Σε ένα περιβάλλον όπου η Ανατολική Μεσόγειος παραμένει εύφλεκτη, οι ενεργειακοί κόμβοι επανασχεδιάζονται, οι κυβερνοεπιθέσεις πολλαπλασιάζονται και οι διεθνείς αλυσίδες εφοδιασμού συχνά μπλοκάρουν, οι ελληνικές τράπεζες που λειτουργούν στη διακεκαυμένη ζώνη της γεωπολιτικής αστάθειας παραμένουν ευάλωτες σε κινδύνους οι οποίοι σχετίζονται με τις γεωπολιτικές εντάσεις. Η εκδήλωσή τους θα μπορούσε να επιβαρύνει έως και 4,8 δισ. ευρώ τα κεφάλαιά τους μέσω μείωσης του βασικού τους δείκτη κεφαλαίων κατά τουλάχιστον 300 μονάδες βάσης.
Αυτό υποστηρίζει –λίγο έως πολύ– η ΕΚΤ, που επιχειρεί μέσω των γεωπολιτικών stress tests που προγραμματίζει για το 2026 να μετρήσει τις επιπτώσεις και να δοκιμάσει τις αντοχές των τραπεζών σε ένα σενάριο γεωπολιτικής αστάθειας, προσαρμοσμένο ειδικά στα ελληνικά δεδομένα. Τα γεωπολιτικά stress tests έρχονται λίγους μόλις μήνες μετά τα παραδοσιακά που ολοκληρώθηκαν το 2025, αλλά η διαφορά τους είναι ότι πρόκειται για ένα ειδικό θεματικό stress test, όπου δεν υπάρχει κοινό σενάριο που εφαρμόζεται σε όλες τις τράπεζες. Εκτός του ότι θα επικεντρωθεί αποκλειστικά στον γεωπολιτικό κίνδυνο, θα αφορά ειδικότερα τους κινδύνους που διατρέχει κάθε τράπεζα ξεχωριστά με βάση το γεωγραφικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργεί και το διεθνές της αποτύπωμα. Για τον λόγο αυτό ονομάζεται reverse stress test, καθώς το κάθε πιστωτικό ίδρυμα καλείται να ορίσει το δικό του δυσμενές σενάριο.
Για τις ελληνικές τράπεζες ο γεωπολιτικός κίνδυνος θα μπορούσε να επέλθει μέσα από ένα θερμό επεισόδιο στην Ανατολική Μεσόγειο, που ενδεχομένως θα οδηγούσε σε αύξηση του country risk, με αύξηση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων ή επίπτωση στον τουρισμό. Ενα τέτοιο επεισόδιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε πτώση του ΑΕΠ και άνοδο της ανεργίας, δημιουργώντας νέο γύρο καθυστερήσεων στις αποπληρωμές δανείων είτε από επιχειρήσεις είτε από νοικοκυριά. Αντιστοίχως, μια νέα ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη θα μπορούσε να οδηγήσει σε συρρίκνωση τη βιομηχανική παραγωγή ή να διαταράξει τις διεθνείς ναυτιλιακές ροές, επηρεάζοντας τη ναυτιλία, τομέας στον οποίο οι ελληνικές τράπεζες έχουν έκθεση κοντά στα 15 δισ.
Θα αφορούν τους κινδύνους που διατρέχει κάθε τράπεζα ξεχωριστά, με βάση το γεωγραφικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργεί.
Μια κυβερνοεπίθεση, που στις μέρες μας εντάσσεται επίσης στους γεωπολιτικούς κινδύνους, μπορεί να οδηγήσει σε διακοπή των συστημάτων πληρωμών με σημαντικό κόστος αποκατάστασης, στην απώλεια δεδομένων των πελατών των τραπεζών και σε καθυστερήσεις στη διενέργεια συναλλαγών. Ολα αυτά μπορεί να επιφέρουν καίριο πλήγμα στη φήμη μιας τράπεζας, επηρεάζοντας ακόμη και τη ρευστότητά της.
Ετσι, για πρώτη φορά οι ίδιες οι τράπεζες –και όχι η ΕΚΤ– θα πρέπει να περιγράψουν ποιο γεωπολιτικό σοκ θα μπορούσε να «χτυπήσει» τόσο πολύ τα χαρτοφυλάκιά τους ώστε να ρίξει τον δείκτη βασικών κεφαλαίων CET1 κατά 300 μονάδες βάσης. Στο πλαίσιο αυτό καλούνται να προσδιορίσουν οι ίδιες ποιο είναι το γεγονός που θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια γεωπολιτική ένταση και στη συνέχεια να υπολογίσουν την πιθανή πτώση του ΑΕΠ, την επίπτωση στην ανεργία και ενδεχομένως τις μεταβολές επιτοκίων κ.ά. Το νέο stress test δεν είναι απλώς «άσκηση γραφείου» που έχει σχεδιαστεί στη Φρανκφούρτη, αλλά μια δοκιμή tailor made, προσαρμοσμένη στα δεδομένα κάθε τράπεζας για το κατά πόσο μπορεί να αντέξει το απρόβλεπτο. Πρόκειται για αυτό που δεν μπορεί να μετρήσει κανένα μοντέλο, αλλά μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα σε λίγες ημέρες.
Αν και, όπως διαβεβαιώνει η ΕΚΤ, το γεωπολιτικό stress test δεν θα επιφέρει άμεσες κεφαλαιακές απαιτήσεις, τα αποτελέσματά του θα τροφοδοτήσουν την εποπτική διαδικασία (SREP) και οι τράπεζες, εάν προκύψουν αδυναμίες, θα λάβουν τις αναγκαίες συστάσεις. Ουσιαστικά πρόκειται για προάγγελο πρόσθετων κεφαλαιακών δεσμεύσεων.
Τα stress tests θα πραγματοποιηθούν στις 110 μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες και ο πρώτος γύρος συζητήσεων ξεκινάει την επόμενη εβδομάδα, ενώ η υποβολή των στοιχείων αναμένεται στα μέσα Μαρτίου. Θα ακολουθήσούν η ανάλυσή τους το δίμηνο Απριλίου – Ιουνίου και η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων στα τέλη Ιουλίου ή αρχές Αυγούστου.
(από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)