνή αγορά τον 20ο αιώνα— άνοιξε το παράρτημά της το 1923. Τα περιουσιακά στοιχεία της στη χώρα μηδενίστηκαν τη δεκαετία του 1970, όταν η κυβέρνηση του Carlos Andrés Pérez εθνικοποίησε τις βιομηχανίες υδρογονανθράκων και χάλυβα. Η Chevron εξαγόρασε τη Gulf Oil το 1985, και κατάφερε να επιστρέψει στη Βενεζουέλα το 1996, συνεργαζόμενη πλέον με την κρατική PdVSA. Σε αντίθεση με τις ανταγωνίστριές της όπως η Exxon και η BP, η Chevron παρέμεινε στη χώρα παρά τους σοβαρούς κινδύνους, καταφέρνοντας να είναι η μόνη δυτική πετρελαϊκή που επιβίωσε την εποχή Hugo Chávez και Nicolás Maduro.
Φυσικά, η παραμονή της Chevron στη Βενεζουέλα δεν εξαρτάται μόνο από το ποιος κυβερνά στο Καράκας, αλλά και από τι πιστεύουν οι ιθύνοντες στην Ουάσιγκτον. Ενώ άλλες δυτικές εταιρείες έχουν χάσει την άδειά τους για να δραστηριοποιηθούν στη χώρα της Νότιας Αμερικής, η διοίκηση της Chevron έχει καταφέρει να πείσει τους ενοίκους του Λευκού Οίκου πως ο ρόλος της για την ευρύτερη περιοχή είναι κρίσιμος. Το βασικό επιχείρημα έγκειται στη σημασία της Βενεζουέλας. Σύμφωνα με τις αποδεκτές εκτιμήσεις, η Βενεζουέλα διαθέτει τα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου σε διεθνές επίπεδο, τα οποία έχουν μείνει εν πολλοίς αναξιοποίητα. Η έξοδος της Chevron από την παραγωγή της Βενεζουέλας θα επέτρεπε σε ανταγωνιστές των ΗΠΑ, όπως για παράδειγμα η Κίνα, να αξιοποιήσουν την ευκαιρία και να εδραιωθούν εκεί.
Η λογική αυτή φάνηκε να μην πείθει τη νέα αμερικανική κυβέρνηση αρχικά, με αρκετά μέλη της να θεωρούνται “γεράκια” στο ζήτημα της Βενεζουέλας. Η άδεια της Chevron ακυρώθηκε τον Μάρτιο, αλλά τελικά επανεκδόθηκε με αυστηρότερα κριτήρια τον Ιούλιο. Το κλειδί για αυτήν την αντιστροφή ήταν πιθανότατα το λόμπιγκ της εταιρείας στην Ουάσιγκτον, με τον Διευθύνοντα Σύμβουλο Mike Wirth, να διατηρεί στενές σχέσεις με τον Donald Trump. Μάλιστα, ο Wirth είχε υποστηρίξει τον Trump προεκλογικά με δηλώσεις του, ενώ έχει φροντίσει να δωρίσει σημαντικά ποσά στις διάφορες εκστρατείες του Αμερικανού Προέδρου.
Βεβαίως, δεν είναι όλοι ικανοποιημένοι με την παραμονή της Chevron στη Βενεζουέλα. Η αντιπολίτευση της χώρας κατηγορεί τον πετρελαϊκό κολοσσό πως όχι απλώς συνεργάζεται, αλλά χρηματοδοτεί το καθεστώς Maduro. Από την άλλη, το κομμάτι της αντιπολίτευσης που υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ αναγνωρίζει πως μία πολιτική αλλαγή στη χώρα θα απαιτούσε μεγάλες ξένες επενδύσεις, με τη Chevron να ηγείται αυτών των προσπαθειών. Αυτό που ζητούν πλέον οι αντιφρονούντες είναι το άνοιγμα της επικοινωνίας με τη Chevron, με τη Διοίκηση όμως να εμφανίζεται διστακτική. Εξάλλου, μία τέτοια κίνηση θα θεωρούταν ως ευθεία πρόκληση από την πλευρά Maduro, θέτοντας τη λειτουργία των έργων της Chevron σε κίνδυνο.