Το α’ εξάμηνο του 2025, 380 GW ηλιακής ισχύος εγκαταστάθηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο, έργα 64% υψηλότερα από την ίδια περίοδο το 2024. Η Κίνα ήταν η αδιαμφισβήτητη ηγέτης σε αυτό το ρεκόρ, εγκαθιστώντας 256 GW, ή το 67% των παγκόσμιων έργων. Όμως, αυτή η επιτυχία δεν αρκεί για να καλύψει το πραγματικό πρόβλημα του κλάδου: Οι Κινέζοι κατασκευαστές φωτοβολταϊκών έχουν τη διπλάσια παραγωγική ικανότητα σε σχέση με την παγκόσμια ζήτηση. Η γιγάντια απόκλιση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης έχει οδηγήσει σε μία παρατεταμένη κρίση για τον τομέα, με τους τέσσερις μεγαλύτερους παραγωγούς να σημειώνουν συνολικές ζημίες άνω του 1,5 δισεκατομμυρίου δολαρίων μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουνίου.
Το πρόβλημα δεν έχει περάσει απαρατήρητο. Οι επιχειρήσεις ζητούν εδώ και μήνες κυβερνητικές παρεμβάσεις από το Πεκίνο, με τις αγορές να αντιδρούν άμεσα κάθε φορά που κυκλοφορούν φήμες ότι η κεντρική κυβέρνηση θα λάβει μέτρα. Ωστόσο, αυτά τα μέτρα δεν έχουν ακόμα ληφθεί. Μολονότι η κινεζική ηγεσία έχει αρχίσει να αναγνωρίζει τα προβλήματα που δημιουργούνται εξαιτίας της πλεονάζουσας παραγωγής σε μία σειρά κλάδων, από τον χάλυβα μέχρι τα EVs, η βιομηχανία των φωτοβολταϊκών παραμένει σε φάση αυτορρύθμισης. Αρκετές μικρότερες επιχειρήσεις έχουν χρεωκοπήσει ή εξαγοραστεί, χιλιάδες θέσεις εργασίες έχουν χαθεί, και ο πόλεμος τιμών συνεχίζεται.
Από την άλλη πλευρά, η κατάρρευση του κόστους των φωτοβολταϊκών θεωρείται βραχυπρόθεσμα θετική καθώς διευκολύνει την ανάπτυξη έργων με χαμηλές επενδύσεις. Η ταχύτατη διείσδυση της ηλιακής ενέργειας σε πολλές οικονομίες έχει σίγουρα υποστηριχθεί από τη γιγάντωση της κινεζικής παραγωγής, με την Κίνα ουσιαστικά να ηγείται της ενεργειακής μετάβασης, τόσο ως κατασκευαστής εξοπλισμού, όσο και κατασκευαστής έργων.
Εντούτοις, μεσοπρόθεσμα οι επιπτώσεις της πλεονάζουσας παραγωγής θα γίνουν ακόμα πιο αισθητές. Στην πραγματικότητα, χωρίς μία δομική αναδιαμόρφωση του κλάδου, οι Κινέζοι κατασκευαστές φωτοβολταϊκών δεν έχουν λόγο να είναι αισιόδοξοι. Αντιθέτως, η παγκόσμια ικανότητα απορρόφησης της παραγωγής τους βαίνει προς περαιτέρω μείωση εξαιτίας μίας σειρά γεωπολιτικών παραγόντων.
Στις ΗΠΑ, τα κινεζικά φωτοβολταϊκά υπάγονται σε καθεστώς υψηλών δασμών ή ολικής απαγόρευσης εξαιτίας της νομοθεσίας για τους Ουϊγούρους. Στην Ευρώπη, ισχύουν επίσης υψηλοί δασμοί, ενώ η Κομισιόν ερευνά διάφορους κατασκευαστές με την υποψία πρακτικών ντάμπινγκ. Στην Ινδία, τον μεγαλύτερο εισαγωγέα κινεζικών φωτοβολταϊκών για το α’ εξάμηνο του 2025 με 48%, η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής ηλιακού εξοπλισμού έρχεται να προστεθεί στους δασμούς.
Για τους ανθρώπους της αγοράς, η κατάρρευση των εσόδων της κινεζικής βιομηχανίας φωτοβολταϊκών συνιστά έναν ουσιώδη κίνδυνο για την παγκόσμια ενεργειακή μετάβαση. Χωρίς πράσινο εξοπλισμό σε προσιτές τιμές, τα φτωχότερα κράτη δεν θα καταφέρουν να ξεκινήσουν την απεξάρτησή τους από τα ορυκτά καύσιμα, ενώ τα πλουσιότερα κράτη θα μείνουν στη μέση των διαδικασιών.
Παράλληλα, η χαμηλή κερδοφορία της υφιστάμενης παραγωγής συνεπάγεται μείωση των επενδύσεων στην καινοτομία, επιβραδύνοντας τα αξιοσημείωτα τεχνολογικά άλματα των προηγούμενων ετών. Ευρύτερα, η κρίση των κατασκευαστών φωτοβολταϊκών στην Κίνα δεν συνιστά ένα απλό πρόβλημα για την κινεζική οικονομία, αλλά την αρχή ενός ντόμινο που θα μπορούσε να συμπαρασύρει τον ενεργειακό σχεδιασμό πολλών άλλων χωρών.