εσωτερική πολυδιάσπαση, τα δομικά προβλήματα και τα συμφέροντα του κάθε κράτους ξεχωριστά. Αν και διψάει για έναν αναβαπτισμένο ευρωπαϊκό πατριωτισμό απουσιάζουν οι στιβαρές ηγεσίες που θα πείθουν τους ευρωπαίους πολίτες και θα στέκονται ψηλά στο βάθρο της διεθνούς σκηνής.
Ο Τραμπ προσδιόρισε την Ευρωπαϊκή Ένωση ως μια ομάδα κρατών «σε αποσύνθεση», με «αδύναμους» επικεφαλής που «δεν ξέρουν τι κάνουν και τι να κάνουν». Μίλησε επίσης για ευρωπαϊκές χώρες που «δεν θα είναι πλέον βιώσιμες λόγω της μετάλλαξης που τους επιφέρει η μετανάστευση, επαναβεβαίωσε πως θα συνεχίσει να στηρίζει τον Όρμπαν και οποιονδήποτε άλλον Όρμπαν ευθυγραμμιστεί με το δικό του όραμα και παρέκαμψε απαξιωτικά την κριτική που δέχεται περί παρέμβασης στα εσωτερικά κυρίαρχων κρατών. Δεν είναι δίκαιο για την Ευρώπη, αλλά ήταν αναμενόμενο. Και ο αιφνιδιασμός των ευρωπαϊκών ηγεσιών δείχνει πως ο Τραμπ μάλλον έχει δίκιο όταν τους λέει «αδύναμους». Όπως έχει δίκιο όταν λέει πως «δεν ξέρουν τι κάνουν». Τι άλλο μπορεί να ισχύει, άραγε, όταν ανοίγεις ταυτόχρονα μέτωπο με την Αμερική και τη Ρωσία χωρίς να έχεις διασφαλίσει ούτε οικονομικές ούτε αμυντικές εναλλακτικές πολιτικές;
Και δεν έχει καμία δικαιολογία καθώς γνώριζε ότι η δεύτερη θητεία Τραμπ ξεκίνησε με την πρόταξη του συνθήματος «Πρώτα η Αμερική» και την συνακόλουθη απομάκρυνση των ΗΠΑ από το «παλαιομοδίτικο» διεθνές σύστημα που θεμελιώθηκε μεταπολεμικά. Και φτάσαμε σήμερα να μιλάμε όχι απλώς για μια πολιτική αλλαγή αλλά για μια επιτάχυνση μιας δοκιμής μετατόπισης στο διατλαντικό παράδειγμα. Ο Αμερικανός πρόεδρος κινείται ξεκάθαρα στον άξονα του ρεαλισμού με έμφαση στην ασύμμετρη ισχύ και το εθνικό συμφέρον ενσωματώνοντας την έννοια της συναλλαγής. Η διπλωματία του Τραμπ αν και φαινομενικά χαοτική, ακολουθεί μια συνεκτική λογική που αναγκάζει την Ευρώπη να αντιμετωπίσει τις αυταπάτες της και να επιταχύνει τις διαδικασίες για την επίτευξη της στρατηγικής της αυτονομίας. Η μεγαλύτερη πρόκληση για την Ευρώπη δεν είναι τελικά ο Τραμπ αλλά ο ίδιος της ο εαυτός και την αναγκάζει να εισέλθει σε μια νέα φάση όχι απέναντι στις ΗΠΑ, την Κίνα ή τη Ρωσία αλλά σε μια βαθύτερη εσωτερική κρίση με τον ίδιο της τον εαυτό. Η λατινική φράση «qui non proficit deficit” , δηλαδή «όποιος δεν προοδεύει, οπισθοδρομεί» είναι επίκαιρη από τον Ευρωπαϊκό βορρά μέχρι τον Ευρωπαϊκό νότο. Και η Ευρώπη θα πρέπει να αντιληφθεί και κάτι ακόμη ότι η -ενδεχομενώς-κυνική συναλλακτική διπλωματία του Αμερικανού προέδρου μπορεί να προσφέρει βραχυπρόθεσμες νίκες, αλλά διαβρώνει μακροπρόθεσμα το πολυτιμότερο κεφάλαιο της Αμερικής : την αξιοπιστία της και το κύρος της δημοκρατικής της κουλτούρας. Επομένως για την Ευρώπη είναι η ευκαιρία της να δει τον εαυτό της αυτό που πραγματικά είναι: ένας δημοκρατικός γίγαντας και όχι νάνος.