Η ενίσχυση των διασυνδέσεων, υποστηρίζουν, θα συμβάλει επίσης στην ασφάλεια εφοδιασμού σε μια περίοδο που η Ευρώπη απομακρύνεται από τη ρωσική ενέργεια και επιδιώκει μια νέα εποχή ενεργειακής ανεξαρτησίας.
Ωστόσο, η ενθουσιώδης ρητορική από τις Βρυξέλλες εγείρει ένα βασικό ερώτημα: πόσο ρεαλιστικό είναι να αναμένουμε ότι οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις από μόνες τουςμπορούν να ξεπεράσουν τις δομικές προκλήσεις της ευρωπαϊκής ενεργειακής αγοράς; Και ένα ακόμη πιο κρίσιμο ερώτημα είναι εάν, μπορεί ένα πιο διασυνδεδεμένο δίκτυο να μειώσει τις τιμές ηλεκτρισμού όταν το μείγμα παραγωγής παραμένει ακριβό, διαλείπον και εξαρτημένο σε μεγάλο βαθμό από εισαγόμενα καύσιμα;
Το στρατηγικό όραμα της Ευρώπης βασίζεται στην υπόθεση ότι ένα καλά διασυνδεδεμένο ηλεκτρικό σύστημα, βασισμένο κυρίως στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), θα επιτρέψει την άριστη κατανομήηλεκτρικής ενέργειας διασυνοριακά, εξισορροπώντας περιόδους πλεονάσματος αιολικής ή ηλιακής παραγωγής σε μια περιοχή με ελλείψεις σε άλλη. Θεωρητικά, αυτό ισχύει. Πράγματι, οι διασυνδέσεις μειώνουν τη συμφόρηση, βελτιώνουν τη σύγκλιση των τιμών μεταξύ χωρών και ενισχύουν την ευελιξία του συστήματος. Ωστόσο, η διασύνδεση μπορεί να μεταφέρει μόνο την ηλεκτρική ενέργεια που ήδη υπάρχει·δεν μπορεί να καταστήσει την ακριβή παραγωγή φθηνότερη, ούτε να καλύψει λανθασμένες παραδοχές για την ενεργειακή ανεξαρτησία.
Και εδώ είναι που η ευρωπαϊκή ενεργειακή στρατηγική συγκρούεται με την πραγματικότητα. Σήμερα, σχεδόν 70% της συνολικής διαθέσιμης ενέργειας της Ευρώπης προέρχεται από ορυκτά καύσιμα, ενώ ένα συντριπτικό 98% του πετρελαίου και του φυσικού αερίου είναι εισαγόμενο. Αυτές οι εισαγωγές επηρεάζουν όχι μόνο την ασφάλεια εφοδιασμού, αλλά και το κόστος της βιομηχανικής ηλεκτρικής ενέργειας – κόστος που είναι ήδη διπλάσιο σε σχέση με την Κίνα και τριπλάσιο σε σχέση με τις ΗΠΑ. Η ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης διαβρώνεται ακριβώς επειδή βασίζεται σε ενεργειακές πηγές υψηλού κόστους (όπως οι επιδοτούμενες από τους καταναλωτές ΑΠΕ), ενώ ταυτόχρονα επιβάλλει αυστηρούς κλιματικούς και ρυθμιστικούς περιορισμούς στη χρήση ορυκτών καυσίμων, αυξάνοντας το κόστος ακόμη περισσότερο.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ιδέα ότι η Ευρώπη μπορεί γρήγορα να γίνει ενεργειακά ανεξάρτητη απλώς ηλεκτροδοτώντας τα πάντα, από τη βιομηχανία μέχρι τις μεταφορές και τη θέρμανση, είναι ξεκάθαρα ένα μη ρεαλιστικό, εάν όχι επικίνδυνο, σχέδιο. Η ηλεκτροκίνηση αυξάνει κατακόρυφα τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά το μεγαλύτερο μέρος αυτής πρέπει να παράγεται από πηγές είτε διαλείπουσες είτε ακριβές στην ενσωμάτωση τους στο δίκτυο. Η ηλιακή και αιολική ενέργεια, παρά την πρόοδο και τη συμβολή τους, εξακολουθούν να έχουν χαμηλούς συντελεστές απόδοσης (capacity factors), απαιτούν τεράστια εγκατεστημένη ισχύ και στηρίζονται όλο και περισσότερο σε δαπανηρή αποθήκευση ενέργειας για να διασφαλιστεί η αξιοπιστία τους. Το πραγματικό συστημικό κόστος ενσωμάτωσής τους δεν αντικατοπτρίζεται πλήρως στις τιμές παραγωγής.
