Η πρωτοποριακή αυτή πολιτική σε παγκόσμιο επίπεδο προβλέπει την απαγόρευση εισαγωγών στην ΕΕ κακάο, φοινικέλαιου και άλλων προϊόντων που συνδέονται με την καταστροφή των δασών, απαιτώντας από τους εξαγωγείς αυτών των προϊόντων να παρέχουν δηλώσεις δέουσας επιμέλειας που να αποδεικνύουν ότι τα προϊόντα τους δεν συνέβαλαν στην καταστροφή των δασών.
Ο Κανονισμός, που αρχικά επρόκειτο να εφαρμοστεί από τον Δεκέμβριο του 2024, σχεδιάστηκε ως βασικό στοιχείο της πράσινης ατζέντας της ΕΕ. Οι Βρυξέλλες τον είχαν ήδη αναβάλει κατά ένα έτος, αλλά αυτό δεν μπόρεσε να κάμψει την αντίθεση της βιομηχανίας και των εμπορικών εταίρων, συμπεριλαμβανομένων της Βραζιλίας, της Ινδονησίας και των ΗΠΑ, οι οποίες δήλωσαν ότι η συμμόρφωση με τους κανόνες θα ήταν δαπανηρή και θα έβλαπτε τις εξαγωγές τους προς την Ευρώπη.
Σύμφωνα με την τροποποιημένη νομοθεσία της ΕΕ, οι μεγάλες εταιρείες θα πρέπει πλέον να συμμορφωθούν από τις 30 Δεκεμβρίου 2026, ενώ από τις 30 Ιουνίου 2027 οι ρυθμίσεις θα αφορούν και μικρότερες εταιρείες με κύκλο εργασιών μικρότερο των 10 εκατομμυρίων ευρώ στα προϊόντα που εμπίπτουν στον Κανονισμό.
Η ΕΕ πρότεινε την αναβολή του νόμου για δεύτερη φορά τον Σεπτέμβριο, επικαλούμενη ανησυχίες σχετικά με την ετοιμότητα των πληροφοριακών συστημάτων που απαιτούνται για την υποστήριξή του.
Πάντως, μεγάλες εταιρείες τροφίμων όπως η Nestle, η Ferrero και η Olam Agri είχαν προειδοποιήσει ότι περαιτέρω καθυστερήσεις στον Κανονισμό θέτουν σε κίνδυνο τα δάση σε όλο τον κόσμο. Η συγκεκριμένη πολιτική στοχεύει στον περιορισμό κατά 10% παγκοσμίως της αποψίλωσης των δασών που προκαλείται από την κατανάλωση εισαγόμενων αγαθών στην ΕΕ.