Παράλληλα, η Ευρώπη διστάζει να αξιοποιήσει τα δικά της κοιτάσματα υδρογονανθράκων, είτε αυτά ευρίσκονται στη Βόρεια Θάλασσα, είτε στην Αδριατική, στην Ανατολική Μεσόγειο ή στη Μαύρη Θάλασσα. Χωρίς μια ρεαλιστική επανεκτίμηση της εγχώριας παραγωγής, η Ευρώπη θα συνεχίσει να εξαρτάται από εισαγωγές για πολλές δεκαετίες. Σε αυτό το περιβάλλον, οι ελπίδες για φθηνό ηλεκτρισμό είναι μάλλον αβάσιμες. Οι διασυνδέσεις είναι σημαντικές, ακόμη δε, και αναγκαίες, αλλά δεν είναι ικανές να αντισταθμίσουν μια βάση παραγωγής που παραμένει υψηλού κόστους.
Αυτό μας οδηγεί στο κρίσιμο ερώτημα: τι σημαίνει το νέο πακέτο ηλεκτρικών δικτύων της ΕΕ και η πρωτοβουλία Energy Highways για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη; Η περιοχή παρουσιάζει τόσο ευκαιρίες όσο και προκλήσεις. Από τη μία πλευρά, η ΝΑ Ευρώπη μπορεί να επωφεληθεί από βελτιωμένες διασυνοριακές ροές που επιτρέπουν τη βέλτιστη χρήση διαφοροποιημένων πηγών εφοδιασμού, όπως τα LNG terminals στην Ελλάδα, τα υδροηλεκτρικά στα Δυτικά Βαλκάνια και οι αυξανόμενες ΑΠΕ σε Ελλάδα, Βουλγαρία και Ρουμανία. Οι αυξημένες διασυνδέσεις θα μπορούσαν να σταθεροποιήσουν τις τιμές σε μικρότερες αγορές που ιστορικά εξαρτώνται από έναν κύριο προμηθευτή.
Από την άλλη πλευρά, η ΝΑ Ευρώπη αντιμετωπίζει βαθιές δομικές αδυναμίες. Μεγάλο μέρος της περιοχής εξακολουθεί να στηρίζεται σε φυσικό αέριο, παραδοσιακά ρωσικό, και σε λιγνίτη, ο οποίος σταδιακά αποσύρεται. Τα ηλεκτρικά συστήματα παραμένουν κατακερματισμένα και η οικονομική πρόσβαση αποτελεί μόνιμη πρόκληση. Οι υψηλές επενδύσεις σε δίκτυα μπορεί να χρειαστούν χρόνια μέχρι να μεταφραστούν σε χαμηλότερες τιμές για τους καταναλωτές και, χωρίς χαμηλού κόστους παραγωγή βάσης, τα οφέλη θα είναι περιορισμένα. Επιπλέον, η διείσδυση ΑΠΕ στην περιοχή αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα με την συχνή απόρριψη φορτίων (curtailments), ανεπαρκείς υποδομές αποθήκευσης, εξισορρόπησης και ρυθμιστικών μεταρρυθμίσεων.
Στην πράξη, το νέο πακέτο της Ε.Ε. μπορεί να βελτιώσει την ευελιξία, αλλά δεν μπορεί να παρακάμψει τα οικονομικά θεμελιώδη: ο ηλεκτρισμός θα παραμείνει ακριβός στη ΝΑ Ευρώπη όσο απαιτούνται νέες επενδύσεις σε παραγωγή, μεταφορά και αποθήκευση χωρίς αντίστοιχη μείωση του κόστους παραγωγής.
Τελικά, η ευρωπαϊκή ώθηση για περισσότερες διασυνδέσεις είναι θετική και αναγκαία. Αλλά δεν αποτελεί υποκατάστατο της αντιμετώπισης της βασικής ενεργειακής εξίσωσης της Ευρώπης: της υψηλής εξάρτησης από εισαγόμενα καύσιμα, της ανεπαρκούς εγχώριας παραγωγής και μιας στρατηγικής υπέρ των ΑΠΕ που, αν και τεχνολογικά εντυπωσιακή, παραμένει οικονομικά ατελής (βλέπε στρεβλώσεις στην ημερήσια αγορά). Εάν η ΕΕ θέλει πραγματικά να μειώσει τις τιμές ηλεκτρισμού, οι διασυνδέσεις πρέπει να συνοδευτούν από μια ευρύτερη, πιο ρεαλιστική ενεργειακή πολιτική, που θα αναγνωρίζει ότι οι προσιτές τιμές ηλεκτρισμού εξαρτώνται πρωτίστως από την προσιτή παραγωγή από όλο το φάσμα των εγχώριων πηγών ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης και της πυρηνικής ενέργειας.